«Όταν δεν χρειάζεται να ξεσπάσει ένα ποίημα, προτιμά να βηματίζει. Και ο βηματισμός του αυτός, όπως κάθε βηματισμός, είναι ένας τρόπος αλυσιδωτός».
Αυτά τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη ακούγονται δια στόματος Αμαλίας Μουτούση, ως προοίμιο της παράστασης Ιππόλυτος, σε σκηνοθεσία/μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού. Παρόλαυτα, ο βηματισμός της παράστασης κρύβει μέσα του ένα διαρκές αντάριασμα. Η ερμηνεία της Μουτούση κοχλάζει στη σιγανή φωτιά των ήχων του συνθέτη, παρασέρνοντας τους παρευρισκόμενους στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» σε μία ονειρική, αλλόκοτη εμπειρία, η οποία τρυπώνει υποδόρια και αντηχεί στις σκοτεινότερες γωνίες της συνείδησης.
Η παράσταση ξεκινά με τη Μουτούση σε ένα μωβ ριγωτό ταγιέρ με βελούδινο πέτο και χαμηλό σινιόν (εξαιρετική ενδυματολογία σε κηδεμονία Άγγελου Μέντη) να ανοίγει έναν οπτικό διάλογο με το φύλο, τον χρόνο και τους ρόλους. Η ηθοποιός, με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό, βαστιέται στον τοίχο, γεύεται τα φωνήεντα ένα προς ένα και φθέγγεται τις νότες με παιδική αθωότητα. Η περιφορά της στην αίθουσα, κατά το σύντομο και άτυπο προοίμιο, είναι από μόνη της μία αισθητική παρέμβαση σε κάτοψη, τέμνοντας τον Παρνασσό με ευθείες γραμμές-μονοπάτια.
Παράλληλα, ο Δημήτρης Καμαρωτός βρίσκεται πίσω από τον κόσμο, στο βάθρο δηλαδή όπου συνήθως είναι η σκηνή του Παρνασσού, πίσω από τις κονσόλες και τις πάρτες του, στέλνοντας τους ήχους του σαν μουσικός στρατηγός, σε απόλυτη συνέργεια με την ηθοποιό. Η τελευταία ανεβαίνει στο αριστερό βάθρο, ανοίγει το τετράδιό της και ξεκινά την τραγωδία. Η αίθουσα αλλάζει δηλαδή προσανατολισμό στα χέρια του Καμαρωτού και της σκηνογράφου Έυας Μανιδάκη, με την εστία της δραματουργίας να έρχεται στο πίσω μέρος και τη σκηνή της να γίνεται το οχυρό του συνθέτη.
Η Μουτούση καλείται να ερμηνεύσει μία τραγωδία περίπου 1500 στίχων, ενσαρκώντας όλους τους ρόλους (συμπεριλαμβανόμενων κι αυτών του χορού). Ερμηνεύει λοιπόν την πληθώρα αυτών των ρόλων με τρομερή ακρίβεια και αξιοθαύμαστη τεχνική, με κέντρο βάρους τη φωνή της. Αυτή ακριβώς η φωνή περπατά πάντα σε μία εύθρυπτη ισορροπία, περνώντας σε διαφορετικές συνθήκες εν μέσω μίας αναπνοής. Η Αφροδίτη της, λ.χ., ταλαντεύεται μεταξύ της αθωότητας ενός κοριτσιού και της βλοσυρής γητεύτρας. Η εισαγωγή του Ιππόλυτου γίνεται με την εφαρμογή ενός ανεπαίσθητου, εύθραυστου ψευδίσματος, το οποίο υπογραμμίζει τα λόγια του ήρωα: «Δεν μου αρέσουν οι θεοί που τους λατρεύουν τη νύχτα».
Τα τακούνια της ηθοποιού μπήγονται στο κατάπυκνο χαλί, τα μάτια της εστιάζουν σε κάτι που βλέπει μόνο η ίδια. Η Φαίδρα της είναι επιβλητική και ανά στιγμές τραχιά. Η ερμηνεία της φέρει ειδικό βάρος και τα κρίματα της ηρωίδας αρθρώνονται διαφραγματικά, με το κορμί της Μουτούση να βρίσκεται στην απόλυτη ένταση, σαν τεντωμένο τόξο. Εκλιπαρεί, ικετεύει και προστάζει, με τις ανάσες της να μετουσιώνονται σε ένα ξεχωριστό recitativo, το οποίο βαδίζει χέρι-χέρι με τις νότες του Καμαρωτού. Ο συνθέτης, πάντα μεταξύ του αναλογικού και του ηλεκτρικού, είναι συνεργός στο θέαμα, με τη μουσική του να μπλέκει με τρόπο οργανικό στο αφήγημα, σε ρόλο ισότιμο: χωρίς να γίνεται υποστηρικτικός ή πρωταγωνιστικός, αλλά εγγενώς απαραίτητος.
Η τροφός ερμηνεύεται με πολύ αέρα στον ήχο της ερμηνεύτριας, χάνοντας το βάρος και την αξιοπιστία της, ως προοικονομία μίας ερμηνευτικά ιδιοφυούς ανάγνωσης της Μουτούση. Η Άρτεμις συνοδεύεται από τον αχό της θάλασσας και τις οπλές των αλόγων, όσο ο ταύρος του κειμένου οδηγά το άρμα του Ιππόλυτου στον χαμό του ήρωα. Ο Θησέας, αντίστοιχα, αντηχεί διπλά με τους μπάσους ψίθυρους του Καμαρωτού να κουμπώνουν στα κρεμάμενα, στρεβλά λόγια της Μουτούση, στις κατάρες του πατέρα του Ιππόλυτου. Παράλληλα, η φωνή της ηθοποιού αλλάζει σε ένρινους, λεπτούς και φάλτσους τόνους σε περιπτώσεις σαν κι αυτές των αναφορών του Θησέα στον «πατέρα» του Ποσειδώνα ή του Ιππόλυτου στην οργισμένη φιγούρα του γονιού του.
Η παράσταση, παρά τη δίωρη διάρκειά της, καταφέρνει να αποκτήσει πολυάριθμες στιγμές έντασης και υψηλής αισθητικής. Σε όλον τον χρόνο της, η Μουτούση περιπλανιέται στην αίθουσα, αναγκάζοντας το κοινό να την ακολουθεί με το βλέμμα του σε μία άτυπη χορογραφία –θυμίζει την κίνηση αγριόχορτων στον άνεμο. Τα εκκρεμή των μικροφώνων που κρέμονται από το ταβάνι εκτοξέυονται από τα χέρια της, με τους ήχους τους να ταλαντεύονται στον χώρο. Η Μουτούση τραβάει τις κουρτίνες και λούζεται από το κίτρινο φως του προβολέα: βλέπουμε το καταϊδρωμένο της πρόσωπο γεμάτο ένταση, μέχρι να τραβήξει ξανά τις κουρτίνες και να βυθιστεί στο σκοτάδι. Λίγο πριν το τέλος, ανεβαίνει στο μπαλκόνι του Παρνασσού και μπροστά στο αναλόγιο ενσαρκώνει μία τρομερή και επιβλητική Άρτεμη, με τη φωνή της να φτάνει κάθε γωνία του χώρου.
Ο Καμαρωτός στέκεται σκηνοθετικά στο ύψος των περιστάσεων, καταφέρνοντας να ερμηνεύσει δραματουργικά το κείμενο –χωρίς να αποποιηθεί τον ρόλο του μουσικού, αλλά ενσωματώνοντάς τον ευφυώς στη διαδικασία του χτισίματος της παράστασης. Αντιστοίχως, η Μουτούση αποδεικνύει πως είναι μεγάλη και σπουδαία τεχνίτρια, που επεξεργάζεται εις βάθος ό,τι βρίσκεται στα χέρια της. Παίρνει τις λέξεις, τις ανατέμνει και «κατεβαίνει» στον πυρήνα τους, εμπλεκόμενη στη διαδικασία της δημιουργίας από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι από εκείνους τους μαγνητικούς ανθρώπους, που αλλάζουν τα δεδομένα των συνθηκών στις οποίες βρίσκονται, μεταμορφώνοντας και εξυψώνοντας κάθε παράσταση σε κάτι αναπάντεχο· δίνοντας διαφορετική διάσταση από αυτήν που περιμένει το κοινό, αλλά και οι ίδιοι οι συντελεστές.
Και οι δύο τους, για ακόμα μία φορά, έφτιαξαν λοιπόν μία παράσταση που επιβεβαιώνει τη θέση τους στο θεατρικό/μουσικό στερέωμα της χώρας και φέρνει νέες συνθήκες σε ανθρώπους που τις έχουν ανάγκη.
{youtube}UGuyH4LnKeo{/youtube}