Άξιζε τελικά η αναμονή και η ταλαιπωρία του κόσμου για το αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο στο Ηρώδειο, όπου η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης –υπό τη διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη– ξαναέφερε στο προσκήνιο το έργο του μεγάλου Έλληνα συνθέτη;
Τα προβλήματα για τη διοργάνωση είχαν αρχίσει δυστυχώς από το μεσημέρι, με την κακοκαιρία στο κέντρο της Αθήνας να ξεσηκώνει τις ανησυχίες και τα παράπονα όσων είχαν ήδη προμηθευτεί τα εισιτήριά τους. Επίσημη ανακοίνωση στα social media 2,5 ώρες πριν την προγραμματισμένη έναρξη της συναυλίας ενημέρωσε μεν πως η εκδήλωση θα γίνει κανονικά, όξυνε όμως ακόμη περισσότερο τα πνεύματα –κάποιοι λ.χ. έκριναν την απόφαση άδικη προς όσους δεν θα κατάφερναν να φτάσουν λόγω βροχής. Παρόλα αυτά, ο κόσμος γέμισε από νωρίς τους διαδρόμους και τον προαύλιο χώρο του Ωδείου, υπομένοντας ακόμη και τη μικρή καθυστέρηση που ανακοινώθηκε τελευταία στιγμή για τον καθαρισμό και την προετοιμασία του θεάτρου.
Με ομολογουμένως γρήγορα αντανακλαστικά, οι πόρτες άνοιξαν τελικά γύρω στις 20:50 και ο κόσμος έλαβε τις θέσεις του μέσα στο επόμενο μισάωρο, με τα άνω διαζώματα κατάμεστα και τον χώρο κατάλληλα προετοιμασμένο, και κυρίως στεγνό.
Μέσα σε χειροκροτήματα, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, η Δήμητρα Γαλάνη, η Γιώτα Νέγκα και ο Φοίβος Δεληβοριάς ανέβηκαν κατόπιν στη σκηνή, ακολουθούμενοι από τον βιολιστή και ενορχηστρωτή του αφιερώματος (μαζί με τον Λάζαρο Τσαβδαρίδη), Αντώνη Σουσάμογλου. Τελευταίος έφτασε ο μαέστρος Μίλτος Λογιάδης, ο οποίος –εν μέσω επίσης θερμής υποδοχής– έδωσε το σήμα για την εκκίνηση της σουίτας Loizos Recomposed, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το βράδυ του Σαββάτου.
Πραγματευόμενη εκ νέου το έργο του Έλληνα συνθέτη, σε μια ενορχήστρωση όπου γνωστά θέματα της δισκογραφίας του συγκρούονται, εναγκαλίζονται, συνδιαλέγονται και επαναπροσδιορίζονται, η σουίτα Loizos Recomposed θριάμβευσε σε αυτήν της την πρεμιέρα. Υπό τη διεύθυνση ενός μαέστρου με βιογραφικό-πυροβολικό, το οποίο κρατά από την Ορχήστρα των Χρωμάτων και φτάνει σε διευθύνσεις φημισμένων συνόλων ανά τον κόσμο, η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης φώτισε μοναδικά το έργο του Λοΐζου και υπήρξε ο μεγάλος πρωταγωνιστής: η δύναμη που έκανε το αφιέρωμα όσο μοναδικό και ανατρεπτικό ήταν, προσφέροντας μια βραδιά μουσικής και συναισθηματικής ανάτασης για τους παρευρισκόμενους, αλλά και για τους συντελεστές.
Σημαντικό ρόλο στην επιτυχία έπαιξαν βέβαια και οι επιλογές των καλλιτεχνών που χάρισαν τη φωνή τους στο αφιέρωμα, οι οποίοι κράτησαν ωστόσο διακριτική παρουσία καθ' όλη τη διάρκειά του. Ως μία από τις αυθεντικές φωνές του έργου του Λοΐζου, η Δήμητρα Γαλάνη ξαναθυμήθηκε τραγούδια όπως τα "Κι Αν Μάτια Σου" και "Κουτσή Κιθάρα", στο οποίο μάλιστα της παραχωρήθηκε η σκηνή για να το τραγουδήσει μόνη, με την κιθάρα της. Η Γιώτα Νέγκα, πάλι, φώτισε τις λαϊκές πτυχές του έργου του, με ερμηνείες στα "Όλα Σε Θυμίζουν" και "Θα Κεντήσω", ενώ η θεατρικότητα και το αφηγηματικό ταλέντο του Φοίβου Δεληβοριά έδωσαν σε τραγούδια όπως "Ο Μέρμηγκας", "Τρίτος Παγκόσμιος", "Παποράκι" και "Πρώτη Μαΐου" τη ζωντάνια και παραστατικότητα που επέτασσε η μεγαλοπρεπής δυναμική της ορχήστρας.
Εμβόλιμα στις ερμηνείες επέστρεφε το συνθετικό έργο των Σουσάμογλου & Τσαβδαρίδη, με τον Λογιάδη να διευθύνει σαν χείμαρρος θέματα από τα "Ακορντέον", "Τζαμάικα", "Ο Δρόμος", "Σ' Ακολουθώ", "Ο Φαντάρος", "Καλημέρα Ήλιε", "Έχω Έναν Καφενέ" και "Ευδοκία" –το τελευταίο, μάλιστα, σε μια εκτέλεση που ήρθε να ανατρέψει το βάρος του ίσως πιο ιστορικού ζεϊμπέκικου στον κινηματογράφο, μετατρέποντάς το σε ένα ορχηστρικό έργο εντυπωσιακής αισθητικής.
Στις αξέχαστες στιγμές του αφιερώματος θα πρέπει να σημειωθεί οπωσδήποτε η ανατριχιαστική ορχηστρική εκτέλεση στο "Σεβάχ Ο Θαλασσινός", όπου, με πρωταγωνιστές επιβλητικά κρουστά και μαινόμενα βιολιά, ακούστηκε η γνωστή κιθαριστική εισαγωγή με εντελώς διαφορετικό νεύρο και εκτόπισμα, σχεδόν 50 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησαν οι Θαλασσογραφίες (1970). Ξεχωριστή ήταν ακόμη και η ενορχήστρωση του "Γέρο Νέγρο Τζιμ", με ματιές σε τζαζ φόρμες, οι οποίες συνδυάστηκαν ιδανικά με τη σταράτη χροιά της Νέγκα, καθώς και το "Ακορντεόν" στο encore της βραδιάς, με τον κόσμο να τραγουδά σύσσωμος «Δεν θα περάσει ο φασισμός», ξεσηκώνοντας το Ωδείο με χειροκροτήματα.
Στον απολογισμό, άξιζε λοιπόν και η ταλαιπωρία του κόσμου και το ρίσκο της διοργάνωσης για ένα αφιέρωμα επιτέλους διαφορετικό, γόνιμο και τολμηρό, με δημιουργική συνέπεια απέναντι στο τιμώμενο πρόσωπο. Και είναι ένα ευχάριστο σημάδι των μουσικών καιρών ότι, σχεδόν 4 δεκαετίες μετά τον θάνατό του, το έργο του Μάνου Λοΐζου διασχίζει τον χρόνο και την ιστορία της μουσικής πέρα από απομιμήσεις και στεγανά.
{youtube}NjFZk6eZOqY{/youtube}