Φωτογραφίες: Στέργιος Κοράνας
Θεσσαλονίκη
Τo βράδυ της Κυριακής αξιώθηκα επιτέλους να δω τους Gotan Project από κοντά. Το πρώτο μου live σε ανοιχτό χώρο για φέτος (το Synch δεν πιάνεται) αποδείχθηκε κι ένα από τα καλύτερα της χρονιάς, τόσο από τεχνικής όσο και από καλλιτεχνικής άποψης.
Έφτασα στη Μονή Λαζαριστών στις 21.30, σχεδόν οριακά, μιας και το live ξεκίνησε κατά τις 21.45, με μια ελαφρά μόνο καθυστέρηση. Ο χώρος ήταν ήδη γεμάτος με κόσμο, κάπου 1000 με 1200 άτομα. Αυτό που με ξένισε εξαρχής, ήταν τα στημένα καρεκλάκια μπροστά στη σκηνή: αν και πάγια τακτική στη Μονή Λαζαριστών, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι συναυλία πάμε να δούμε, όχι να; παρακολουθήσουμε διάλεξη. Πέραν του ότι μειώνουν τον ωφέλιμο χώρο, δεν μπορεί να κάνει κανείς βήμα, χωρίς να ενοχλήσει κάποιον. Παρά την ατασθαλία αυτή πάντως, κατάφερα να βρεθώ στις πρώτες σειρές.
Οι Gotan Project βγήκαν επί σκηνής σαν καλοκουρδισμένη μηχανή. Άψογοι στις εκτελέσεις των κομματιών τους μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, θα έλεγα ίσως σε ενοχλητικό βαθμό, μια και οι αυτοσχεδιασμοί (κατά τον γράφοντα, η πεμπτουσία μιας ζωντανής εμφάνισης) ήταν απειροελάχιστοι. Αυτό το υπερκάλυψε όμως η άψογη εμφάνισή τους σε όλα τα υπόλοιπα επίπεδα. Έπαιξαν για περίπου δυο ώρες, μαζί με το encore, αφού μας αποχαιρέτησαν κατά τις 23.40. Αξίζει να σημειωθεί στα θετικά και η ηχοληψία, μια και επρόκειτο για ένα από τα ελάχιστα live τα οποία αποδείχθηκαν άψογα στημένα ηχητικά. Κατά τη διάρκεια των κομματιών, έπαιζαν αποσπάσματα από βιντεοκλίπ της μπάντας στον πίσω τοίχο, πράγμα που έκανε το φωτισμό επαρκέστατο για να βγουν όλες οι φωτογραφίες χωρίς φλας. Δυστυχώς όμως, η παραγωγή δεν μας επέτρεψε να έχουμε δεύτερο άτομο στη συναυλία κι έτσι ανέλαβα προσωπικά τις φωτογραφίες –και δυστυχώς δεν είμαι τόσο έμπειρος…
Ο κόσμος έδειξε να απολαμβάνει τους Gotan Project και με το παραπάνω, πέρα φυσικά από την «κοσμική» Θεσσαλονίκη στις πρώτες σειρές των καθισμάτων, η οποία μάλλον θεωρούν κακό για το image της το να χειροκροτήσει μια μπάντα. Από τους υπόλοιπους πάντως, οι επευφημίες έπεφταν βροχή. Στο encore μάλιστα, το συγκρότημα μας έκανε τη χάρη και έπαιξε περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζε, προκειμένου να ευχαριστήσει τον κόσμο. Σε γενικές γραμμές, λοιπόν, το πρώτο αμιγώς «καλοκαιρινό» live στη Θεσσαλονίκη αποδείχτηκε πολύ όμορφο. Αναμένουμε και τη συνέχεια…
Αθήνα
Gotan. Όπως ο αναγραμματισμός του Tango. Τυχαίο; Δεν νομίζω (που λέει και ο διάσημος αριθμολόγος). Αφού οι Gotan Project πήραν το όνομά τους από το άλμπουμ The Tango Project, στο οποίο είχαν ενωθεί πολλοί καλλιτέχνες το 1981 για να φτιάξουν ένα παζλ με κομμάτια ταγκό. Σαν φυσικοί απόγονοι, και παίζοντας με τη λέξη, έγιναν «Gotan», και το βράδυ της Δευτέρας, στα βράχια του Λυκαβηττού, ήρθαν να μας παρουσιάσουν το πιο πρόσφατό τους project, το Tango 3.0.
Ο χώρος είχε αρχίσει να παρουσιάζει μια δεδομένη κινητικότητα νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα (22.00) και το αεράκι –που όσο ανέβαινες καθίσματα γινόταν χειμωνιάτικο– στάθηκε ένας ευχάριστος σύμμαχος. Δυστυχώς όμως, το βράδυ Δευτέρας σε συνδυασμό με το –τσουχτερό– εισιτήριο αποδείχθηκε ένας δυνατός αντίπαλος. Σαν αποτέλεσμα, τα καθίσματα είχαν γεμίσει κατά τα 2/3 και η αρένα κατά το ήμισυ –στο κέντρο της είχε υψωθεί κι ένας τεράστιος προτζέκτορας, που πρόβαλλε βίντεο στο φόντο. Η μάχη λοιπόν ήταν από την αρχή άνιση, και το στοίχημα για τους Gotan Project αρκετά μεγάλο. Το οποίο –νομίζω όσοι βρέθηκαν εκεί θα συμφωνήσουν– τελικά κέρδισαν.
Βλέποντάς τους επί σκηνής μία λέξη σου έρχεται στο μυαλό: «Πχιότητα» (που έλεγε κι ένας πρώην Έλληνας πρωθυπουργός). Η ποιότητα λοιπόν την οποία βγάζουν είναι απίστευτη. Από τα ρούχα τους (ριγωτά σκουρόχρωμα κοστούμια με καπέλα εποχής…ποτοαπαγόρευσης της Αμερικής για τους άνδρες, φλογερά κόκκινα και μαύρα εφαρμοστά φορέματα για τις γυναίκες) μέχρι το βλέμμα κάθε μέλους της μπάντας –και ειδικά του τύπου με το μπαντονεόν– καταλαβαίνεις ότι αυτό το project το υποστηρίζουν απόλυτα. Άκρως προσηλωμένοι στο να βγάλουν προς τα έξω το παθιασμένο, σκοτεινό και απόλυτα χορευτικό ταγκό τους, νιώθεις πως οι Gotan Project είναι ό,τι ακριβώς σου πλασάρουν από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν ζορίζονται, ούτε και προσποιούνται.
Το ύφος της τραγουδίστριας, μελαγχολικά παγωμένο, έκανε τέλεια αντίθεση με την παθιασμένη φωνή της, η οποία μ?' έκανε να σκεφτώ πως, αν ήταν ταινία, θα ήταν ένα μείγμα άκρατου «αλμοδοβαρισμού» που κατοικεί στη Λεωφόρο Μαλχόλαντ, και τα βράδια σου κρυφοφωνάζει “Silencio” και “No Hay Banda”. Ο αρχηγός Gilles Peterson δικαιολογούσε απόλυτα τον ρόλο του, ρωτώντας κάθε τόσο αν μας αρέσει το ταγκό, ενώ τα λίγα ελληνικά του δεν ήταν κι άσχημα. Τα βίντεο στο φόντο συνόδευαν απόλυτα τις μελωδίες, οι οποίες γίνονταν πότε χορευτικές και πότε αργόσυρτες.
Γενικά στάθηκε μια συναυλία που πήγε συνολικά καλά, τόσο από άποψη οργάνωσης, όσο και από άποψη performance. Την ευχαρίστηση του κόσμου την καταλάβαινες από χειροκροτήματα και χαμόγελα σε τραγούδια όπως τo “La Gloria”, το “Una Musica Brutal”, ή το “Panamericana”. Πολύ δυνατό όμως ήταν π.χ. και το “Mi Confession” (που συνδύαζε το tango με τη rap), ή το “La Revancha Del Tango”. Νομίζω όμως πως το «ευλαβικό» ελληνικό κοινό περισσότερο περίμενε να ακούσει την «Παναγία την Αργεντινοκρατούσα» (“Santa Maria Del Buen Ayre”). Δικαιολογημένα, τα δύο encore δεν μας χάλασαν καθόλου.