Έργο βαθιά πικρό, ο Βόυτσεκ (Woyzeck) μισογράφτηκε από έναν οργισμένο 23άχρονο Γκέοργκ Μπύχνερ (Georg Büchner) λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό του από τυφοειδή πυρετό, το 1837. Το 1925, εκείνη η ιστορία ζήλειας και ταξικού άλγους πέρασε στα χέρια του Άλμπαν Μπεργκ (Alban Berg) και μεταμορφώθηκε από Βόυτσεκ σε Βότσεκ (Wozzeck), γενόμενη ένα από τα πρώτα και τεραστίως σημαντικά ατονάλ έργα της σύγχρονης κλασικής μουσικής.

Η όπερα διηγείται την ιστορία ενός ανίσχυρου άντρα, τον οποίον απατά η σύντροφός του, γίνεται περίγελος, καταλήγει να τη σκοτώσει και ο ίδιος να πνιγεί. Παράλληλα, το έργο διατρέχει και ο απόηχος του πολέμου, τοποθετώντας τον Βότσεκ ως έναν στρατιώτη που δεν ξέρει εναντίον ποιων αξιών πολεμάει. Ο Μπεργκ όρισε 3 πράξεις, έχοντας ως κέντρο βάρους για κάθε σκηνή και μία μουσική φόρμα –άλλοτε αυτοσχεδιασμούς σε φθόγγους, άλλοτε φαντασία και φούγκα κι άλλοτε μια αφαιρετική, μπαρόκ πασσακάλια. Παράλληλα, leitmotifs ακολουθούν διαθέσεις και χαρακτήρες, χτίζοντας ένα αποτέλεσμα ισομερώς συγκινητικό και εγκεφαλικό.

Παρότι η όπερα αυτή έχει πλέον εδραιωθεί ως σταθερά, μόνο ως ελπιδοφόρα μπορεί να χαρακτηριστεί η επιλογή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να την ανεβάσει για τη φετινή σεζόν. Πόσο μάλλον όταν την εμπιστεύεται στα χέρια του Ολιβιέ Πυ, ενός καλλιτέχνη γνωστού για τη φρέσκια ματιά του, που περιπλέκει τα θέματα της σεξουαλικότητας και της θρησκείας. Είναι επίσης γνώριμος στο ελληνικό κοινό, μιας κι έχει σκηνοθετήσει Αισχύλο κι έχει φέρει και τη drag persona του, Miss Knife, στο Φεστιβάλ Αθηνών.

Ο συχνά μινιμαλιστής σκηνοθέτης, ηθοποιός και performer απεκδύεται κάθε ευαισθησίας και βρίσκεται να μιλάει την ήδη σκληρή γλώσσα του Βότσεκ με την τρομακτικά απαθή και κλινική ματιά ενός ανθρώπου που κατοικεί πλέον με τους δαίμονες. Δανειζόμενος τη μουντή στρυφνότητα του Αντρέι Ταρκόφσκι και διανθίζοντάς τη με στιγμές καμπαρέ ηδυπάθειας και κιουμπρικής παραφροσύνης (με μια ευθεία πλην εξαιρετική αναφορά στη Λάμψη να προσμετράται στις δυνατότερες στιγμές του ανεβάσματος), ο Πυ φτιάχνει ένα εφιαλτικό, ερημικό κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο κάθε δείγμα ανθρωπιάς φαντάζει ξένο και φάλτσο. Ο Βότσεκ ξεβρακώνεται –κυριολεκτικά και μεταφορικά– ως ένα λιποσθενές ανθρωπάκι, κατακρεουργημένο από την αδυναμία του να αδράξει τα ηνία της ζωής του. Και η ανημποριά του αυτή είναι που δίνει χώρο στον ταξικό ρατσισμό να αλωνίσει την ψυχή του και να τον οδηγήσει σ' ένα κρεσέντο βίας.

Παράλληλα, οι drag αναφορές και το παιχνίδι του Πυ με το κοινωνικό φύλο, ανυψώνουν την κριτική απέναντι στον παροξυσμό τοξικής αρρενωπότητας σε καινούριο επίπεδο, μέσα από ένα πρίσμα εντοπισμένο στο παρόν, που φέρνει το φύλο σε ευθεία αντιπαράθεση με τη race des ouvres –τη φυλή των εργατών, την οποία αντιπροσωπεύει ο Βότσεκ κι ο αντίζηλός του. Μια ένσταση εντοπίζεται ίσως στη χρήση του κλόουν για τον χαρακτήρα του Τρελού: μια κάπως αταβιστική επιλογή, η οποία ταιριάζει σε πιο παλαιικά ανεβάσματα και δεν έδωσε κάτι στο αφήγημα του Πυ· ίσως μάλιστα και να αφαίρεσε από τη δυναμική που δημιούργησε ο σκηνοθέτης με όλο το υπόλοιπο έργο.

Μία από τις πιο καλοζυγισμένες παραστάσεις σε ερμηνευτικό επίπεδο, ο Βότσεκ βρέθηκε να κοσμείται από αριστοτεχνικά δοσμένους ρόλους, παρά τη μη γραμμική προσέγγιση της πάρτας. Η ατονικότητα του έργου φάνηκε να απελευθερώνει τους ερμηνευτές, δίνοντας την ευκαιρία να αποδώσουν τους ρόλους τους ξεδιπλώνοντας υποκριτικές υφές σπάνιες για τη σκηνή της όπερας. Στον ομότιτλο ρόλο έλαμψε ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, ο οποίος κατόρθωσε να συνδυάσει τις πραγματικά θαυμαστές τεχνικές του ικανότητες με ένα υποκριτικό αισθητήριο εξαιρετικά ακονισμένο, σε ένα ερμηνευτικό tour de force. Αντιστοίχως, ο Λοχαγός του Πήτερ Χόαρ υπήρξε ένας χλευαστικός πυλώνας της μπουρζουά ανηθικότητας, με τα φαλσέτο περάσματα να εμπαίζουν τον Βότσεκ αιχμηρά. Εξαιρετικές υπήρξαν και οι Μαρί και Μαργκρέτ, των Ναντίνε Λένερ και Μαργαρίτας Συγγενιώτου· δύο αντιηρωίδες που εξετάζουν την ισορροπία μεταξύ ηθικής και ηδυπάθειας.

Το ζοφερό περιβάλλον που έχτισε με τα σκηνικά του ο Πιερ-Αντρέ Βάιτς καθώς και τα σκληρά, αυστηρά φώτα του Μπερτράν Κιγύ αρχιτεκτόνησαν έναν χώρο άφατης απόγνωσης, χωρίς ούτε μία γωνιά στοργής και ασφάλειας. Κάθε εσοχή του σκηνικού ήταν ακόμα μία ευκαιρία να εξουθενωθεί και να εξευτελιστεί ο ήρωας, οδηγώντας τον τελικά στην αιματοβαμμένη μοίρα του. Πολύμορφο και λειτουργικό, το σκηνικό αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από μία περιστρεφόμενη, ογκώδη κατασκευή που θύμιζε τους δαιδαλώδεις πίνακες του Μ.Κ. Έσερ, γεμάτο κρυφά παράθυρα, σκάλες και επίπεδα. Ως τέτοιο κατάφερε να διαχωρίζει τη σκηνή σε διαφορετικούς άξονες και να δίνει χώρο στη δραματουργία να κάνει θαύματα.

Ένα πανέμορφο ανέβασμα διαλέγει λοιπόν η Εθνική Λυρική Σκηνή για να ξεκινήσει τη χρονιά, κάνοντάς μας να διψάμε για περισσότερες παραστάσεις που να ανοίγουν τόσο γόνιμους διαλόγους με τη σκοτεινιά στην οποία βυθίζονται οι ανθρώπινες ψυχές.

{youtube}tLpZRCHDVm8{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured