Πως να αρχίσει κανείς ένα live review για τους Calexico? Σίγουρα η -αποδεδειγμένα- κοινή και αποτελεσματική λύση μοιάζει πολύ λίγη για να χαρακτηρίσει όλο το γεγονός το οποίο ήμασταν πολύ τυχεροί που είδαμε και ακούσαμε. Ένας συναυλιακός χειμώνας έκλεισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο που θα μας πάρει πολύ καιρό για να το ξεχάσουμε. Ήταν μία Παρασκευή τόσο δυνατή, συναρπαστική και διασκεδαστική που θα μείνει αξέχαστη.
Για πρώτη φορά, ήμουν στο Ρόδον μισή ώρα πριν. Κάτι το γεγονός της παρουσίασης του δίσκου των B&S, κάτι το κοντινό της απόστασης, ήταν τελικά αναπόφευκτο να μην ήμαστε εκεί στην ώρα μας. Δικαιολογίες του τύπου “Πάμε για να βρούμε να παρκάρουμε γρήγορα” ήταν τελικά πολύ λίγες για την ουσία του πράγματος που τελικά ήταν να δούμε από κόντα το support group που ήταν κάτι το φανταστικό. Μετά από πολλά χρόνια επιτέλους επιλέχτηκε για opening act στο βασικό group μία εγχώρια μπάντα που και κοντινό ήχο είχε αλλά και περγαμηνές για ένα πολύ προσοδοφόρο μέλλον, παρά το σημαντικό ατομικό τους παρελθόν. Θα ομολογήσω ότι δεν τους είχα ξανακούσει. Το single, που είχε κυκλοφορήσει μαζί με το Fractal αρκετούς μήνες πριν δεν, βρίσκεται στην κατοχή μου και γενικά δεν θυμόμουν να είχα ακούσει τίποτα από τους Έλληνες μικρούς Dr. Johns. Ακούγοντας τους όμως για δύο λεπτά και έχοντας στο μυαλό μου όλη αυτή τη θετική προπαγάνδα που μου είχαν εισάγει στο κεφάλι μου οι υπόλοιποι της παρέας δεν ήθελα πολύ για να συμφωνήσω και να δω με τα μάτια μου ένα από τα καλύτερα σύγχρονα ελληνικά σχήματα. Τράγούδια όπως το “The Riverside Song” έδρασαν καταλυτικά και σίγουρα θετικά για την διασκέδαση ενός κοινού που μπορεί και να μην ήξερε ότι έπαιζαν κάποιοι Earthbound. Αυτό το τονίζω γιατί οι συνήθεις ύποπτοι της γαλαρίας αυτή τη φορά το παραξήλωσαν και ακουγόταν μία τεράστια βαβούρα που μόνο καλό δεν έκανε στο group. Βέβαια αυτό είναι το τελευταίο που θα θυμόμαστε. Εκτός των γνωστών, ακούσαμε επίσης μία εξαιρετική διασκευή στο “Burning & Looting”, κομμάτι του Βοb Marley και σχεδόν αμέσως μετά μύρισε ο βάλτος της Νέας Ορλεάνης μιας και η παρέα των Earthbound αποφάσισε ότι έπρεπε να διασκευάσουν τον θεό Dr. John. To “I walk on guilded splinters” που ακούσαμε σε μία επίσης φανταστική post-rock διασκευή μας πήγε πολύ πίσω και το χαρήκαμε ιδιαίτερα. Για τους τύπους θυμίζω ότι το συγκεκριμένο τραγούδι του Δόκτωρα είναι από τον πρώτο του δίσκο με τίτλο “Gris-Gris” και χρονολογείται στα 1968 παρακαλώ.
Αυτοί πάνω κάτω ήταν οι Earthbound. Με την ελπίδα ότι θα τους ξαναδούμε σύντομα και ότι θα τους βάλουμε σπίτι υπό μορφή βινυλίου, τους αποχαιρετήσαμε και αναμέναμε τους Καλιφορνέζους μάστορες του western post-rock για μία αξέχαστη εμπειρία. Τελικά μας έκαναν την χάρη λίγα λεπτά μετά τις 11 και τέταρτο. Αφού σβήσαν τα φώτα και άρχισε ο projector να μας θολώνει με western films στο τεράστιο πανί, υπό τους ήχους του Hot Rail (τελευταίου ομώνυμου κομματιού στον καινούργιο δίσκο), οι 6 Calexico έκαναν την εμφάνιση τους σε ένα τόσο ενθουσιώδες κοινό που σίγουρα θα έχουν να το λένε.
Το κανονικό τους σετ κράτησε μία ώρα και δέκα λεπτά. Μέσα σε αυτό το χορταστικό και χωρίς “κοιλιές” χρονικό διάστημα ακούσαμε ό,τι ακριβώς επιθυμούσαμε. Η αρχή έγινε με το υπέροχο “The Ride (Pt. II)” και η κατάσταση φάνηκε από την αρχή, ότι δηλαδή το κοινό τους ανήκε. Η συνέχεια με το “Service & Repair” και το “El Picador”, από τον καινούργιο δίσκο, ήταν ακόμα καλύτερη. Ακόμα φυσικά είναι νωπά τα αποτελεσματα του Hot Rail για τους περισσότερους αλλά δεν φαίνεται αυτό να πτόησε κανένα. Το πρώτο single του καινούργιου δίσκου απέδειξε ότι είναι τελικά ένα πολύ μεγάλο τραγούδι. Χωρίς την Γαλλίδα Marriane Dissard δεν φάνηκε καθόλου να χάνει από την ηχογραφημένη version του. Και η συνέχεια σχεδόν ολόκληρη βγαλμένη από το The Black Light με τα “Gypsy’s Curse”, “Black Light” και “Stray” ήταν ότι ακριβώς έπρεπε για να κάνει 1400 άτομα περίπου να χοροπηδούν και να τραγουδάνε.
Δεν μπορούμε όμως αυτή τη φορά να μην δώσουμε συγχαρητήρια στο -πρωτοφανώς- ικανοποιητικό soundcheck που κατέληξε σε έναν υπέροχο ήχο τόσο για το support όσο και για τους Calexico, φυσικά. Όλα τα όργανα ακούγονταν τέλεια, καθαρά και με την ιδανικότερη ισχύ. Το έγχορδο που βρισκόταν στα δέξια της σκηνής, ήταν ένα επιτραπέζιο χαβανέζικο όργανο που ακουγόταν τόσο υπέροχα και αναλάφρα που στο δίσκο είσαι σίγουρος ότι είναι βιολί. Τα κρουστά είχαν την καλύτερη ακουστική από όλα ενώ το κόντραμπάσο ήταν εκεί που έπρεπε παρόν. Η κιθάρα του Burns ήταν στα καλύτερα της, μαζί με την φωνή του ιδίου που στις κραυγές και στις κορώνες ήταν πραγματικά απίστευτη. Όλοι οι μουσικοί διέπρεψαν διασκεδάζοντας αφάνταστα και μερικές φορές ίσως να παρεξενεύονταν από τα γούστα του κοινού. Τι εννοώ? Απλά, ότι είχε μέσα τις δύο τρομπέτες φαίνεται ερχόταν πιο κοντά στο βαλκανικό ένστικτο του Έλληνα και του ξυπνούσε τα τσιγγανο-bregovich-ικά συναισθήματα του, κάνοντας έτσι να χορεύει ακατάπαυστα. Όχι ότι αυτό με βρίσκει αντίθετο. Συμφωνώ και επαυξάνω.
Το κανονικό σετ τελείωσε στις 12 και 20 περίπου. Το encore φαινόταν απαραίτητο και αναπόφευκτο. Αυτό που μας επιφύλαγαν όμως δεν μπορώ να πω ότι το περίμενα με τίποτα. Το “Sundown, Sundown” ήταν μία επιλογή για διασκευή που δεν ήμουν έτοιμος να ακούσω. Για να μπείτε και στο νόημα όσοι είσασταν εκεί και δεν καταλάβατε περί τίνος πρόκειται, σας μαρτυρώ ότι το εν λόγω κομμάτι είναι μία σύνθεση του γίγαντα Lee Hazlewood στα 1968 που έκανε επιτυχία με την Nancy Sinatra. O Burns έκανε την Sinatra και ο τρομπετίστας/περκασσιονίστας τον Lee. To αποτέλεσμα ήταν πράγματικά φανταστικό. Σου δίνει μεγάλη ευτυχία να βλέπεις ότι μία σύγχρονη αγαπημένη μπάντα τιμά έναν μεγάλο καλλιτέχνη του παρελθόντος σε ένα σχετικά άγνωστο αλλά μεγάλο τραγούδι.
Το Trigger βέβαια που ακολούθησε και έκλεισε το encore ήταν ήδη πασίγνωστο και για ακόμα μία φορά ξύπνησε τους χορευτές μέσα μας. Το ότι όμως οι Calexico θα έβγαιναν και για δεύτερο encore δεν το περίμενα. Οι δύο περκασσιονίστες/τρομπετίστες μας τράβηξαν φωτογραφίες απαθανατίζοντας έτσι ίσως το μεγαλύτερο live κοινό στο οποίο να έχουν παίξει και μετά το τέλος των χειροκροτημάτων, ήρθε η σειρά του καταιγιστικού “Crystal Frontier”. Ο Joey είχε πάρει μία πόζα surf, α-λα Dick Dale και κοπανούσε την κιθάρα του ενώ οι υπόλοιποι το διασκέδαζαν με την καρδιά τους. Είναι περιττό να προσθέσω ότι και εμείς κάναμε ακριβώς το ίδιο.
Έχω την εντύπωση ότι κανείς δεν έφυγε δυσαρεστημένος από το Ρόδον. Ίσως να ήταν δυσαρεστημένος επειδή έφυγε ΑΠΟ το Ρόδον. Και αυτό γιατί ναι μεν η μουσική των Calexico είναι μουσική της ερήμου, αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει σώνει και καλά να αναπαραστήσουμε την ζέστη της ερήμου μέσα στον συναυλιακό χώρο. Ο κλιματισμός απεδείχθη πολύ λίγος και επιτέλους πρέπει αυτό το ρημάδι να κλείνει μέσα Μαίου. Αυτό όμως σε λίγο καιρό δεν θα το θυμάται κανείς. Θα θυμούνται την πανέμορφη παρουσία των Calexico, τους μαγευτικούς τους ήχους, το θαυμάσια groove τους και τον δυτικότατο δυναμισμό τους. Άντε και του χρόνου.