Φωτογραφίες: Αίγλη Δράκου
H ανακοίνωση του ερχομού του Billy Idol στην Αθήνα ήταν κάτι το απρόσμενο και ευχάριστο. Όταν, δε, ανακοινώθηκε πως θα τον συνόδευαν οι Stranglers, η συνταγή προέβλεπε ότι η βραδιά θα στεφόταν με επιτυχία. Βέβαια, η σκέψη και μόνο ενός κλειστού γηπέδου σε μια μέρα με καύσωνα σε έκανε να είσαι στο τσακ να αλλάξεις γνώμη για τη συναυλία και να πας καλύτερα να ρίξεις καμιά βουτιά. Για όσους, όμως, εν τέλει παρευρέθηκαν το βράδυ της Παρασκευής για να απολαύσουν το Είδωλό τους, και το θέαμα αλλά και ο χώρος στάθηκαν άξια ανταμοιβή –το γήπεδο Tae Kwon Do ήταν πολύ ευρύχωρο και με σωστό κλιματισμό.
Λίγο πριν τις 21:00, κι ενώ το γήπεδο δεν είχε γεμίσει ακόμα ούτε κατά το ήμισυ, ξεχύθηκαν στη σκηνή οι Stranglers και άρχισαν να αραδιάζουν μία-μία τις επιτυχίες τους. Γι’ αυτούς δεν έχω να πω πολλά, εφόσον είχα περιγράψει λεπτομερώς τη live εμφάνισή τους πριν κάμποσους μήνες στο Fuzz Club, τονίζοντας την ενέργεια και τη χημεία των μελών μεταξύ τους. Στην προκειμένη, όμως, υπήρχε σοβαρό πρόβλημα: μπορεί οι Stranglers από μόνοι τους να έδιναν τους καλύτερούς τους εαυτούς και να έπαιζαν μια χαρά, αλλά αδικήθηκαν τόσο από τον ήχο, ώστε κάποιος που δεν τους έχει ξαναδεί θα μπορούσε άνετα να πιστέψει πως δεν παίζουν καλά. Τη μία χάνονταν τα ντραμς, την άλλη η κιθάρα, την άλλη τα πλήκτρα, την άλλη τα φωνητικά, για να μη θυμηθώ το μπάσο, το οποίο είναι ζήτημα αν ακούστηκε σε δύο κομμάτια –και μιλάμε εδώ για το μπάσο των Stranglers, ένα από τα πιο απολαυστικά στοιχεία της συναυλίας του Ιανουαρίου! Η ηχώ του Tae Kwon Do, εντωμεταξύ, διάχεε αυτό το ηχητικό πανδαιμόνιο και εμπόδιζε τα φωνητικά να φτάσουν σωστά στο αυτί του ακροατή. Ακόμα μία, αναπόφευκτη, σύγκριση με την προηγούμενη αθηναϊκή εμφάνιση των Stranglers είναι πως τότε –λόγω του μικρότερου χώρου και του ότι ήταν «δική τους» η συναυλία– ο κόσμος δεν είχε έρθει για να δει κάτι άλλο, ήταν πολύ κοντά στο κοινό τους. Αντίθετα με το κοινό της Παρασκευής, το οποίο, ακόμα και στην αρένα, παρακολουθούσε εντελώς ξεψυχισμένα, χωρίς αντιδράσεις. Κατά τ’ άλλα, το σετ τους είχε διάρκεια μιας ώρας και συμπεριέλαβε τα γνωστά και αναμενόμενα κομμάτια: “Peaches”, “Spectre Of Love”, “Lost Control”, “Golden Brown” και αμέσως μετά “Always The Sun” (σ’ αυτά τα δύο κάμποσοι άρχισαν επιτέλους να συμμετέχουν), “Duchess”, “All Day And All Of The Night”, “Nice ‘N’ Sleazy”, “Walk On By”, “No More Heroes” και μερικά ακόμα. Δεν φάνηκε να πτοήθηκαν από την έλλειψη ενθάρρυνσης από τους παρευρισκόμενους, έχουν άλλωστε τόση ιστορία, ώστε δεν υπήρχε λόγος να πτοηθούν.
Στο διάλειμμα που ακολούθησε, το γήπεδο συνέχιζε να γεμίζει, αν και παρέμειναν εν τέλει πολλές κενές θέσεις και στις κερκίδες και στο πίσω μέρος της αρένας. Το κοινό ήταν τελείως ετερόκλητο και όσον αφορά στο τεράστιο ηλικιακό χάσμα και στην εμφάνιση και γενικώς απ’ όλες τις απόψεις. Κι έπειτα ήρθε η ώρα γι’ αυτόν που οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, είχαν καταφθάσει για να δουν: ένα γιγάντιο πανό με το πρόσωπό του υψώθηκε στο φόντο της σκηνής, έγιναν τα τελευταία soundchecks και, ύστερα από μισάωρη αναμονή, εμφανίστηκε επιτέλους ο Billy Idol. Ένας Billy Idol κατά μαγικό τρόπο ανέγγιχτος από τον χρόνο –αν δεν ξέραμε την ηλικία του, δεν θα πιστεύαμε ότι είναι πάνω από 30. Μπήκε φορτσάροντας με το “Ready, Steady, Go”, τρέχοντας αριστερά-δεξιά στη σκηνή και στη συνέχεια μάς έφερε σε punk διάθεση με το “Dancing With Myself”. Ο ήχος ήταν σαφώς καλύτερος τώρα, ειδάλλως θα είχε ακολουθήσει μεγάλη απογοήτευση. Και η φωνή του σε σχεδόν αψεγάδιαστη φόρμα («σχεδόν» γιατί εντάξει, του ξέφυγαν μια-δυο παραφωνίες σε όλο το live, κάτι απόλυτα δικαιολογημένο), με τα καθιερωμένα ουρλιαχτά του να δίνουν ρέστα.
Το συγκρότημά του αποτελούσε έναν στυλιστικό... αχταρμά από punk, rock, metal και glam ντυσίματα, κι όμως όλοι αυτοί οι φαινομενικά αταίριαστοι τύποι έδεναν πάρα πολύ μεταξύ τους και ερμήνευαν τα κομμάτια του Idol τόσο καλά, ώστε να ξεσηκώσουν το μέχρι τότε ακόμα ξεψυχισμένο κοινό. Ύστερα μπήκε και η κλασική κιθάρα στο παιχνίδι, παίζοντας το “Sweet Sixteen” κι έπειτα το “Eyes Without A Face”, και τα δύο σε πολύ καλές εκτελέσεις. Στο μεταξύ ο Idol να πηγαινοέρχεται στα παρασκήνια επιστρέφοντας μέσα σε δευτερόλεπτα με διαφορετικά ρούχα –όλα τα τίμησε: από ξεσκισμένο τζιν μπουφάν και γιλέκο μέχρι σκέτη άσπρη φανέλα και... τίποτα! Ε ναι, φυσικά, έπρεπε να βγάλει τελείως τη μπλούζα για να επιδείξει τους καλοχτισμένους κοιλιακούς του. Έχοντας καλή θέα από τις κερκίδες, τον πήρε το μάτι μας κάμποσες φορές σε... περιπτύξεις με μια κοπέλα στο πλάι της σκηνής, δεν είναι όμως αρμοδιότητά μας να σας ενημερώσουμε για τα κοσμικά. Ήθελα να καταλήξω στο ότι, φεύγοντας από τη σκηνή, άφηνε τον αυθεντικό του κιθαρίστα Steve Stevens να σολάρει, ξεσηκώνοντας τον κόσμο με το τεράστιο ταλέντο του.
Στο δεύτερο μισό του σετ ερμηνεύτηκαν και τα κομμάτια από τους Generation X, το πρώην συγκρότημα του Idol, τα οποία και μας είχε υποσχεθεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας μιλούσε πολύ στο κοινό και φρόντιζε να ακούσει πως όλοι διασκεδάζουν. Τα σημεία που τραγουδούσε a capella ήταν, μαζί με τα αξεπέραστα σόλο του Stevens, από τις καλύτερες στιγμές της βραδιάς. Ακούστηκαν μεταξύ άλλων τα “Scream”, “L.A. Woman” (το οποίο προσαρμόστηκε σε “Athens Woman”), “To Be A Lover”, “Flesh For Fantasy” σε μια πιο rock εκδοχή, κι έπειτα η αποθέωση: “Rebel Yell” και “White Wedding” προς το τέλος, το “Mony Mony” για encore και ένα δυναμικό drum σόλο, το οποίο και έκλεισε τη βραδιά, λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Η ενέργεια και ο επαγγελματισμός του Idol ξεπέρασε τις προσδοκίες και τις δικές μου αλλά και των περισσότερων από τους παρευρισκόμενους, οι οποίοι αντίκρισαν, αντί για έναν ξεπερασμένο και εξαντλημένο τραγουδιστή των 1980s, έναν αγέραστο σύγχρονο performer, ο οποίος αγαπά και σέβεται το κοινό του.