Η 35ετής καριέρα των Rotting Christ δεν μπορεί να χωρέσει σε ένα βράδυ, όμως η 29η Ιουνίου θα αποτελέσει ημερομηνία ορόσημο και για την μπάντα αλλά και για πολυάριθμους φίλους της. Το στοίχημα του Λυκαβηττού κερδήθηκε κατά κράτος, σε μια ιστορική συναυλιακή στιγμή, που έρχεται σε μια περίοδο που η μπάντα δέχεται (δικαιολογημένη) κριτική για την συνθετική της κάμψη. Πάνω στο σανίδι, οι Christ δεν αστειεύονται και η βραδιά αυτή θα αποτελεί μια απόλυτα επιτυχημένη σύνοψη της πορείας τους, τόσο στα μουσικά χαρακτηριστικά της όσο και στο μείγμα του κοινού.
Σε μια νέα διοργάνωση (Rockwave Nights) που ουσιαστικά μεταφέρθηκε από την Μαλακάσα στον Λυκαβηττό, όλα κύλησαν ιδανικά και παρά τους δυνατούς ανέμους που είχε η μέρα, δεν φάνηκε να επηρεάζονται σημαντικά ούτε οι εγκαταστάσεις (δεν υπήρξε backdrop) ούτε κυρίως ο ήχος (κάτι που φοβόμουν, πριν την έναρξη του live). Καθόλη την διάρκεια του show, ο ήχος παρέμεινε δυνατός και στους Rotting Christ θα μπορούσα να πω, μέχρι και κρυστάλλινος.
Οι Varathron, συνοδοιπόροι των Rotting Christ, στην δημιουργία και εμπέδωση του όρου «Greek Black Metal» προσπάθησαν να ζεστάνουν το κοινό και ίσως είχαν την πιο εύκολη δουλειά της καριέρας τους, αφού το κοινό που παρέμεινε στις πρώτες σειρές της μικρής χωμάτινης αρένας του Λυκαβηττού, είχε έρθει για να περάσει καλά. Τα mosh pit ξεκίνησαν νωρίς (αν θυμάμαι καλά, το πρώτο άνοιξε στο "Cassiopeia's Ode") και συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος της σύντομης εμφάνισης τους. Προσωπικό highlight το "Son of the Moon", το οποίο με την thrash ορμή του, σήκωσε και την πρώτη σκόνη της μέρας. Η μπάντα είναι δεμένη, μια λογική κατάσταση αφού ίσως διανύουμε τα χρόνια που η μπάντα είναι πιο ενεργή από ποτέ, ενώ ο Necroabyssious με κέφι όργωσε την σκηνή, ως τίμιος εργάτης του black metal. Συνολικά ήταν μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση, που σίγουρα εκτιμήθηκε από τους παλαιούς φίλους του ελληνικού black metal, που κατά την ταπεινή μου γνώμη ήταν λίγοι, ανάμεσα στο κοινό.
Οι Rotting Christ έχουν υπερβεί ως όνομα, του ήχου που οι ίδιοι μαζί με τους Varathron, Necromantia, Thou Art Lord, Agatus, Zemial και διάφορους άλλους, κατέγραψαν στην ιστορία της μουσικής, ως την ελληνική εκδοχή του black metal. Οι Rotting Christ και το ανήσυχο πνεύμα του Σάκη, έχουν κάνει πολλές αλλαγές στον ήχο του group, άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη επιτυχία, το μόνο σίγουρο είναι πως μέχρι τα τελευταία αρκετά χρόνια, κανείς δεν τους είχε κατακρίνει για συνθετική ή δημιουργική «οκνηρία». Μέσα σε παραπάνω από δυόμιση ώρες, παρέλασαν από μπροστά μας, όλες οι δημιουργικές φάσεις των Christ και όσοι βρισκόμαστε δίπλα στην μπάντα, χωρίς τυφλό οπαδισμό, χαρήκαμε με την ορμή των "Grandis Spiritus Diavolos" ή "Fire, God and Fear" ή "In Yumen-Xibalba", μιας και η πλειοψηφία του κοινού διασκεδάζει σε ακραίο βαθμό, παρά την προφανή ομοιότητα των μουσικών χαρακτηριστικών που διαθέτουν.
Η θρυλική μπάντα των αδερφών Τόλη επέλεξε παραπάνω από 25 τραγούδια, σε ένα απόλυτο setlist, που διατήρησε απόλυτο σεβασμό στις διάφορες φάσεις της καριέρας τους, ξεκινώντας από το πρώτο EP (ακούσαμε το "The Forest of N'Gai" από το Passage to Arcturo) μέχρι τον φετινό δίσκο τους Pro Xristou (ακούσαμε το μελωδικό "Like Father, Like Son", το οποίο ο Σάκης αφιέρωσε στους πατεράδες που είχαν φέρει τα παιδιά τους στην συναυλία). Η φωνή του Σάκη παρέμεινε τέλεια μέχρι το τέλος, σε μια πρωτοφανή απόδοση, που γεμίζει με ελπίδες τους φίλους του group πως θα γιορτάσουν πολλές ακόμα πενταετίες of evil existence.
Καπνογόνα και mosh pits άναψαν πολλά, αυτό που έγινε στο "Societas Satanas", όμως δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Ο στενός χώρος δεν ενδείκνυται για οργανωμένο ξύλο, όμως φαίνεται πως οι πολυάριθμοι φίλοι των Christ, πλέον είναι καλοκουρδισμένη μηχανή και σε δευτερόλεπτα άνοιξαν ένα πελώριο pit, όπου κράτησε για όλη την διάρκεια του κομματιού. Είναι από αυτές τις φορές που το κοινό κερδίζει τις εντυπώσεις, έναντι της μπάντας. Οι εντυπώσεις κερδήθηκαν και όταν μερίδα του κοινού φώναξε «Λευτεριά στην Παλαιστίνη», ενώ δευτερόλεπτα πριν ο Σάκης αναγνώρισε την σημαία της Παλαιστίνης να κυματίζει ανάμεσα στο πλήθος και δέχτηκε ένα θερμότατο χειροκρότημα.
Επίσης πολύ χάρηκα που άκουσα μετά από καιρό, τα τραγούδια από μια παραγνωρισμένη εποχή της καριέρας των Christ (αναφέρομαι στην αλληλουχία "A Dead Poem", "Sleep of the Angels", "Khronos", "Genesis"), με τα "After Dark I Feel", "Among Two Storms", "Sorrowfull Farewell" και "Under the Name of Legion" να θυμίζουν σε μένα και σε όσους έχουν εκτιμήσει αυτή την περίοδο, πως καλά τα επαναλαμβανόμενα mid tempo war metal riffs αλλά συνήθως οι μελωδίες ανάμεσα σε λυσσασμένα blast beat σε βάζουν βαθιά στις συνειδήσεις των ακροατών.
Σε παρόμοιες διαπιστώσεις με οδήγησε η back to back ακρόαση των "King of a Stellar War", "Shadows Follow" και "Archon" για το ποιος είναι ο καλύτερος, ο σημαντικότερος RC δίσκος. Το "Triarchy of the Lost Lovers" περιλαμβάνει τα περισσότερα στοιχεία από όλες τις φάσεις που έχει περάσει η μπάντα και το κοινό σε καθολικό βαθμό, φαίνεται να το αναγνωρίζει. Νέοι και παλιοί οπαδοί, ένωσαν τις γροθιές τους, κραυγάζοντας στον αθηναϊκό ουρανό τους εναρκτήριους στίχους “The king of the inner dominion, The circle of the lost lovers”. Και όλα τα υπόλοιπα που συνέβησαν στο υπόλοιπο της βραδιάς (λέγε με Non Serviam) έχουν μικρό νόημα, όταν η πραγματική μουσική καταφέρνει να μειώσει χάσματα που πλέον στην σύγχρονη εποχή φαντάζουν αγεφύρωτα.