Το αγόρι που χτυπάει την πόρτα και σου λέει «εγώ», «θυμάσαι;», «βλέπεις», «νιώθεις», «είναι πάλι όλα εδώ». Χωρίς συναισθηματισμούς και φιοριτούρες, δυο live για τον άνθρωπο, τον σκύλο, τον φίλο, την γάτα, τους γονείς, τον έρωτα, το τέλος, με τον τρόπο του Αλέξανδρου Βούλγαρη που φέρνει πάντα χαμόγελο, φωνή, δάκρυ, σιωπή.

Δυο μέρες κατάμεστο Ρομάντσο και ζέστη και κάπνα και συναισθήματα που έρχονται  και πάνε, και μια εβδομάδα μετά, αχ.

Νέοι, μεγάλοι, όλοι εκεί, από νωρίς σε μια ουρά που έβλεπες από την αρχή της Αναξαγόρα και στο background «Κρουαζιέρα θα σε πάω…» κι ο Αλέξανδρος Βούλγαρης -τουλάχιστον την πρώτη μέρα- κι ο Γιώτης Παρασκευαϊδης έξω μαζί, πριν από έναν μαραθώνιο σχεδόν τεσσάρων ωρών με τον Boy να παίρνει ανάσα και να βουτά σε ένα σμήνος εκτελέσεων χωρίς τελείες -άντε κάνα κόμμα και αν-.

Πλήκτρα, τύμπανα, νέα τραγούδια, παλιά τραγούδια, διασκευές, τα γνωστά «τικ» -σήκωμα γυαλιών και γέρσιμο κεφαλιού στο πλάι- και χαρτιά πολλά.

Το Ρομάντσο για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να εξηγήσω ταιριάζει στον Αλέξανδρο. Ο Boy εξάλλου δεν χρειάζεται και πολλά. Ένα κόκκινο φόντο ή απλώς ένα κόκκινο φως και βέβαια τον Γιώτη Παρασκευαϊδη που τον κάνει να ακούγεται όπως πρέπει ακριβώς. Ένα setlist που δεν θα μπορούσε να αφήσει κανέναν παραπονεμένο, μείξη και μείγμα σχεδόν από όλα τα άλμπουμ του και βέβαια άρνηση τέλους και encore που φαίνεται να απολαμβάνει και ο ίδιος σαν ποτέ να μην κουράζεται από αυτό το ανακάτεμα έρωτα, φωτιάς, αγκαλιάς, πολέμου.

Το αγόρι που έγινε άνδρας και παραμένει παιδί ανδρώθηκε στα Εξάρχεια του Γρηγορόπουλου και την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και σαν να γλύκανε κάπως και να έπιασε όλες τις λέξεις-κλειδιά της ενήλικης -συνειδητοποιημένης- ζωής, αλλά πάντα αγριεμένος θα τραγουδά, χτυπώντας ένα πιατίνι, την αδικία και τον αγώνα γιατί είναι άνθρωπος αυτός.

Στο πρώτο μέρος γλυκά -χωρίς μπότα και τύμπανα-και στο δεύτερο πιο δυνατά είπε αυτά που λέει κάθε φορά, σαν να τα λέει πρώτη φορά, λέξεις που λες διαλέγει από κουτιά με τίτλους «μυρωδιές», «μέρη του σώματος», «γειτονιές», «Αθήνα», «πρόσωπα», «ζώα», «πράγματα», «φυτά», «φαγητά», «επαγγέλματα», «χρώματα».

Τα live του Αλέξανδρου πάντα βρέχουν συναισθήματα και ομπρέλα δεν θες, μόνο ένα μαξιλάρι μετά να ακουμπήσεις τις σκέψεις σου που ήταν κρυμμένες και ξεχασμένες και βγήκαν πάλι μπροστά και ωχ, εγώ, κι εσύ κι αυτός και ό,τι θάβεις, στα live αυτά να ξέρεις να το ξανά.

Πόνεσαν τα πόδια μας , κοντά στις τρεις ώρες ο κόσμος αραίωσε, αλλά κάποιοι από εμάς δεν θα φεύγουν ποτέ, θα σκάμε μετά από χρόνια με σκαμνάκια ξύλινα ή πλαστικά και θα πιάνουμε στασίδι από νωρίς, γιατί είναι αυτά τα «ψιτ» του Αλέξανδρου Βούλγαρη και κάθε γ*$#@*& λέξη που κάτι κινεί μέσα σου και δεν σε αφήνει να φύγεις.

Κι είναι η ζωή σου που θυμίζει Ρομάντσο που διαβάζεις ξανά κι ο Boy πάντα θα γράφει μέσα μας, γιατί όλοι έχουμε μια φίλη στον ουρανό, ζούμε στον ίδιο τρόμο-κόσμο όπου τα σινεμά γίνονται σούπερ μάρκετ -και συνεδριακοί χώροι- και είμαστε αυτοί που πάντα θα σώζει το Καλοκαίρι.

Αλέξανδρε,

ευχαριστούμε ξανά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured