Πήγα εξαιρετικά επιφυλακτικός για το πώς μπορεί να λειτουργήσει η ζωντανή ακρόαση αυτού του δύσκολου project μέσα σε εξαιρετική ζέστη και διαψεύστηκα. Αγγελάκας και Βελιώτης έστησαν δύο από τις πιο κατανυκτικές βραδιές που έχουμε ζήσει στο Ηρώδειο. Φεγγάρι, ψυχεδελικός φωτισμός, ένας ήχος άλλοτε απογυμνωμένος, άλλοτε ήρεμος και διαλογιστικός και άλλοτε κλειστοφοβικός ή καταιγιστικός -στα πλαίσια βέβαια του φορμάτ του project που στηρίζεται στο τσέλο του Νίκου Βελιώτη- ήταν οι πρωταγωνιστές των 110 περίπου λεπτών που χρειάστηκαν για να παρουσιαστεί το άλμπουμ με τις ιδιαίτερες διασκευές τους, Λύκοι στη Χώρα των Θαυμάτων.

Αν και εγώ θα έβαζα σ' αυτό που ακούσαμε και τη συμμετοχή του αγαπημένου Coti K, στο live είχαμε μια κανονική μπάντα να διαχειρίζεται τις τύχες του άλμπουμ και να πατά πάνω στα προηχογραφημένα σημεία: δύο τσέλα (από τον Βελιώτη στη μέση της μπάντας και τη Σοφία Ευκλείδου στα δεξιά), πλήκτρα από τον Ηλία Μπαγλάνη, η βιόλα του Φώτη Σιώτα ως έξτρα προσθήκη στο project, αλλά και δεύτερα φωνητικά από τη Λαμπρινή Γρηγοριάδου, παρότι πάτησαν ευβλαβικά σε κάθε σημείο του δίσκου, μαρτύρησαν σε εμάς τους αμετανόητους άπιστους του προφανούς, ότι κάτι τέτοια project τα απολαμβάνεις πολύ περισσότερο σε ιδιαίτερες συνθήκες και ζωντανά, παρά σε ακροάσεις στο σπίτι. Κι αυτή ήταν μια καλή ευκαιρία.

Η ατμόσφαιρα τελετουργικής καταβύθισης στο κλειστοφοβικό σύμπαν της διασκευής στα "Μπλε Παράθυρα" του Μάρκου Βαμβακάρη, για παράδειγμα, αποτέλεσε μία από τις κορυφαίες στιγμές της βραδιάς και μια αποκάλυψη, μολονότι κινήθηκε ακριβώς στις ράγες της στουντιακής εκδοχής. Δεν θα μπω στις άχρηστες κοινοτοπίες περί ροκ ρεμπέτη και η αλήθεια είναι ότι έχει διασκευαστεί πολλάκις τα τελευταία χρόνια με σύγχρονη, ηλεκτρική ή μη διάθεση (μια καλή περίπτωση είναι το project Markos Elektrik του Κώστα Νικολόπουλου ή αυτή του Θέμου Σκανδάμη), αλλά εδώ μιλάμε για ένα αριστούργημα που δεν αποδομεί απλώς το τραγούδι, αλλά του δίνει ξεχωριστή υπόσταση.

Στο δε άλλο ρεμπέτικο, το "Μπιρ Αλλάχ", έπαιξαν πάνω από μια εκδοχή του κομματιού κοντά στην αυθεντική ηχογράφηση με την Στέλλα Χασκήλ, την οποία οι ίδιοι δημιούργησαν και ακούστηκε προηχογραφημένη. Στο ψυχεδελικό τέλος του (που εγώ θα το συνέδεα και με την κατάσταση έκστασης στην οποία περιέρχεται ο χότζας που από το ύψος του μιναρέ καλεί τους πιστούς με το δικό του «δόξα σοι ο θεός», η ανάμνηση του οποίου λειτουργεί ως αφορμή ερωτικής νοσταλγίας) όσα ακόμα λεπτά να είχαμε, πάλι θα μας φαίνονταν λίγα

Από την άλλη, κομμάτια όπως το "Ήρθε ο Χειμώνας" του Άκη Πάνου συμμετείχαν περισσότερο ως αγαπημένα της ελληνικής δισκογραφίας που συνεισφέρουν στον πλουραλισμό και στο αισθητικό κομμάτι ενός συνόλου. Και δεν είναι ότι η αυθεντική εκτέλεση με τη Βίκυ Μοσχολιού τα έχει δώσει όλα, γιατί στη θορυβώδη εκδοχή του "Άνθρωποι Μονάχοι" που επίσης μάθαμε από τη δωρική, αλλά συγκλονιστική ερμηνεία της ίδιας, αποκαλύπτεται ένα άλλο κομμάτι, ίσως και το κορυφαίο του δίσκου που παρουσίασαν. Εκεί είναι που το συναίσθημα βγήκε μπροστά, όπως και στο "Δεν έχει αρχή" που ακούσαμε από την Τζένη Καρέζη στην ταινία Λόλα, στο οποίο ο Βελιώτης προσπάθησε και πέτυχε να δώσει μια ενδιαφέρουσα τσέλο εκδοχή στο μπουζούκι του Ζαμπέτα, που "κλαίει" συνοδεύοντας τους συγκλονιστικούς στίχους. Ακόμα και σ' αυτή τη διασκευή, είναι πολύ δύσκολο να αποφύγεις την ανατριχίλα από τη μελωδία του Σταύρου Ξαρχάκου, αλλά και τις κατάλληλες λέξεις του Βαγγέλη Γκούφα που περιγράφουν τα πιο αβάσταχτα ερωτικά συναισθήματα.

Μπορεί επίσης να ανακάτεψαν την τράπουλα ως προς τη σειρά των κομματιών, αλλά η λογική της επιλογής και διάταξης παρέμεινε η ίδια: μια ιδιότυπη λίστα διασκευών και όχι κάποια μορφής εγκυκλοπαιδική ανθολογία, με διαφορετικές αφετηρίες (από Rotting Christ, Lost Bodies και Χειμερινούς Κολυμβητές, μέχρι Θεοδωράκη και Σαββόπουλο). Ένα project που δεν αποφεύγει απλά την παγίδα του φορμαλισμού, αλλά έχει και μια σειρά από ιδέες (ηλεκτρονικά στοιχεία, samples) και κρατάει ελεγχόμενες τις κλιμακώσεις στα σημεία που πρέπει. Και το οποίο ακούγεται σίγουρα ολόκληρο, εάν θέλεις να το ζήσεις και να το αξιολογήσεις στις πραγματικές του διαστάσεις.

Ομολογώ εδώ ότι σε μια ιδανική εκδοχή αυτού του live, πολύ ευχαρίστως θα απολάμβανα κάποιες πιο εκτενείς εκδόσεις κομματιών που την ώρα που ξεφεύγουν θέλεις να το τραβήξουν μέχρι τελικής πτώσεως, κι ας μην άκουγα τη διασκευή στο "Ο Διαβάτης της Ζωής" του Αττίκ, αλλά αυτό μόνο ως υποσημείωση μπορεί να τεθεί στην παρουσίαση ενός δίσκου. Στα παραδοσιακά κομμάτια ("Σαν το Νερό του Ποταμού", "Πλούσιοι και φτωχοί πεθαίνουν"), τέλος, προφανώς και αποκαλύπτεται και στον πιο ανυποψίαστο η ερμηνευτική συγγένεια του Αγγελάκα με τον δάσκαλο Ψαραντώνη, αλλά και ταυτόχρονα το εύκολο αισθητικό δέσιμο με το project. Κι εδώ είναι που μου λείπουν τα αυθεντικά τραγούδια τους, εκεί όπου ο ποιητής Γιάννης Αγγελάκας μπορεί να ζωντανέψει μια σύνθεση και να την κάνει ακόμα και κοφτερό ερωτικό τραγούδι.

Κι αυτές τις συνθέσεις, από τα παλιά βέβαια, μας τις έδωσαν στο τέλος. Στο encore είπαν τρία από τα κορυφαία τους κομμάτια, τις "Ανάσες των Λύκων", το "Όπως Ξυπνούν οι Εραστές" και το "Θέλω να είμαι η μουσική", που έχει μερικούς από τους πιο ερωτικούς στίχους απόλυτης παράδοσης που γράφτηκαν ποτέ. Κι εκεί χτύπησε το καμπανάκι, που δεν ήταν καμπανάκι απλά του τέλους μιας κατανυκτικής βραδιάς που δεν έκανε καμία κοιλιά, αλλά και δημιούργησε την επιθυμία να ακούσουμε και πάλι νέο υλικό από το δίδυμο στο μέλλον ή να ανατρέξουμε στις στουντιακές εκδόσεις κάποιων κομματιών της τελευταίας τους δουλειάς.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured