Γηπεδική ατμόσφαιρα, mosh pits χωρίς σταματημό και έλεος, sing-alongs όπου κάθε στίχος τραγουδιόταν από το μεγαλύτερο τμήμα του Gazi Music Hall. Πολυάριθμα καπνογόνα φώτιζαν τα πάντα μέσα στον χώρο, ενώ εδώ κι εκεί έπεφτε μπόλικο συναυλιακό ξύλο, από χιλιάδες παθιασμένους πιτσιρικάδες. Θα ήταν ψέμα να πει κανείς πως δεν περίμενε το live του ΛΕΞ το βράδυ του Σαββάτου να είναι εκρηκτικό και αξιομνημόνευτο. Θα ήταν εξίσου υπερβολικό, όμως, να πει κάποιος ότι τα όσα είδαμε με τα μάτια μας σε αυτό το αναμφισβήτητα ιστορικό στιγμιότυπο, ήταν αναμενόμενα.
Αν σου ζητούσαν να περιγράψεις την ατμόσφαιρα εντός του Gazi Music Hall, το πιο πιθανό θα ήταν να μην τη συνέκρινες με συναυλία, αλλά με ένα ντέρμπι Ολυμπιακού-ΠΑΟΚ. Μη σας φαίνεται περίεργο. Οι χιλιάδες ψυχές που στριμώχτηκαν σαν παστές σαρδέλες εντός των τοιχών του ευρύχωρου κτιρίου δεν τραγουδούσαν, αλλά ούρλιαζαν κάθε μπάρα του Θεσσαλονικιού MC με πάθος εντυπωσιακό. Γρατζουνούσαν τις φωνητικές τους χορδές τους, λες και εξαρτιόταν η ζωή τους από αυτό.
Και όχι τυχαία. Η βουτηγμένη στο σκοτάδι, στον πεσιμισμό και στην αστική παρακμή στιχουργική του μέλους των Βορείων Αστεριών σκιαγραφεί την άλλη πλευρά της σύγχρονης Ελλάδας. Εκείνη την πλευρά της κοινωνίας που, μετά την οικονομική κρίση, τις αμέτρητες περικοπές και τους φόρους, δεν προσγειώθηκε στα πόδια της, αλλά στην πλάτη της. Τους 20 χρονών και κάτω (γιατί οι περισσότεροι θεατές τέτοιοι ήταν), όσους βλέπουν τη μητέρα τους να δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ για ψίχουλα και τον πατέρα να ψάχνει δουλειά στα 50 του (την οποιαδήποτε δουλειά), αντικρίζοντας παντού κλειστές πόρτες· όσους βλέπουν τους φίλους τους να το ρίχνουν σε αλκοόλ και ουσίες, για να ξεχάσουν και να ξεχαστούν.
«Οι φίλοι μου είναι ποντίκια, χρωστάνε τα νοίκια,
περιμένοντας τη μπάλα να τρυπήσει τα δίχτυα,
τα τελευταία φράγκα μας τα κάναμε ξενύχτια,
οι αλήτες, τα παιδιά από τα διαλυμένα σπίτια».
Λίγοι μόνο στίχοι από το “Μπόμπαν” εξηγούν γλαφυρά όλα τα παραπάνω. Ο ΛΕΞ, τόσο με το φετινό 2ΧΧΧ, όσο και με το Ταπεινοί Και Πεινασμένοι του 2014, μπορεί να ήθελε να γράψει απλά 2 δίσκους, όμως κατάφερε να ηχογραφήσει το soundtrack μιας γενιάς· όλων των παιδιών εκείνων που ζουν σήμερα μέσα στον ζόφο, με το αύριο να μοιάζει εξίσου σκοτεινό και αβέβαιο. Θέλετε και άλλη απόδειξη επί αυτού; Κόντρα σε κάθε τάση και λογική εν έτει 2018, στα πρώτα κομμάτια που ακούστηκαν στη συναυλία δεν σηκώθηκε κανένα κινητό για να βιντεοσκοπήσει και να τα ανεβάσει στα κοινωνικά δίκτυα. Γιατί, όταν τα βασικά σου προβλήματα δεν είναι λυμένα, το πόσα views θα πιάσει το story σου στο Instagram φαντάζει εντελώς ανούσιο, αδιάφορο και ξένο προς τα εσένα.
Η φάση δεν είναι εικονική, ούτε διαδικτυακή. Η φάση για εκείνους που ακούνε ΛΕΞ είναι εκεί έξω: στους δρόμους, στη σκληρή (και απροστάτευτη) καθημερινότητα, στην άλλη όψη της Ελλάδας. Στο πώς να αποφύγουν τις φέρμες, να μην τις «μαζέψουν» σε κανένα σκοτεινό σοκάκι, να γυρίσουν σπίτι τους με ασφάλεια –και από εκεί και πέρα να ανέβουν τον δικό τους Γολγοθά. Πώς λοιπόν να μην γίνουν ύμνοι τραγούδια όπως το “2017”, το “Μια Τζούρα Ρεαλισμού”, το “Καταδίκη”, το “Vittorio” ή το “Μουσική Για Τσόγλανους”;
Έμελλε μάλιστα αυτό το τελευταίο να κλείσει τη μεγαλειώδη εμφάνιση του Θεσσαλονικιού ράπερ, μέσα σε μια πλειάδα αναμμένων καπνογόνων. Τα οποία δημιούργησαν τέτοιο πανδαιμόνιο, ώστε η σκηνή κυριολεκτικά δεν φαινόταν για κάποια ώρα από τους καπνούς, όσο από κάτω τα mosh pits έδιναν κι έπαιρναν. Με τη νεανική οργή και την εφηβική ενέργεια να έχουν την τιμητική τους, κοντράροντας στα ίσια τις πιο παθιασμένες punk συναυλίες που έχει βιώσει η εγχώρια συναυλιακή ζωή. Ήταν ένα λάιβ που (δικαιωματικά) θα συζητιέται για χρόνια ως «εκείνη η εμφάνιση του ΛΕΞ στην Αθήνα, που μας πήρε τα κεφάλια και επισφράγισε ότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα χιπ χοπ ονόματα του σήμερα για τη χώρα μας».
{youtube}tbq04OIPrJw{/youtube}