Καταχωρείται προφανώς στα θετικά το ότι το An Club συνεχίζει, επιμόνως και για χρόνια, να δίνει βήμα και διά αυτού να στηρίζει τις νέες εγχώριες μπάντες. Δεν είναι λίγο και ούτε πρέπει να περνάει στα ψιλά. Ιδού και μία απόδειξη, μία συναυλία με 4 από δαύτες, «πακεταρισμένη» υπό το όνομα New Psych Fest.
Εδώ, ωστόσο, αρχίζουν τα ζητήματα. Διότι όταν διαβάζεις «new psych fest», περιμένεις τουλάχιστον δύο πράγματα: πρώτον, να ακούσεις ψυχεδέλεια και δεύτερον να ακούσεις κάτι που θα δικαιολογεί το επίθετο «new», κάτι δηλαδή πιο ουσιαστικό από την ημερομηνία σχηματισμού των συγκροτημάτων. Το σκεφτόμουν καθώς άκουγα τους Lustin Jane από τη Σπάρτη, πως το όλο πράγμα έχει να κάνει με την ψυχεδέλεια όσο εγώ με την αστροφυσική και πως το καινούργιο δεν βρίσκεται πουθενά (όσο κι αν ξεχειλώσει κανείς τον ορισμό), ούτε στη μουσική, ούτε στην πόζα της σκηνικής παρουσίας της συμπαθούς κατά τα λοιπά μπάντας. Αμφότερες κρίνονται αρκετά απαρχαιωμένες.
Περισσότερο από ψυχεδέλεια, οι Lustin Jane έπαιζαν ένα τυπικό ροκ, με τους όρους που το εννοούσαμε πριν από 15, 20 ή 25 χρόνια. Ξέρετε, με μια σκληράδα που θα ήθελε πιθανώς να φέρει στον νου τους Alice In Chains, αλλά που καταλήγει πιο κοντά στο νερόβραστο ροκσταριλίκι των Nickelback. Χωρίς καμία διάθεση για εκπλήξεις στο μουσικό σκέλος, οι Lustin Jane ακολουθούσαν –με θαυμαστή αφοσίωση– τα περισσότερα κλισέ της ροκ τραγουδοποιίας. Τόσο, ώστε μ’ έκαναν να σκέφτομαι ότι εκείνο που τελικά ακούγαμε δεν ήταν η (έστω ελάχιστα πρωτότυπη) πρόταση μίας νέας μπάντας, αλλά μελοποιημένες τις αφίσες των εφηβικών τους δωματίων.
Πάρτε, ας πούμε, εκείνο το κομμάτι που ολοκλήρωσαν τραγουδώντας «you got to love», en bloc οι 3 της εμπροσθοφυλακής (κιθάρα, μπάσο, φωνή), το α-λα-Slash attitude του κιθαρίστα ή την κινησιολογία του τραγουδιστή, ξεπατικωμένη θαρρείς από κάποιο εγχειρίδιο για ροκ σταρ εμφανίσεις· προσθέστε και τραγούδια που για την εξέλιξή τους επέλεγαν μεταξύ δύο-τριών φασόν επιλογών, και θα έχετε μια καλή εικόνα. Βέβαια, η τετράδα των Lustin Jane «το ζούσε»: γούσταρε που βρισκόταν εκεί όπου βρισκόταν, κάτι που σίγουρα δίνει μια κάποια ενέργεια στο λάιβ ή ορισμένα δυναμικά παιξίματα. Αλλά μέχρις εκεί.
Οι Σπαρτιάτες ήταν και το πρώτο σχήμα που άκουσα, καθώς λόγω υποχρεώσεων και κακού γενικώς timing, έχασα το ντουέτο των Cruel Anagrams που άνοιξε τη συναυλία (στο οποίο και απολογούμαι). Συνέχεια λοιπόν μετά τους Lustin Jane, με τους Bonnie Nettles.
Η αρχή του δικού τους set, μού κέντρισε το ενδιαφέρον. Μ’ ένα ντέφι να βαράει έναν νωχελικό ρυθμό κι ένα εξίσου αργόσυρτο μελωδικό θέμα στην κιθάρα, οι Bonnie Nettles έφτιαξαν μια ωραία ατμόσφαιρα για να αντικαταστήσουν τις καλησπέρες και να μας εισάγουν στη μουσική τους. Αργότερα, όταν το κομμάτι “Mrs. Dazed Hudson” ήταν πλέον σε πλήρη εξέλιξη, διατήρησα μεν τη θετική εντύπωση, ωστόσο ο ενθουσιασμός μου ομολογώ ότι μετριάστηκε.
Εδώ, αν υπήρχε ψυχεδέλεια, ξεκινούσε πηγαίνοντας προς τα μέρη των Velvet Underground, αν και συχνότερα βουτούσε στη …βρετανικίλα των Stone Roses, συνδυασμός που σε κάθε περίπτωση δεν διαθέτει τη δυναμική της έκπληξης, εν έτει 2017. Παρόλο, λοιπόν, που κι ετούτοι δεν ξέφευγαν ιδιαίτερα από πολυφορεμένα εκφραστικά μοτίβα, ορισμένες φορές η μουσική τους έβρισκε ένα απαλό γκρουβ, κάτι το –ας το πούμε– ταξιδιάρικο, που σε προσκαλούσε στο μέσα της. Γι’ αυτό νομίζω πως ήταν καλύτεροι όταν παρέκκλιναν λιγάκι από τις αναγκαιότητες και τις αυστηρές δομές της τραγουδιστικής φόρμας (τα κουπλέ, τις γέφυρες και τα ρεφραίν) και έψαχναν για μικρά ανοίγματα, παίρνοντας ίσως για οδηγό το coolness του τύπου με το ντέφι.
Αυτά τα ανοίγματα, βέβαια, ήταν μάλλον οι εξαιρέσεις, παρά ο κανόνας· ο οποίος κι αυτός κινούνταν σε πιο τετραγωνισμένα σχήματα. Ευχή και κατάρα, ο αξιόμαχος σίγουρα κιθαρίστας στα αριστερά μας, ο οποίος παρέδωσε ορισμένα όμορφα θέματα, όμως φλυαρούσε και αρκετά στις ψηλές νότες της λευκής Stratocaster του.
Για το τέλος, είχαν σειρά οι Blame Canada. Και εδώ η «ψυχεδέλεια» και το «νέο» ήταν δύο έννοιες σχετικές, καθώς οι αναφορές του κουιντέτου ήταν επίσης λιγάκι πολυκαιρισμένες, ενώ η σχέση τους με το όποιο «transcendence» αρκετά αμφίβολη. Ωστόσο, βρήκα ότι ο ήχος τους ήταν ο πιο μεστός από τις 3 μπάντες που παρακολούθησα. Και οι λίγοι που απομείναμε μέχρι τέλους (καμιά 30αριά ψυχές) νομίζω πως τους το αναγνωρίσαμε.
Υπήρχε βέβαια ορισμένες φορές μια δραματοποίηση κάπως πιο έντονη απ’ όσο αντέχει τελευταίως η κράση μου, ωστόσο οι Blame Canada φάνηκαν ισορροπημένη μπάντα σε γενικές γραμμές, με σίγουρα πατήματα και πειστικές εξάρσεις. Με δυο κιθάρες που συμπλήρωναν ωραία η μία την άλλη, μια rhythm section η οποία ήταν όσο στιβαρή χρειαζόταν κι έναν τραγουδιστή με αρκετά ροκ στήσιμο αλλά χωρίς ιδιαίτερους βερμπαλισμούς, το αθηναϊκό γκρουπ μας παρουσίασε κομμάτια από τον πρόσφατο δίσκο City We Love Τo Hate, δίνοντας στο λάιβ το κλικ εκείνο της έντασης που μάλλον λείπει από τη στούντιο εκδοχή τους.
{youtube}abreDcjqVGA{/youtube}