Μεγαλ(ύτερ)ες προσδοκίες…
Τί εννοεί το έγκυρο περιοδικό Rolling Stone όταν αναφέρεται στη Marianne Faithfull ως «μια από τις μεγαλύτερες κατεστραμμένες φωνές της ροκ» ή ως «μια φωνή σαν ανοιχτή πληγή»; Αυτή την απορία είχα κι εγώ όταν ανηφόρισα στο Θέατρο Βράχων για να την ακούσω ζωντανά για πρώτη φορά χτες το βράδυ.
Η βραδιά ξεκίνησε με την Κρίστη Στασινοπούλου και το συγκρότημά της, που έπαιξαν για περίπου ένα μισάωρο. Το προσωπικό στυλ της Στασινοπούλου ήταν παρόν σε όλα τα κομμάτια της, και μάλιστα πιο σαφές, πιο έντονο και πιο ώριμο από ποτέ. Επιγραμματικά θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε ως μια εκλεκτική επιλογή στοιχείων της ελληνικής μουσικής παράδοσης με προσμίξεις ανατολίτικων ήχων και ιδιωμάτων ενταγμένων σε ένα πλαίσιο electronica και με σήμα κατατεθέν την ιδιαίτερη φωνή της.
Με δηλωμένο λοιπόν το σεβασμό μου στη δουλειά της Κρίστης Στασινοπούλου, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ ποιός είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στη μουσική της και στη μουσική της Marianne Faithfull, ώστε η πρώτη να ανοίγει τη συναυλία της δεύτερης... Οι μόνες ομοιότητες που μου έρχονται στο μυαλό αυτή τη στιγμή είναι ότι και οι δύο είναι γυναίκες, όπως επίσης ότι γράφουν και οι δύο μουσική…
Κι ενώ λοιπόν ήμασταν όλοι έτοιμοι να υποδεχτούμε την κυρία Faithfull σύμφωνα άλλωστε και με το πρόγραμμα, ανεβαίνει στη σκηνή ο Fernando Saunders, μπασίστας στη μπάντα του Lou Reed και συνεργάτης της, καθώς κι ο κιμπορντίστας. Αρκετός κόσμος πίστεψε ότι εκείνη τη στιγμή άρχιζε η συναυλία που όλοι μας περιμέναμε κι άρχισε να κατεβαίνει μπροστά στη σκηνή… Oμως προς έκπληξη όλων μας, ο Fernando πήρε την κιθάρα κι άρχισε να τραγουδάει με τη συνοδεία των κίμπορντς! Όπως μας εξήγησε στη συνέχεια, ήταν κάποια κομμάτια από τον τελευταίο προσωπικό του δίσκο. Το κοινό δε φάνηκε να τα εκτιμάει ιδιαίτερα, δεδομένου ότι αυτά κινούνταν ανάμεσα σε μετριότατα μπλουζ progressions και σε γλυκανάλατα vocals τύπου Michael Bolton. Η περίπου μισή ώρα που κράτησε αυτό το surprise act ήταν αρκετή για να «προσγειώσει» τη διάθεση και να μας κάνει να αναρωτηθούμε για το τι θα επακολουθούσε στη συνέχεια.
Μετά από αναμονή και άλλου ενός τετάρτου όπου μέρος του (μεγαλύτερου ηλικιακά) κοινού είχε αρχίσει πλέον να αγανακτεί με την αναμονή, ανέβηκε στη σκηνή η Marianne Faithfull μαζί με την υπόλοιπη μπάντα, τον κιθαρίστα και το ντράμερ. Ένα αργό μπλουζ, το ‘Trouble In Mind’, άνοιξε τη συναυλία, ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν γνωστά κομμάτια από παλιότερες περιόδους της: ‘Lucy Jordan’, ‘Incarceration’, ‘Don’t Forget Me’, ‘Guilt’ και το ‘Kissin Time’. Φυσικά, δε θα έλειπαν κάποια κομμάτια από το τελευταίο της δίσκο ‘Before the Poison’: ανάμεσά τους ξεχώρισαν το ‘Last Song’, γραμμένο από τον Damon Albarn των Blur, και το ‘Crazy Love’ σε μουσική του Nick Cave και στίχους της Faithful. Highlights της βραδιάς ήταν το ‘Working Class Hero’ του John Lennon, στο οποίο συμμετείχε ως guest και ο κιθαρίστας της Patti Smith, Lenny Kaye, καθώς και το ‘Sister Morphine’, στο οποίο η Faithful έκανε μια συγκινητική ερμηνεία. Η Faithful αποχαιρέτησε την Αθήνα με το ‘Broken English’, με το οποίο είχε επανέλθει στη μουσική σκηνή το 1979.
Σε γενικές γραμμές, η συναυλία ήταν κατώτερη των αρχικών μου προσδοκιών. Οπωσδήποτε το Θέατρο Βράχων γέμισε και οι αρκετοί μεσήλικες που παρακολούθησαν τη συναυλία έδειχναν να περνούν καλά. Όμως από την άλλη πλευρά, η φωνή της Faithful ήταν τελείως σπασμένη (το οποίο φάνηκε ιδιαίτερα στο ‘As Tears Go By’) και η ίδια έδειχνε να βρίσκεται στα όρια των αντοχών της. Παρότι έδειχνε σχετικά άνετη πάνω στη σκηνή, δεν είχε πλέον τη δύναμη να πάρει μαζί της το κοινό και να «ανεβάσει» την ενέργεια της βραδιάς, παρά μόνο λίγο πριν από το τέλος της συναυλίας, κι αυτό όμως με σημαντική υποστήριξη από το ντράμερ, τον κιμπορντίστα και τους άλλους μουσικούς που πήραν στα χέρια τους την κατάσταση. Αυτό βέβαια είναι απόλυτα αναμενόμενο αν κανείς αναλογιστεί την ηλικία της Faithful και τα ανεξίτηλα σημάδια που έχει αφήσει το ‘sex, drugs & roll n’ roll’ lifestyle πάνω της...