Εκτός του ότι παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον από ιστορικής άποψης, το συγκεκριμένο event επεφύλασσε διαφόρων ειδών εκπλήξεις, καλές και κακές…Η συναυλία άρχισε με σχετική καθυστέρηση και χωρίς ελληνικό support. Ο καθ’ όλα αγαπητός, πάλαι ποτέ frontman των Husker Du και Sugar, Bob Mould βρέθηκε επί σκηνής χωρίς συγκρότημα, έχοντας για παρέα την καλή διάθεση και τις κιθάρες του. Το set του περιλάμβανε παλιά και καινούργια κομμάτια από την αξιόλογη μέχρι και σήμερα συνθετική δουλειά του, σε ακουστική εκτέλεση. Το κλίμα, ιδιαίτερα μπροστά στη σκηνή όπου βρισκόμασταν αρχικά, ήταν ζεστό. Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά πολλοί έδειχναν να κουράζονται από την έλλειψη άλλων οργάνων, ιδιαίτερα όταν ο Mould έπιασε την ηλεκτρική κιθάρα.. Ενθυμούμενος το πιο σκληρό παρελθόν, τσίτωσε τις παραμορφώσεις τόσο που ο ήχος «ξύριζε», κάνοντας ακόμη πιο αισθητή την απουσία μπάσου και drums. Φεύγοντας για λίγο από μπροστά για να πάρω κάτι να πιω, το μόνο που άκουγα ήταν ένα ακατάσχετο μουρμουρητό από τον κόσμο και μια βαβούρα του distortion, που κάλυπτε ακόμη και τη φωνή του, κάτι το οποίο συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του set. Δυστυχώς, ήταν έντονη η ανομοιογένεια ανάμεσα στα δύο μέρη του προγράμματος και αυτό κόστισε –δυστυχώς- πολλούς πόντους. Όπως και να έχει πάντως, ο Bob Mould δεν παύει να είναι ένας πολύ σπουδαίος κιθαρίστας, συνθέτης και ερμηνευτής. Και πάνω απ’ όλα, δεν δείχνει να το έχει βάλει κάτω. Αν εξαιρέσει κανείς τη μικρή “αυτοκτονία” λόγω των συγκεκριμένων επιλογών, και μόνο το πάθος του επί σκηνής αρκούσε για να μας υπενθυμίσει πόσα πολλά του οφείλουμε. Εύχομαι να τον δούμε ξανά, υπό άλλες συνθήκες (γιατί όχι και σε ένα Husker Du reunion;)…
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η συνέχεια της βραδιάς. Οι πρώτες νότες από το Venus in Furs μας ανατρίχιασαν όλους και ο John Cale μας μάγεψε με τη “βελούδινη” ηλεκτρική βιόλα του. Βεβαίως, την χρησιμοποίησε ελάχιστα, μιας και στη συνέχεια έπαιξε κυρίως κιθάρα και σε κάποια σημεία πλήκτρα. Στην προηγούμενη επίσκεψή του στην Ελλάδα, στο Κολέγιο Αθηνών, επέλεξε να παίξει μόνο με ένα πιάνο. Αυτή τη φορά, είχε μια πολύ καλή μπάντα (νεαρότατης ηλικίας σε σχέση με τον ίδιο), η οποία κατέπληξε.
Τα κομμάτια (τόσο παλιότερα όσο και από τον τελευταίο δίσκο του, Black Acetate) ήταν γεμάτα δυναμισμό, ένταση και μια μαγευτική σαγήνη πλανιόταν στον αέρα, καθώς ο -σχεδόν εξηνταπεντάρης- Cale ξεσπούσε σαν έφηβος στο μικρόφωνο και την κιθάρα. Ο κιθαρίστας του κόντευε να κάψει την ταστιέρα (και δεν έπαιζε ανούσια, μακροσκελή σόλο αλλά ήταν πολύ ακριβής, πολύ μελωδικός και απολύτως μέσα στο πνεύμα). Όσο για το rhythm section, έπρεπε να τους δει κανείς για να καταλάβει τι ακριβώς ένιωσε το ακροατήριο. Οι άνθρωποι ήταν απίστευτοι. Έδωσαν την αίσθηση ότι παίζουν πολύ καιρό μαζί, υπήρχε μια σαφής χημεία και όλα λειτουργούσαν άψογα. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε ο drummer, που παρότι επέλεξε ένα φτωχό σε πιατίνια drum set, είχε τεράστιο όγκο στον ήχο του.
Ο ίδιος ο Cale ήταν γεμάτος ζωντάνια, εκφραστικότητα αλλά και πάλι φρόντισε να κρατήσει ένα σεμνό, επιβλητικά αυστηρό προφίλ (το διαπίστωσαν όσοι αποπειράθηκαν να ανάψουν τσιγάρο, μιας και ο ίδιος είχε ζητήσει να μην καπνίζουμε, γιατί ταλαιπωρείται από σχετικές αλλεργίες). Λιγομίλητος, σχεδόν απόμακρος, ως αυθεντικός δανδής του Rock’n Roll, προτίμησε να μιλήσει με τη γλώσσα της μουσικής παρά με λόγια, δείχνοντας ότι αυτός είναι ο κυρίαρχος του χώρου, του κοινού αλλά και της ίδιας της δημιουργίας του. Το τελευταίο, μάλιστα, το απέδειξε έμπρακτα, όταν μας χάρισε μια αριστουργηματική, αρκετά πειραματική και μεγάλη σε διάρκεια διασκευή του Femme Fatale. Οι πειραματισμοί συνεχίστηκαν με modal αρμονίες, περίεργους μελωδικούς αυτοσχεδιασμούς και ιδιαίτερο ηλεκτρισμό. Οι προβολείς έσβησαν μετά το (ένα και μόνο) encore, όταν ο Cale μας αποχαιρετούσε μόνος στο πιάνο. Παρά την επιμονή του κόσμου, η μπάντα δεν ξανανέβηκε στη σκηνή, αλλά ήδη είχαμε απολαύσει ένα γεμάτο δίωρο…