Όταν το 1994 οι Τρύπες ηχογραφούσαν ζωντανά στο Ρόδον το άλμπουμ Κράτα το Σόου, Μαϊμού, τούτη η συντάκτρια δεν είχε ακόμη βρει την έξοδο κινδύνου προς αυτό τον κόσμο. Εκείνος ο πέμπτος δίσκος του Γιάννη Αγγελάκα και της (συγκλονιστικής) παρέας του περιλάμβανε 21 κομμάτια, όλα ήδη πολύ αγαπημένα στους εναλλακτικούς και ροκ εγχώριους κύκλους, καθιστώντας τις Τρύπες, που μετρούσαν κιόλας ήδη δέκα χρόνια ζωής, ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα της γενιάς τους.
Ξεκινάω έτσι, αυτοαναφορικά, ως τριανταρίζουσα –πλέον- millennial, να γράψω για τη διήμερη γιορτή του κυρίου Αγγελάκα, που πραγματοποιήθηκε στο ισόγειο του Gazarte την Πέμπτη 11 και την Παρασκευή 12 Απριλίου. Του Γιάννη, όπως τον αποκάλεσαν οι φίλοι κάτω από τη σκηνή, εκείνη την Πέμπτη. Βέβαια, ίσως μου πεις πως καθόλου δεν σε αφορά η σχέση μου με τις Τρύπες και η εμμονή μου με την σύγχρονη ελληνική indie, όμως σκέψου αυτό: εσύ, τι (θα) έφερνες μαζί σου εκείνο το βράδυ; Εγώ έφερνα μαζί μου ενθουσιασμό, αδημονία, και ειλικρινή περίεργεια για το εάν θα «πετύχαινε» το πείραμα του Γιάννη Αγγελάκα, που με αυτή τη διοργάνωση επεδίωκε να προτείνει νέους καλλιτέχνες στο κοινό, τραγουδώντας μαζί τους. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά στήνοντας ένα event προσβάσιμο σε άτομα με δυσκολία στις μετακινήσεις, με κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, αλλά και υπέρτιτλους C-CAPS του ακουστικού καναλιού επικοινωνίας για πρόσβαση στον ήχο, σε συνεργασία με ATLAS E.P.
Την βραδιά άνοιξαν οι Turboflow3000 με full band, αποτελούμενο από δύο κιθάρες, μπάσο, τύμπανα και synths, σε μια καταιγιστική εμφάνιση, με beats,ρίμες, επιρροές από τους Rage Against the Machine και την χιπ χοπ σκηνή. Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του κομματιού «Πυροτεχνήματα», που τους έβαλε στο ραντάρ μας, το σχήμα φαίνεται να έχει αποκτήσει ήδη αρκετή εμπειρία για να είναι σε θέση να μας παρουσιάσει ένα συμπαγές σετ, γεμάτο ενέργεια και ένταση. Από το εναρκτήριο του άλμπουμ ΟΥΦΟ «Turbonation 5.0», στα λιγάκι παλιότερα «Σε όλα ναι» και “Yellowman”, στο αγαπημένο του κοινού «Η γάτα κεραυνός» και την φανταστική Sci-Fi River επί σκηνής για το «Κάντο να μοιάζει με τέχνη», το κοινό χόρεψε και τραγούδησε (χωρίς να λείπουν, βέβαια, οι σχεδόν απαραίτητες πλέον σε κάθε συναυλία έντονες συζητήσεις στο πίσω μέρος). Οι υπέρτιτλοι έγραψαν «δυναμικές ηλεκτρονικές συγχορδίες», «σκοτεινή κατάληξη», «εύθυμο ηλεκτρονικό μοτίβο πλήκτρων» και οι Turboflow 3000 μας χαιρέτησαν λέγοντας εμφατικά πως «δεν θέλουμε θλιμμένους στη γιορτή μας».
Ακολούθησε η Sophie Lies, κατά κόσμον Μαρία Σαχπασίδη, μαζί με τους Στέφανο Μουρούτσο (ηλεκτρική κιθάρα), Ορέστη Πετράκη (πλήκτρα), Αλέξανδρο Λαδιάνο (μπάσο) και Κώστα Ζάμπο στα τύμπανα. «Μοναχικά αρπίσματα κιθάρας» και «μπάσοι βηματισμοί», φωτισμός που μας έφερε κάτω από το νερό, και η εύθραυστη μα ταυτόχρονα δυναμική ποιότητα της Sophie Lies, που την αναδεικνύουν σε μία από της πιο ταλαντούχες τραγουδοποιούς της γενιάς της, δημιούργησαν συναισθηματική φόρτιση στο κοινό, το οποίο όμως ακολουθούσε κατά γράμμα τους στίχους των τραγουδιών. Αξιοσημείωτη και η δυναμική της μπάντας της, με τον Στέφανο Μαρούτσο να ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα με τα φωνητικά του, τον Ορέστη Πετράκη να τραβά τα βλέμματα στα ηλεκτρονικά μέρη των κομματιών, και τον Αλέξανδρο Λαδιάνο να παρασύρεται σε ένα ρυθμικό νανούρισμα του μπάσου. Η πιο συγκινητική, βέβαια, στιγμή, ήταν αυτή που ο Γιάννης Αγγελάκας τραγούδησε μαζί με την Sophie Lies τον «Αέρα» που έγινε θύελλα μέσα από την ερμηνεία του οικοδεσπότη της βραδιάς.
Η δε εμφάνιση της Sophie Lies ήταν μάλλον το πιο πετυχημένο πάντρεμα των δύο κόσμων – τη γενιά του Αγγελάκα και του κόσμου των σχεδόν τριάντα, με μία έντεχνη αισθητική αλλά απόλυτα τωρινούς προβληματισμούς που «αντλούν από την Μπάτλερ και το πιο βαθύ υπόγειο», που με απλότητα αλλά πείσμα δημιουργεί και εκφράζεται.
Τη βραδιά έκλεισε το Παιδί Τραύμα, σε ένα εκτεταμένο, περισσότερο ποπ σε σχέση με τα προηγούμενα, σετ. Απλωμένες μελωδίες και «επίμονα ρυθμικά πιατίνια», εξαιρετικές performance από τους μουσικούς που πλαισίωναν τον Τάσο Καρτέρη (Αιμιλία Παπαθεοχάρη, Κώστας Γρούντας, Δημήτρης Γρηγοριάδης, Διονύσης Μόρφης), χορός, απλές λέξεις, λιγάκι επώδυνες, οι σύγχρονες σχέσεις και το κοινό που έδειξε πραγματικά να διασκεδάζει, οδήγησαν στην κορύφωση της βραδιάς. Οι όποιες ενστάσεις έδειξαν να καταρρίπτονται, δε, όταν ο Γιάννης Αγγελάκας ανέβηκε για δεύτερη φορά στη σκηνή, για να ερμηνεύσει μαζί με το Παιδί Τραύμα τη «Δικαιοσύνη» του, τη «Νερατζιά» και το «Ακαταλαβίστικο» του αθηναϊκού σχήματος, δίνοντας τους μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σκληρή, μεστή αίσθηση που τους ταίριαξε πολύ. Λίγο σκληρότερο και το «Πάτσι», που ερμήνευσαν ο Αγγελάκας, το Παιδί Τραύμα και η Sophie Lies, γρατζουνώντας την καρδιά μας που είχαμε ήδη αφήσει ανοιχτή – τόσο με τις φωνές όσο και την εκπληκτικό Διονύση Μόρφη και την κιθάρα του.
Κι ενώ η σκηνή είχε ήδη γεμίσει με ανθρώπους και συναισθήματα, όλοι οι καλλιτέχνες βρέθηκαν για μία τελευταία φορά μαζί, για το αποχαιρετιστήριο «Θ’ ανατέλλω».
Λίγο πριν το τέλος, όπως συνηθίζω, είχα μετακινηθεί στη γαλαρία, παρατηρώντας το πλήθος. Φέρνοντας μαζί μου αυτή τη millennial ανησυχία, σκεφτόμουν τη γενιά του Αγγελάκα, αυτή που μας έφτασε εδώ. Μια γενιά που, από απόσταση κοιτάζοντας την, δημιούργησε όλα τα δεινά της παρούσας καθημερινότητάς μας, με την αφέλεια του εφήμερου της. Με το ροκ και τα μπουζούκια, με τα σπασμένα πιάτα και τα σπασμένα γόνατα. Από την άλλη, μας έφερε και σε αυτό το εδώ, σε αναπολογητικές μουσικές εκφράσεις, στην ποίηση του δρόμου, σε τραγούδια-βρώμικους καθρέφτες μέσα από τους οποίους γυαλίζουν τα λαμπερά μας πρόσωπα. Η γενιά του Αγγελάκα, μερικά βήματα δίπλα μου σχολίαζε με περίσσια απαξίωση πως «τέτοιους στίχους» θα μπορούσε να γράψει μεταξύ Σαββατιάτικου θεάτρου και Κυριακάτικου γηπέδου, για να γίνει όμως λίγες στιγμές μετά ένα με τους τριάντα παρά κάτι και τραγουδήσει μαζί τους
«Θα καταστρέφω με τραγούδια της ψυχής σου το μπουρδέλο
Θα ανατέλλω…»
Είναι μία νέα ανατολή, ή η συνεχής ανάγκη της εκάστοτε γενιάς να βρει τη φωνή της, να τα πει όπως τα αισθάνεται και τα καταλαβαίνει, με τσαμπουκά όπως οι Turboflow 3000, με τρυφερότητα όπως η Sophie Lies, με αυτοσαρκασμό όπως το Παιδί Τραύμα; Είναι ένα ξημέρωμα που πάντοτε θα έρχεται, σε αντίσταση του σκοταδιού των καιρών; Σίγουρα, εκείνο το βράδυ της Πέμπτης, ήταν μια ανάσα, και οπωσδήποτε μια σημαντική πρωτοβουλία, που μας άφησε με μια αίσθηση ελπίδας για τα μουσικά τεκτενόμενα της χώρας.