Photos: Olga K.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Τσάβαλος
Ένα παράξενο συναίσθημα είχα ν' αντιμετωπίσω την Παρασκευή το πρωί. Την αίσθηση ότι σε λίγες ώρες θα έβλεπες έναν άνθρωπο πολύ κοντινό σου μετά από πολλά χρόνια, ότι θα συναντούσες την κοπέλα σου μετά από τρεις μήνες παραμονής στην αλλοδαπή, το συναίσθημα εκείνο που οι σφυγμοί σου χορεύουν χασάπικο και που παρατηρείται υπερβολική ροή αίματος στους μικρούς αυτούς σωλήνες του σώματος σου που καλούνται φλέβες. Βογιατζη, πως θα ένιωθες αν έβλεπες από κοντά τον αγαπημένο σου Morrissey για πρώτη φορά; Κι εσύ Πυκναδα τι ένιωσες όταν είδες τους Lambchop για παρθενική σου φορά; Και φίλτατε Καραφωτια πως ήταν άραγε το πρωινό σου πριν δεις live τους Flaming Lips; Κονδύλη είχες αγωνία άραγε την μέρα που ήξερες ότι θα δεις σε απόσταση αναπνοής τους James – Άγιε Booth μου τι μέρα ήταν κι αυτή! Χριστιανα μου, αν έβλεπες τον Jeff Buckley στα δυο μέτρα δεν θα κατέβαζες μπόλικα προερωτικά υγρά;
Την Παρασκευή το πρωί ήμουν ξεσηκωμένος, αίσθημα που διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας. Μπορεί μεν οι Στραγγαλιστές να μην είναι στην πρώτη κατηγορία συγκροτημάτων μου –James, Pink Floyd, Pixies – αλλά κατέχουν την πρωτοκαθεδρία της προσωπικής μου Β ’Εθνικής. Ήθελα απεγνωσμένα να ακούσω και τα 15 κομμάτια που αναφέρθηκαν στην κριτική του νέου τους άλμπουμ που ανεβάσαμε την Παρασκευή. Ήλπιζα ότι η μιάμιση ώρα που θα παίζανε – κάνε, Θεέ της Μουσικής να παίξουν τουλάχιστον ένα δίωρο – δεν θα εξαντλιόταν στην απεχθή αλλά τόσο χρήσιμη για τους ίδιους παρουσίαση των τραγουδιών του νέου τους άλμπουμ, το οποίο, καλό και άγιο, όπως γράψαμε, αλλά…άλλη φάση να ακούσεις το Golden Brown και το No More Heroes κι άλλη τα νέα σινγκλ.
Δέκα και κάτι έκαναν την εμφάνιση τους στη σκηνή ντυμένοι ομοιόμορφα στα μαύρα υπό τους ήχους ενός από τα καλύτερα ροκ instrumental όλων των εποχών, του Waltzin’ Black. Οι πάλιουρες Burnel (σκέτος σωσίας ή μήπως δίδυμος του θεού Tim Robins), Jet Black (επιβλητικός σαν τον Bill Ward των Black Sabbath και –κατά την γνώμη μου ο κύριος υπεύθυνος για τον ιδιαίτερο ήχο της μπάντας), Dave Greenfield πίσω από τα πλήκτρα. Και μπροστά μπροστά οι δυο «ψάρακλες» (κατά την στρατιωτική ορολογία…), ο Warns, ψηλός με ξυρισμένο κρανίο, κρατούσε την κιθάρα λες και επρόκειτο για το σπαθί του Κόναν του Βάρβαρου – και οι γκριμάτσες που έκανε υποδήλωναν το Κιμμέριο της καταγωγής του – και ο εκπληκτικός σόουμαν Paul Roberts (γραμμωμένο σώμα, απόρροια των πολλών χρόνων ταεκ-βον-ντο κι όπως ανέφερε και η συνοδός μου «Το παλικάρι πρέπει να κάνει χρόνια χορό για να έχει αυτή την κίνηση επί σκηνής και μάλιστα στα 45 του χρόνια»). Ο τραγουδιστής ζούσε στο δικό του κόσμο κάθε κομμάτι, ο Ζαν Ζακ είχε κολλήσει το βλέμμα του στην κονσόλα στον εξώστη του Gagarin 205, αλλά είχε το χρόνο να κατέβει από τη σκηνή και να βάλει μαύρη ταινία στο στόμα του ενοχλητικού τύπου στην πρώτη σειρά δίπλα μας που ζούσε στη μαστούρα της μεσκαλίνης και προφανώς δεν καταλάβαινε ότι ενοχλεί τους γύρω του με τις απότομες κινήσεις των αγκώνων που έκανε.
Ο Ρομπερτς συνδιαλέχθηκε με το κοινό σε πολλές περιπτώσεις: είτε για να πετάξει κανά καντήλι σε ένα άλλο κωλόπαιδο δίπλα μου που στα καλά του καθουμένου άρχισε να τον αποκαλεί fuckin gay, είτε να απαντήσει στις απαιτήσεις του κοινού για ένα γρήγορο Nice 'N' Sleazy, λέγοντας ότι δεν πρόκειται να το παίξουν, είτε να αστειευτεί με τον ενοχλητικό σαραντάρη μπροστά μου – οι αγκώνες του οποίου κόντεψαν μια δυο φορές να προσγειωθούν στο κεφάλι της συνοδού μου (σημ. Αρχ.: Το καταλάβαμε Τσάβαλε ότι πήγες συνοδευμένος) κι από θαύμα αποσοβήσαμε την επίσκεψη στον Ευαγγελισμό βραδιάτικα…- λέγοντας του ότι για να κάνει σαν κάφρος πρέπει να έχει ανοιχτή συνδρομή στο κλαμπ των μικροτσούτσουνων. Ενίοτε πέταγε και κανά ελληνικό –από την θητεία του ως διασκεδαστής στα καράβια που έκαναν κρουαζιέρες στην Μεσόγειο, όπως είπε χαρακτηριστικά – αλλά η εικόνα του να σπάει το σώμα του σε χίλια κομμάτια, να κάνει πιρουέτες και διπλό άξελ και τριπλό τόλουπ, που θα έλεγε κι ο Κωστάλας αν τον έβλεπε, έχει χαραχτεί βαθιά στο μυαλό μου.
Όπως ήταν αναμενόμενο σχεδόν όλο το Norfolk Coast παρέλασε από τα αυτιά μας και, παρόλο που το κοινό έδειχνε να είναι εξοικειωμένο μόνο με το σινγκλ Big Thing Coming, έδειχνε να μην ενοχλείται καθόλου από αυτό. Όταν όμως άρχισαν να περνάνε ένα ένα αγαπημένα τραγούδια, οι αναμνήσεις να ξεπηδούν από τη μνήμη και όλοι γύρω να χορεύουν κάνοντας ενίοτε και pogo, ποιος είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε! Τα (Get A) Grip (On Yourself), Peaches, Skin Deep, Hanging Around, Duchess, Walk on By, Something Better Change, Who Wants The World?, Golden Brown, Always the sun και η διασκευή στο Αll day and all of the night έδιναν ένα αλλόκοτο contrast σαρκαστικών κι ενίοτε κυνικών στίχων μαζί με χαρούμενα tunes για να κλείσουν με ένα αποτελειωτικό No More Heroes. Η αμφίδρομη σχέση μεταξύ group και οπαδών που κατέκλυσαν το κατάμεστο Gagarin 205 επιβεβαιώθηκε για ακόμη μια φορά με τον πιο εύγλωττο τρόπο και δεν ήταν λίγες οι φορές που παρόλο που ήμουν πρώτη σειρά κουνιόμουν λιγότερο από όλους γύρω μου, όχι επειδή δεν ζούσα την στιγμή, αλλά επειδή ήθελα να αφουγκραστώ 100% τα επί σκηνής τεκταινόμενα με όλες μου τις αισθήσεις. Συγκινήθηκα μπόλικες φορές, δεν το κρύβω κι ειδικά στο Always the sun νόμιζα ότι αγαπούσα όλον τον κόσμο.
Περίμενα να ακούσω και τα πολυαγαπημένα μου Strange Little Girl, Midnight Summer Dream, No Mercy και την καλύτερη διασκευή που έχει γίνει ποτέ στο 96 Tears, αλλά τελικά δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Ήταν από τις λίγες φορές που μια συναυλία τελείωσε τόσο γρήγορα. Για μερικά πράγματα στη ζωή κάποιος πρέπει να ‘ναι ευτυχισμένος που απλά τα έζησε. Κι εγώ χθες έζησα μια από τις καλύτερες βραδιές μου ever. Κι όχι μόνο λόγω συναυλίας… Περιμένοντας ταξί για να πάω να βρω τους υπόλοιπους Αβοπολιτες ψιθύριζα το Strange Little Girl... Αυτό το όμορφο συναίσθημα εξακολουθεί να με κατακλύζει 20 σχεδόν ώρες μετά το live των Stranglers.