Η (sold-out) Πλατεία Νερού γέμισε το Σάββατο με ενθουσιασμένα πλήθη, έτοιμα να γιορτάσουν παρέα με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τον Σωκράτη Μάλαμα το καινούριο τους υλικό, την πολύχρονη κοινή τους πορεία, αλλά και το ερχόμενο καλοκαίρι.
Με τον Παπακωνσταντίνου να βγαίνει από την αγρανάπαυση μετά από έναν χρόνο, η συναυλία μάζεψε χιλιάδες κόσμου, με τον μέσο όρο ηλικίας να κυμαίνεται ανάμεσα στα 20 με 30 χρόνια, γεγονός που από μόνο του αποτελεί μεγάλο κοπλιμέντο για τους πρωταγωνιστές: έχουν καταφέρει να διατηρούν το καλλιτεχνικό τους αποτέλεσμα φρέσκο και εντοπισμένο στο σήμερα και εκεί είναι όπου πρέπει να ψάξει κανείς την αιτία για το sold-out, το οποίο έφερε την ανακοίνωση και 2ης συναυλίας στην Πλατεία Νερού, την ερχόμενη Παρασκευή 15 του Ιούνη.
Το εναρκτήριο λάκτισμα έδωσε ο Πέτρος Μάλαμας, ο οποίος μάλλον δεν αντιδρά καλά στην πίεση. Ανοίγοντας τη βραδιά με ένα αχυρένιο set, φαίνεται να γονάτισε κάτω από το βάρος της περίστασης, δικαιώνοντας άθελά του όσους ασχολιούνταν με οτιδήποτε πέραν εκείνου καθώς ο ήλιος έδυε στο Φάληρο. Κατά το μέσο της συναυλίας τον είδαμε να ανεβαίνει ξανά στη σκηνή για να τραγουδήσει υλικό του Παπακωνσταντίνου, χάνοντας όμως τα λόγια του και προσφέροντας μία πιο εσωτερική και βασανισμένη ερμηνεία από αυτήν που χρειαζόταν η στιγμή.
Αντίθετα, ο Φώτης Σιώτας τραγούδησε δυναμικά το “Σαν Παιδί”, παίζοντας pizzicato το βιολί του, σε μία πολύ συγκινητική αναμέτρηση με το κομμάτι. Τέλος, η 3η φωνή της συναυλίας, η Ιουλία Καραπατάκη –η οποία είπε και τη μερίδα του λέοντος από τα «γυναικεία» τραγούδια των Παπακωνσταντίνου & Μάλαμα– περπάτησε κάπου στη μέση. Χωρίς ποτέ να άδει άσχημα ή να δίνει πάτημα για να κακολογίσεις τις ερμηνείες της, δεν πρόσφερε και ποτέ το έναυσμα να ενθουσιαστείς μαζί της. Τα γυρίσματά της αποτυπώθηκαν ευχάριστα, οι καταλήξεις της ήταν μόνιμα ελαφρώς επίπεδες, αλλά τίποτα εν τέλει δεν σε συγκινούσε, παρά την εμφανώς εξωστρεφή της διάθεση.
Περιλαμβάνοντας τραγούδια από όλη την πορεία των Παπακωνσταντίνου & Μάλαμα, η βραδιά έμοιαζε με μόνιμο παιχνίδι μεταξύ του υλικού τους. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν σαφώς τα σημεία συνύπαρξής τους μέσα στα χρόνια, στιγμές δηλαδή όπως ο "Διάφανος" ή η "Ηλιόπετρα", καθώς και τα κομμάτια από το φετινό, κοινό άλμπουμ Με Στόμα Που Γελά· όλα τραγουδήθηκαν με ζέση, γενόμενα αποδεκτά με ιαχές από το κοινό.
Οι διαφορές ωστόσο των δύο δημιουργών δεν έπαψαν να υφίστανται επειδή μοιράστηκαν την ίδια σκηνή. Η μουσική που φτιάχνει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου είναι πιο εγκεφαλική, με τις επιρροές της να προέρχονται από μία μεγαλύτερη «μαρμίτα» αναφορών. Οι ενορχηστρώσεις του, επίσης, έχουν πάντα τη διάθεση να ξεδιπλωθούν στον χώρο. Αντιθέτως, στη συνύπαρξη με το υλικό του Μάλαμα, επιστρέφουν συχνά και φωλιάζουν μέσα στο καύκαλό τους. Αυτό βέβαια δεν είναι απαραίτητα κακό, αφού βοήθησε να κρατηθεί η συνοχή στην πλούσια setlist της Πλατείας Νερού. Παράλληλα, όμως, μας άφησε κάπου μετέωρους, σε μία αέναη προ-οργασμική αίσθηση, που μας αρνιόταν την κορύφωση.
Ακόμα κι έτσι, πάντως, η βραδιά κινήθηκε σε ρυθμούς μεγάλης γιορτής, με τα τελετουργικά που ακολουθεί το κοινό στις συναυλίες των Παπακωνσταντίνου & Μάλαμα να μεταφέρονται αυτούσια στη δεδομένη συγκατοίκησή τους. Ο Παπακωνσταντίνου υπήρξε μάλιστα ελαφρώς πιο εξωστρεφής, χαρίζοντας μερικές από τις σκέψεις του κι επαινώντας τον Μάλαμα για τη μουσική που φτιάχνει, επιβεβαιώνοντας το γεγονός πως μέσα στα τελευταία 30 χρόνια οι δύο τους βρίσκονται σε διαρκή καλλιτεχνική ζύμωση.
Πυλώνες και οι δύο του φερόμενου ως «έντεχνου» τραγουδιού, σε έκαναν να συνειδητοποιήσεις συνδυάζοντας live το υλικό τους πόσο έχουν επηρεάσει την ελληνική μουσική από τη δεκαετία του 1990 κι έπειτα. Παπακωνσταντίνου και Μάλαμας βρίσκονται πλέον στις κοινές αναφορές κάθε σχεδόν ελληνόφωνου καλλιτέχνη του παρόντος, με τις νότες τους να τραγουδιούνται παντού –από μεγάλες μουσικές σκηνές μέχρι πεζοδρόμια, κι από ουζερί μέχρι παραλίες. Κοιτώντας μάλιστα το κοινό στην Πλατεία Νερού, καταλάβαινες επιπλέον ότι αυτή η επιρροή τους έχει οδηγήσει και σε μια περιρρέουσα αισθητική, ίσως και ιδεολογική κατεύθυνση. Αλλά κι εκεί δεν παύουν να εντοπίζονται διαφορές: αν δηλαδή στερεότυπος Θανασοθιασώτης είναι αυτός με το λαθραίο τσίπουρο στο νερομπούκαλό του, το αντίστοιχο Μαλαμικό «πουλάκι» είναι μάλλον ο λογιστής του, ο οποίος ονειρεύεται στιγμές ελευθερίας χωρίς όμως να τις αγγίζει. Κι ίσως τελικά να οφείλεται κι αυτό στο υλικό τους. Γιατί εκεί όπου ο Παπακωνσταντίνου βασανίζεται με τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής και τα καθολικά βάσανα της ανθρώπινης ύπαρξης –πάντα μέσα από το πρίσμα της ποίησης ή της λογοτεχνίας– ο Μάλαμας παραμένει γειωμένος, με ένα πιο νταλκαδιάρικο αφήγημα.
Παρόλαυτα, οι δύο κατηγορίες ανθρώπων ενώθηκαν σε μία ιδρωμένη αγκαλιά στην Πλατεία Νερού, ώστε να πουν με συλλογικό στόμα τα τραγούδια των δύο καλλιτεχνών, έχοντας τελικά να μοιραστούν περισσότερα από όσα τους χωρίζουν. Κι εκεί έγκειται η επιτυχία των δύο πρωταγωνιστών της βραδιάς, αυτός είναι ο λόγος που το κοινό τους παραμένει και νέο και ακμαίο: έχουν αφουγκραστεί τον σφυγμό του αίματος που βράζει, του μυαλού που παλεύει ενάντια στα κάγκελά του και του σώματος που ασφυκτιά, στριμωγμένο μέσα στο κουτί το οποίο άλλοι έχουν φτιάξει για εκείνο.
{youtube}Wi4S99AMTFI{/youtube}