Δεν άνηκε στο σωρό των alt-rock πυροτεχνημάτων η παρουσία του Mike Edwards. O "mastermind" πίσω από το σχήμα των Eels, όπως έχουμε πει και στο παρελθόν αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση καλλιτέχνη. Πίσω από το freak παρουσιαστικό, το θλιμμένο, κατσούφικο ύφος, και τα οικογενειακά του δράματα (απώλειες φίλων και οικογενειακών μελών από αυτοκτονίες, καρδιακές προσβολές και καρκίνο), κρύβεται μια προσωπικότητα της αμερικανικής μουσικής με απαράμιλλο dark humor και αδιαμφισβήτητο μουσικό ταλέντο. Ενας καλλιτέχνης συμφιλιωμένος με τη μοίρα του, τις αρρώστιες, τις κηδείες, τους ψυχίατρους, τα ηρεμιστικά. Μιλά γι' αυτά και νομίζεις ότι σε δουλεύει. Δείχνει ότι τα ξεπέρασε και σου χαμογελά, αλλά κατά βάθος, μάλλον παίζει με τον εαυτό του και τις αντοχές του. Ξεφεύγει για λίγο για να δει και την άλλη πλευρά. Και ουδείς φυσικά αμφισβητεί την ικανότητά του να ντύνει το ιδιότυπο αυτό concept ζωής με αξιομνημόνευτες μελωδίες, αγγελικά πλήκτρα, samples και λούπες, με τα όργανα να συμπράττουν στον κατάλληλο βαθμό και έκταση και την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του να συνοδεύει.
Είχα μεγάλη περιέργεια για την εν λόγω εμφάνιση. Εχοντας ακούσει διάφορα από τον Ηλία Πυκνάδα, ο οποίος είχε δει τη μπάντα από το L.A. και στο παρελθόν, έχοντας παρακολουθήσει με ενδιαφέρον αυτή τη "στροφή" όπως τη χαρακτήρισε ο μουσικός τύπος στο σύνολό του, αλλά και με τις ανωτέρω σκέψεις και το ιδιαίτερο του τελετετουργικού της συγκεκριμένης εμφάνισης (η οποία ήταν "καθιστική"), κατευθυνθήκαμε με αγωνία μαζί με τον Τάκη Θανόπουλο προς το χώρο της συναυλίας, εξοπλισμένοι με το ποτάκι μας και όλα τα συν αυτώ συμπράγαλα.
Η πρώτη εντύπωση ενός χώρου στον οποίο έχουμε βρεθεί πάμπολλες φορές μέσα (και διάφορες άλλες απέξω: Παπακωνσταντίνου, Πυξ Λαξ), είχε να κάνει με τη διαφορετική του όψη, η οποία μάλλον μου θύμιζε τις καλοκαιρινές συναυλίες Ελλήνων καλλιτεχνών σε γήπεδα και γυμνάσια της επαρχίας. Ο μεγάλος χώρος του Manchester Academy, ήταν γεμάτος με καθίσματα, και ο κόσμος πολύ πιο mainstream απ'ότι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις εμφανίσεις που πραγματοποιούνται εκεί. Κάθε λογής γούστο, εμφάνιση και ηλικία, είχαν στριμωχτεί στις καρέκλες του Academy για να απολαύσουν μια κατά βάσιν ακουστική συναυλία. Καθόλου άσχημο, θα πρέπει να σημειώσω - καλύτερα εκεί, παρά στα πολλά ισοπεδωτικά mainstream bar της πόλης. Ο χώρος σχεδόν γεμάτος (sold out επίσημα), αλλά με αρκετή άνεση στα άκρα όπου δεν υπήρχαν καρέκλες, και όλα ήταν σχεδόν έτοιμα για την έναρξη, με κάποια checkin' της τελευταίας στιγμής. Να σημειώσω εδώ ότι δεν προλάβαμε το support.
Λίγο αργότερα στη σκηνή βρισκόταν μια συμπαθητική γυναικεία φιγούρα, η οποία δεν ήταν άλλη από την γνωστή και μη εξαιρεταία Lisa Germano, φίλη του group και με συμμετοχη στο δεύτερό του album. Εντούτοις, εκείνη την ώρα, ούτε κατά διάνοια δεν πήγε το μυαλό μας εκεί, και αν δεν παρεμβάλλετο και η παρουσίαση της από τον E, εμείς (για να είμαστε ειλικρινείς) θα μέναμε με την εντύπωση της ταλαντούχου συνοδού στα φωνητικά και στα όργανα, τα οποία και άλλαζε διαρκώς. Ούτε η οπτική μας βοηθούσε, ούτε και η φαντασία μας. Από τις πρώτες νότες, βέβαια, του "Grace Kelly Blues" έγινε αντιληπτό το concept της εμφάνισης, το οποίο δεν ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που περιμέναμε. Μια σκηνή γεμάτη ακουστικά όργανα, εξαιρετικά ταλαντούχοι μουσικοί (πραγματικά ένας κι ένας) κι ένας E στη μέση, να ερμηνεύει με τη γνωστή βραχνάδα (ή να το γυρνάει στο falsetto του) και να συνοδεύει πολλές φορές με το piano του, με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Οι λούπες είχαν αντικατασταθεί από τα drums, τα samples είχαν πάει περίπατο και οι συνθετικές αρμονίες διεκδικούσαν τον πρώτο ρόλο. Pop κατά βαση συνθέσεις, με jazz καταβολές και ατμοσφαιρικές εστίες, αλλά και τα κουσούρια της "alternative" σκηνής του πρώτου μισού των 90s. Αυτή είναι και άλλωστε η μουσική των Eels, μόνο που εδώ το έντονο Beckικό στοιχείο κάποιων τραγουδιών, οι δειγματοληπτικές πινελιές και οι παρεμβάσεις είχαν δώσει τη θέση τους σε μια πιο φυσική και αρκετά γοητευτική θεώρησή τους.
Το set της παρέας του E βασίστηκε κυρίως στην τελευταία δουλειά, την οποία την έπαιξαν σχεδόν εξ'όλοκλήρου. Ξεκινώντας από το "Grace Kelly Blues" και συνεχίζοντας με το "Packing blankets", έκαναν ένα μικρό διάλειμμα με το "My Beloved Monster" και το ακουστικό, alt-country "Ant Farm" από το πρώτο album, αλλά και το "Fucker", ένα b-side στο μεγα hit-single "Novocaine for the Soul", προτού επιστρέψουν ξανά στα κομμάτια του τελευταίου: Στο "It's a motherfucker", το "Jeannie's Diary" με το uptempo ρυθμικό πιάνο, το Beck-ικό "I Like Birds", και τα "Daisies of the Galaxy", "The sound of Fear" και "Tiger in my tank". Σύντομο διάλειμμα με το "Climbing To The Moon" από το δεύτερο album και συνέχεια και πάλι από το νέο πόνημά τους, με το "παιδικό" ξυλόφωνο του "Flyswatter" και φυσικά με το highlight της συναυλίας, το νέο τους single, "Mr E's Beautiful Blues", όπου καρέκλες και καθισμένα σώματα κουνιόντουσαν ρυθμικά και τραγουδούσαν και πενηντάρηδες δίπλα μας ξεσπάθωναν στο ηλιόλουστο groove του "God-damn right, it's a beautiful day!"... Το κανονικό set τελείωσε με το "Suzan's House" από το πρώτο album σε οπωσδήποτε διαφορετική έκδοση από αυτή με τα drum machines της studio έκδοσης. Πιο ζωντανή, πιο ξεσηκωτική, με το πανέμορφο πιανάκι του E, αλλά και με ακόμα φανερές τις Beck καταβολές της.
Και έπειτα η διαδικασία των encore με την highlight στιγμή του "Novocaine For the Soul", μια αναπάντεχη (αλλά ευχάριστη) διασκευή στο "Can't Help Falling In Love With You" και το κλείσιμο του πρωτου "πακέτου" με τη "ρούμπα" του "Hospital Food" από το δεύτερο album του, βγαλμένη από την Swordfish περίοδο του Tom Waits. Κι όμως, το σετ δεν είχε τέλος, καθώς είχαμε και δεύτερο "πακέτο"-encore. "A Daisy Through Concrete" και το ιδανικό κομμάτι για το κλείσιμο album ή ζωντανών εμφανίσεων "P.S. You Rock My World". Kι ενώ τα φώτα είχαν ανάψει και ο κόσμος έφευγε, οι Eels έκαναν την έκπληξη και ξαναβγήκαν, προκαλώντας - προσκαλώντας πλέον όλο τον κόσμο να πατήσει στις καρέκλες ή να βρεθεί κοντά τους, χορεύοντας. Η Lisa Germano χαμογελούσε με νόημα ή ικανοποίηση (αποθεώθηκε στην παρουσίασή της), ο Ε έμοιαζε με τον πιο φιλικό alien που θα μπορούσαμε να φανταστούμε, όσο η υπόλοιπη μπάντα έκανε μετάνοιες. Κάπου εκεί έλαβε τέλος και το μικρό, παραμυθάκι για μας, αλήθεια και τρόπος ζωής για τον Ε. Το περίεργο contrast των σκοτεινών στίχων και χαρούμενων tunes, ο συνδυασμός παράξενου και υπέροχου, σαρκασμού, κυνισμού αλλά και οπτιμισμού στο τέλος. Mια μελαγχολική pop που δεν ανακαλύπτει τον τροχό, αλλά είναι καλοφτιαγμένη και προσεγμένη - σχεδόν τελοιοποιημένη - και εκλεκτιστική στη ζωντανή της απόδοση…