Δεν είναι σχήμα λόγου ο χαρακτηρισμός «αεικίνητος» που θα διαβάσετε με βεβαιότητα, σε κάθε κείμενο, άρθρο ή εισαγωγικό συνέντευξης, σχετικά με τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ο ίδιος βέβαια θα αποκρινόταν πως η τεμπελιά παραμένει αδυναμία του (όπως είχε δηλώσει στο ¨Κουνούπι¨ τη σχολική εφημερίδα του 1ου Δημοτικού Σχολείου Νέου Ψυχικού), μα και πως πριν από τις συναυλίες του, εξακολουθεί να έχει το ίδιο τρακ όπως όταν πρωτοξεκινούσε. Χωρίς αμφιβολία, αν δει κανείς προσεκτικά το πλήθος και το εύρος των εμφανίσεών του μέσα στα χρόνια, η δραστηριότητα του Ξαρχάκου, τα πεδία που επιχειρεί πάνω στην εργογραφία του (και όχι μόνο) ώστε να τον ανακαλύψουν κι οι νέοι θεατές, είναι πάντοτε δυναμικά και πολυποίκιλα. Αισχύλεια, Sani festival, Αρχαία Ελεύθερνα, Φεστιβάλ Αθηνών, Μονή Λαζαριστών, η συναυλία του ΚΚΕ, και το «Ρεμπέτικο» - ένα ιστορικό έργο της ελληνικής δισκογραφίας- στο Ηρώδειο (που ευτυχώς θα επαναληφθεί), είναι μονάχα μερικοί σταθμοί του μεγαλύτερου εν ζωή Έλληνα συνθέτη, πριν από την επιστροφή του στο Λυκαβηττό.
Στο θέατρο, που επέστρεψε μετά από 45 χρόνια, όταν το καλοκαίρι του 1978 είχε δώσει έντεκα συναυλίες, με αφορμή τις θερινές εκδηλώσεις του ΕΟΤ. Την Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023, και 15 χρόνια μετά από το πρώτο κλείσιμο του θεάτρου, οι Ελευθερία Αρβανιτάκη, Μανώλης Μητσιάς, Ηρώ Σαϊα, και Ζαχαρίας Καρούνης, μαζί με τους μουσικούς Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Βασίλης Δρογκάρης (ακορντεόν), Ηρακλής Ζάκκας (μπουζούκι), Δημήτρης Ρέππας (μπουζούκι), Γιώργος Παππάς (νυκτά έγχορδα), Νίκος Ξύδης (κιθάρες), Βαγγέλης Πασχαλίδης (σαντούρι), Γιάννης Δίσκος (πνευστά), Στέφανος Χατζηαναγνώστου (φλάουτο), Δημήτρης Καζάνης (βιολί), Χάρης Κελλάρης (ηλεκτρικό μπάσο), Τάκης Βασιλείου (ντραμς, κρουστά), και τον ίδιο το μαέστρο, βρέθηκαν εκεί, στα πλαίσια της πρώτης συναυλίας που σηματοδοτεί τη νέα ζωή του Λυκαβηττού.
Ο χώρος ανακατασκευάστηκε και επαναλειτουργεί, με έναν τρόπο που η νέα μεταλλική κατασκευή, οι ξύλινοι πάγκοι 3.950 θέσεων και συνολικά το έργο της αναστήλωσης διατήρησε την αρχική όψη του σχεδίου του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, όπως την πρωτοσχεδίασε το 1965. Εφεξής, έως 6.000 θεατές (όρθιοι και καθήμενοι) χωρούν στο πραγματικά όμορφο πια θέατρο του λόφου της Αθήνας, οπότε εδώ είμαστε, κοινό, δημοτική αρχή και διοργανωτές, ώστε να μην πισωγυρίσουμε. Το πρώτο sold out ήταν γεγονός (με τα έσοδα να πηγαίνουν στους πληγέντες της Θεσσαλίας), με τις κερκίδες γεμάτες και τον χώρο μπροστά από τη σκηνή αντιστοίχως με θέσεις καθήμενων, λογικά ως συνθήκη λόγω των εγκαινίων. Επ’ αφορμής της συναυλίας, το αρχείο της ΕΡΤ, ανάρτησε την πρώτη βραδιά του πρώτου κύκλου («Ξαρχάκος 1963-1978»), της 24ης Αυγούστου του 1978.
Ο Γιώργος Παπαστεφάνου στην τηλεοπτική μετάδοση, ο Αλέξης Κωστάλας στο ρόλο του παρουσιαστή και ο Μητσιάς με εναρκτήριο την «Άπονη Ζωή», συνδετικός κρίκος με το σήμερα. Τότε η ορχήστρα βρισκόταν στις σημερινές θέσεις των επίσημων προσκεκλημένων, τα λόγια του Λευτέρη Παπαδόπουλου πιθανότατα αντηχούσαν διαφορετικά στα στόματα εκείνου του πλήθους, μα ο μαέστρος, στη θέση του, όπως και σήμερα. (τα παρατράγουδα δεν έλειπαν και εκείνη την εποχή. Γύρω στο 19ο λεπτό του βίντεο, θα ακούσετε το πλήθος να φωνάζει «αίσχος» για τους αργοπορημένους θεατές, και τον Ξαρχάκο φανερά εκνευρισμένο με την ανακατωσούρα.)
«Μάνα Μου Ελλάς», «Άσπρη Μέρα Και Για Μας», «Να Με Θυμάσαι», «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Για Χατίρι σου», «Προσκύνημα», «Νυν και Αεί», «Τα Τρένα Που Φύγανε», «Ένα Πρωινό», «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή», «Το Δίχτυ», «Έβαλε Ο Θεός Σημάδι», «Μπουρνοβαλιά», «Ο Μαύρος Ήλιος», «Ένα Μεσημέρι», «Στου Θωμά», «Καίγομαι-Καίγομαι», «Άπονη Ζωή», κι έπειτα encore με «Όνειρο Δεμένο», «Μάτια Βουρκωμένα» και «Υπομονή», και εκ νέου επιστροφή και φινάλε, με «Ήτανε Μια Φορά». Ο Ξαρχάκος διευθύνει, η ορχήστρα συντάσσεται στο σχέδιο, οι ενορχηστρώσεις και οι ερμηνευτές υπηρετούν τα κείμενα.
Δε θα γενικολογήσουμε, υποκύπτοντας σε δελτιοτυπικούς εξωραϊσμούς. Οι ενορχηστρώσεις φανέρωναν πως η παράσταση της Παρασκευής δε στήθηκε στον διεκπεραιωτικό αυτόματο, μιας και αρκετοί από τους μουσικούς έχουν τρέξει χιλιόμετρα στο πλάι του. Οι ερμηνευτές, με τα πάνω και τα κάτω, τις εξάρσεις και τα στραβοπατήματα, το δίχως άλλο, κοιτούσαν στα μάτια τον Ξαρχάκο. Η Σαϊα επεδίωξε την ένταση και το νεύρο, η Αρβανιτάκη υπέταξε την εκφορά της, ο Καρούνης ξεχώρισε με την ψαλτική ορμή του και ο αειθαλής τρόπος του Μητσιά «κούμπωσε» φυσικά.
Στην τελευταία συνέντευξη τού Ξαρχάκου, που δημοσιεύτηκε στο «Κ» της Καθημερινής, στην ερώτηση για το αν πιστεύει ότι υπάρχει κάτι που δεν κατάλαβε ποτέ κανείς από την τέχνη του, αποκρίθηκε «Κάτι ξέρουν όσοι έρχονται ακόμα στις συναυλίες μου. Δεν έρχονται μόνο επειδή κουνάω τα χέρια μου. Έτσι δεν είναι; Νομίζω έρχονται γιατί κάτι αισθάνονται. Ίσως να νιώθουν ότι θα πάρουν «κάτι» μαζί τους φεύγοντας. Εγώ αυτό το «κάτι» το ονομάζω τέχνη. Είναι ευχής έργο να μπορείς να το προσφέρεις αυτό.».
Σε μια βραδιά, που η ιστορικότητά της ήταν εξασφαλισμένη a priori, η συναυλία του Ξαρχάκου μπορεί να λογιστεί ως ένα μέρος των κύκλων, που μπορεί κανείς να πάρει αυτό το «κάτι», όπως σ’ εκείνη τη σειρά συναυλιών τού 1978. Κι αν τότε γιόρταζε με πάθος τα 15 χρόνια δράσης του, σε μίαν άλλη Ελλάδα, το βράδυ της Παρασκευής και για λίγο περισσότερο από δυόμιση ώρες, η συγκινητικά εναργής δοτικότητα τού συνθέτη με βεβαιότητα βρήκε στόχο στο νου και την ψυχή της κερκίδας.