Κατεβαίνοντας τις σκάλες για το υπόγειο του Bios, όπου θα λάμβανε χώρα η συναυλία, ο Μεξικανός Fernando Corona - διότι περί αυτού πρόκειται όταν μιλάμε για Murcof - είχε ήδη ανοιχτό μπροστά του το laptop και κοίταζε με προσήλωση την οθόνη του. Μιά ώρα και δέκα λεπτά αργότερα (τόσο κράτησε η εμφάνιση, σ’ αυτά προσθέστε κανένα εικοσάλεπτο που μεσολάβησε μέχρι το ξεκίνημά της), το βλέμμα του δεν είχε σηκωθεί σχεδόν καθόλου από εκεί. Ήδη από τα ηχεία έβγαινε ένας ακαθόριστος ambient βόμβος, και σκέφτηκα ότι ίσως ήθελε έτσι να δηλώσει ότι η συναυλία είχε στην ουσία κιόλας ξεκινήσει, κι εμείς θα βλέπαμε ένα κομμάτι της στον αιώνιο δρόμο που θα τραβούσε.

Το ερώτημα όμως είχε για μια ακόμη φορά πέσει στο τραπέζι: πόσο live είναι να βλέπεις έναν τύπο να βγάζει μουσικές από το κομπιούτερ του, που στην ουσία δεν ξέρεις καν αν επιδέχονται ζωντανής επεξεργασίας κι αν την ώρα που εμείς ακούμε, ο καλλιτέχνης στη σκηνή δεν ρίχνει πασιέντζες ακούγοντας κι εκείνος ξανά το υπέροχο δημιούργημά του; Αυτό είναι κάτι που μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ...

Αφήσαμε αυτόν τον προβληματισμό κατά μέρος και αφεθήκαμε στις καταπληκτικές, ταξιδιάρικες μουσικές του άλμπουμ του “Martes”. Το άλμπουμ πληροφοριακά κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2002 από τη Βρετανική Leaf στην Ευρώπη (και δεσμεύομαι δημοσίως να καθήσω να το γράψω το ρημάδι το αφιέρωμα στο label, θα το κάνω σύντομα κύριε αρχισυντάκτα!) και πήρε αποθεωτικές κριτικές. Καθόλου άδικα ασφαλώς, κι όσοι βρέθηκαν εκείνο το βράδυ ενώπιον του γενειαφόρου φίλου μας θα κατάλαβαν το γιατί – αν δεν το γνώριζαν ήδη. Minimal electronica που δεν βρίσκεται πολύ μακριά από τη μεγάλη του Βερολίνου σχολή, microbeats διανθισμένα με μπόλικα περάσματα από έγχορδα (που στο δικό μου μυαλό φέρνουν πάντα τις αντίστοιχες προσπάθειες των 4 Hero, σε περισσότερο πειραματικό επίπεδο βέβαια) και ανεξάντλητες εκπλήξεις από απρόβλεπτους ήχους που ξεπηδούν ενδιάμεσα στους στρωτούς ρυθμούς και τις καλογραμμένες, απόλυτα βατές σε δομή για τους αμύητους συνθέσεις. Η τέχνη του Murcof μοιάζει με έναν αδιάκοπο φόρο τιμής σε κλασικούς συνθέτες όπως ο Arvo Part, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της σύγχρονης αισθητικής ή και της αυριανής.

Το υλικό προερχόταν από το δίσκο του φυσικά, και ήταν πραγματικά μαγευτικό να το βιώνεις από κοντά με τόσο καθαρό στις λεπτομέρειές του ήχο και να το συμπληρώνεις με τις εικόνες που προβάλλονταν ταυτόχρονα και που έμοιαζαν να αποτελούν ένα σχόλιο στο δίπολο «άσχημη βιομηχανική πόλη – πανέμορφη αγνή φύση» που έχει δημιουργήσει γύρω του ο άνθρωπος.

Σε στιγμές μάλιστα σαν το “Memoria”, ο ενθουσιασμός του ακροατηρίου έφτασε στην κορύφωσή του, αποδεικνύοντας ότι ακόμη κι ένα άψυχο κατά τα φαινόμενα live από έναν παγωμένο στην καρέκλα του άνθρωπο τον οποίο αναγνωρίζεις μονάχα από το φως της οθόνης στο πρόσωπό του μπορεί να σου χαρίσει συγκινήσεις, και το μυστικό βρίσκεται βέβαια στην ίδια τη μουσική που σου χαρίζει η μηχανή του. Κι εκείνο το βράδυ, πιστέψτε με, θαρρούσες ότι το laptop του είχε ψυχή που διαχεόταν στη μικρή αίθουσα που το φιλοξενούσε.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured