Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ίσως ο μεγαλύτερος εκφραστής του λαϊκού και ρεμπέτικου κόσμου, έχοντας γυρίσει τούμπα τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός τα τραγούδια. «Ξεχειλώνοντας» τους κανονισμούς, έβαλε πρώτος το πιάνο και το ακορντεόν στη λαϊκή ορχήστρα, ενώ υπήρξε από τους εξυπνότερους ενορχηστρωτές του περασμένου αιώνα. Ο Θεσσαλός μουσικός δεν έμεινε επίσης ποτέ δέσμιος των (ποικίλων) επιρροών του: τις έδεσε μεταξύ τους με ιδιοφυή τρόπο, πάντα με κέντρο βάρους μία μελωδική καλαισθησία και γνωρίζοντας πώς να κάνει το αυτί να «ερωτεύεται» τις ανθρώπινες φωνές, έτσι όπως διαχειριζόταν τις υφέσεις, τις πτώσεις και τις ελάσσονες κλίμακες.
Παράλληλα, η θεματολογία του Τσιτσάνη καλύπτει ένα τεράστιο φάσμα καταστάσεων και διαθέσεων, διαβαίνοντας το μονοπάτι μεταξύ της έκστασης και του άλγους, πολλές φορές με έναν απλωτό μουσικό διασκελισμό. Από το περιθώριο και τους τεκέδες, μέχρι την αγνή αφοσίωση και τον παθιασμένο έρωτα, το υλικό του έχει δεθεί με το ελληνικό θυμικό, σε μοριακό θαρρείς επίπεδο. Είναι λοιπόν τρομερά ολισθηρός δρόμος η αναμέτρηση ενός καλλιτέχνη με τον κατάλογό του· ειδικά αν έρθει χέρι-χέρι με τη συνθήκη του Μεγάρου και ό,τι φέρει αυτή.
Η βραδιά που στήθηκε από τον Δημήτρη Μαραγκόπουλο στο Μέγαρο επιχείρησε να παρουσιάσει το έργο του Τσιτσάνη, αλλά παράλληλα ήθελε και να μας γνωρίσει τη νεοσύστατη ορχήστρα Τσιτσάνης: ένα σχήμα φτιαγμένο για να περιστρέφεται γύρω από τον άξονα των μελωδιών του, ταξιδεύοντας το κληροδότημά τους σε Ελλάδα και εξωτερικό. Υπό την καθοδήγηση του εξαιρετικού Μανώλη Πάππου, οι μεταγραφές στα τραγούδια του Τσιτσάνη υπήρξαν καθάριες και συγκινητικές, με πολύ σωστές ισορροπίες και σεβασμό.
Σαν μόνο φάλτσο μπορεί κανείς να εντοπίσει τη σκηνογραφική/σκηνοθετική προσέγγιση του Νότη Χριστοδούλου και του Άγγελου Τριανταφύλλου (αντίστοιχα), με τέσσερα ντεμέκ μινιμαλιστικά σκηνογραφικά στοιχεία στη μορφή κύβων –δύο εκ των οποίων απλώς φωτίζονταν με χρωματιστά φώτα, ωσάν μπιχλιμπίδια πλανόδιου πωλητή– τα οποία περισσότερο αποπροσανατόλιζαν, παρά βοηθούσαν τη συνθήκη. Οι ζωγραφιές πάλι της Ζωής Τσιτσάνη έδεσαν με το υλικό του άντρα της, περπατώντας διαρκώς σε μία εύθρυπτη ισορροπία μεταξύ της συγκίνησης και της μπατάλικης συνθήκης του καπηλειού, εν αντιθέσει με την εξαιρετική προβολή του προφίλ/αποτυπώματος του Τσιτσάνη σε ψυχρές αποχρώσεις, το οποίο πρόσφερε τρομερή καλαισθησία στο όλο σκηνικό και μουσικό αφήγημα. Παράλληλα, οι ζεστοί, πορτοκαλί φωτισμοί ζωντάνεψαν τη σκηνή του Μεγάρου, καταφέρνοντας και το ενδιαφέρον παράδοξο μιας εσωτερικότητας, στην πολύ αλέγκρα μουσική του Τρικαλινού.
Η Δήμητρα Γαλάνη και η Νατάσσα Μποφίλιου είναι δύο φωνές που έχουν χρωματίσει δύο διαφορετικές εποχές του έντεχνου τραγουδιού. Σε ενδιαφέρουσα εναρμόνιση με τον τίτλο της συναυλίας, η βραδιά ήρθε να γεφυρώσει τις εποχές αυτές, αλλά και να τις συνδέσει με το έργο του Τσιτσάνη. Το χρωματικό παιχνίδι των ερμηνευτριών δημιούργησε μάλιστα μία πολύ ενδιαφέρουσα συνθήκη.
Η μεν Μποφίλιου βρίσκεται στο βιολογικό απόγειο της φωνής της, με τις νότες της να σφύζουν από ζωντάνια, σφρίγος και δυναμισμό. Μπορεί να έχουν ειπωθεί τα μύρια όσα για τις ερμηνείες της, αλλά στον αντίποδα κάθε σχολίου που (μπορεί και να) εδράζεται στην εμπάθεια, έρχεται η εμπειρία της ακρόασης αυτού του οργάνου να απλώνεται και να βιμπράρει στον χώρο. Ερμηνείες σαν εκείνη που έδωσε στα "Ξένα Χέρια" ή οι δεύτερές της στο "Αργοσβήνεις Μόνη" στάθηκαν αγνή απόλαυση για οποιονδήποτε διαθέτει αυτιά.
Η Γαλάνη, πάλι (αρκετά βέβαια χρόνια μεγαλύτερη από τη συνάδελφό της), κάθε άλλο παρά παρατηρεί το ταλέντο της να δύει. Με το πέρασμα το χρόνου, η φωνή της έχει γεμίσει, έχει πλουτίσει κι έχει κερδίσει βάθος, το οποίο δόνησε τις λέξεις του Τσιτσάνη με ειδικό βάρος, κουβαλώντας πολλά από τα χρώματα του συνθέτη μέσα της –άλλωστε είχε επιλεχθεί και από τον ίδιο ως ερμηνεύτρια των τραγουδιών του. Συνδυαστικά, λοιπόν, οι δύο πρωταγωνίστριες δούλεψαν επιτυχώς, με τη Μποφίλιου να επωμίζεται το πιο ποικιλτικό τραγουδιστικό μέρος (με γυρίσματα, απότομα ανεβάσματα και μελίσματα) και τη Γαλάνη να μένει στον στιβαρό, πλην εκφραστικό αντίποδα.
Στιγμές όπως το "Η Σκιά Μου Κι Εγώ", η "Αχάριστη" (με μία ανέλπιστα τζαζ ερμηνεία της Γαλάνη, η οποία μας άφησε με ανοιχτό το στόμα), τα ορχηστρικά μέρη που παρουσίασαν τις μελωδικές γραμμές που έπονταν, αλλά και το κλείσιμο με "Κάνε Λιγάκι Υπομονή", μαζί με το encore της "Συννεφιασμένης Κυριακής", ήρθαν για να εδραιώσουν αυτήν τη βραδιά ως μία καθόλα συγκινητική ρετροσπεκτίβα στο τεράστιο έργο του πυλώνα της ελληνικής μουσικής.
Είναι λοιπόν γεγονός πως η «μάχη» των δύο αυτών μεγάλων φωνών με τη συγκίνηση που κουβαλάει το έργο του Τσιτσάνη, κερδήθηκε κατά κράτος. Κάτω από το μελαγχολικό βλέμμα και τα βαριά βλέφαρα του συνθέτη, οι δύο τραγουδίστριες έκαναν τις νότες να στριφογυρίσουν, να κοχλάζουν και να πάρουν εν τέλει φωτιά, γράφοντας με ανεξίτηλα γράμματα το δικό τους κεφάλαιο στο βιβλίο Τσιτσάνης, όσο δονούσαν το Μέγαρο με τις μελωδίες του.
{youtube}GdbRb0IP68k{/youtube}