Στα χαρτιά, μια δωρεάν συναυλία σε ένα από τα πιο γνωστά λαϊβάδικα του κέντρου της Αθήνας, και μάλιστα με θρυλικό όνομα στη θέση του headliner, μοιάζει πολύ καλή ιδέα. Στην πράξη, όμως, η πιθανότητα μια τέτοια επιχείρηση να εκτροχιασθεί και όλες (σχεδόν) οι πλευρές να βγουν ζημιωμένες, είναι πάντα μεγάλη. Κάτι τέτοιο μάλλον συνέβη και το Σάββατο στο Six d.o.g.s. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή...
Record Store Day 2016, λοιπόν, και ο κόσμος που είχε μαζευτεί από νωρίς στην Αβραμιώτου ήταν πολύς –όχι μόνο εις αναμονή της συναυλίας, αλλά και λόγω του δισκοπωλείου που είχε στηθεί παραπλεύρως, με πολλή πραμάτεια και καλές τιμές. Τα πηγαδάκια έδιναν κι έπαιρναν, η ώρα κυλούσε, όμως η έναρξη (που σύμφωνα με το πρόγραμμα θα γινόταν στις 21:00) δεν ερχόταν. Τελικά, 10 λεπτά πριν τις 22:00, Τα Παιδιά Της Παλαιότητας ανέβηκαν στη σκηνή.
Σε μια πιο compact εκδοχή της, η ομάδα του Π.Ε. Δημητριάδη αποτελούνταν εκείνο το βράδυ από 3 ακόμα μουσικούς σε πιάνο, κιθάρα και τσέλο. Ο Δημητριάδης εμφανίστηκε φορώντας λευκό χιτώνα, παραπέμποντας σαφώς στη χριστιανική τελετουργία των ημερών, και ξεκίνησε ψέλνοντας το “Ιδού Ο Νυμφίος Έρχεται...”. Γρήγορα πέρασε στα δικά του, με τα “Σκύψε Με Αγάπη” και “Τρέλανέ Μας Κι Απόψε” να κάνουν καλό άνοιγμα της παρτίδας. Ακολούθησαν αρκετά ακόμα τραγούδια από τα δύο άλμπουμ του γκρουπ, τα οποία, λόγω της έλλειψης μπάσου και τυμπάνων, παρουσιάστηκαν με μια ομοιομορφία που δεν τα βοηθούσε. Παρά ταύτα, η όλη περσόνα που αποκαλύπτει επί σκηνής ο Κερκυραίος performer κατάφερε από μόνη της αρκετά –όχι όμως και να μαζέψει πολύ κόσμο μέσα στο gig space. Δεν έλειψε, πάντως, και το πατροπαράδοτο crowdsurfing...
Σειρά είχαν στη συνέχεια οι Kooba Tercu, το εξαμελές γκρουπ που παίζει με πάθος, τρέλα και αλήτικη διάθεση κάτι που μοιάζει με rock 'n' roll όπως θα το έπαιζαν Αφρικανοί που δεν το έμαθαν ποτέ. Ξεκίνησαν με το “Ukunta” και συνέχισαν με κάμποσα ακόμα από τα κομμάτια του περσινού τους ντεμπούτο. Η συγκεκριμένη μπάντα έχει νομίζω πετύχει κάτι διόλου ευκαταφρόνητο: να παίζει απόλυτα δομημένες συνθέσεις με τρόπο που να σου δίνεται η αίσθηση ότι τζαμάρουν. Δεδομένων των συνθηκών, ο ήχος τους ήταν πολύ καλός αλλά, καθώς ήδη η πυκνότητα του πλήθους αυξανόταν επικίνδυνα, δεν ήταν πάντα εύκολο να συγκεντρωθείς σε αυτούς, αφού έπρεπε να αγωνιστείς για τα λίγα τετραγωνικά εκατοστά που σου αναλογούσαν... Αποτέλεσαν, πάντως, μια καλή παρουσία τη συγκεκριμένη βραδιά.
Για τους Rattler Proxy είχα μεγάλη περιέργεια, καθώς έχω ακούσει αρκετά θετικά σχόλια γι' αυτό που κάνουν. Το δίδυμο των Μάκη Παπασημακόπουλου (φωνή) και Λουκά Σαββίδη (σύνθι, προγραμματισμός) στήνει στα τραγούδια του έναν κόσμο σκοτεινό, βρώμικο, κλειστοφοβικό, που παραπέμπει στα 1970s και 1980s. Επί σκηνής, η υπερκινητικότητα του πρώτου, σε αντιπαραβολή με την απόλυτη στατικότητα του δεύτερου, δημιουργεί αρχικά μία περίεργη αίσθηση, η οποία δεν καταφέρνει εντούτοις να ξεπεράσει τα στενά όρια της πόζας. Την ίδια αίσθηση μου άφησε και η μουσική τους: με ιντρίγκαρε αρχικά, αλλά, καθώς κυλούσε η ώρα, δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω τις συνθέσεις (οι οποίες παίχτηκαν χωρίς κενά ανάμεσά τους) ή να πιαστώ από την όποια θεματολογία των στίχων, έτσι όπως έφταναν παραμορφωμένοι στα αυτιά μου. Θεωρώ πάντως ότι η συγκεκριμένη περίσταση δεν ήταν η κατάλληλη για να έρθω πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους, οπότε σημειώνω ότι πρέπει να τους ξαναδώ.
Με το που άρχισε να στήνεται η σκηνή για να υποδεχθεί τη Λένα Πλάτωνος, γύρω στις 00:30, έγινε σαφές ότι όλος αυτός ο κόσμος που ηθελημένα είχε παστωθεί με τις ώρες στο Six d.o.g.s. βρισκόταν εκεί για εκείνη και μόνο. Η υπομονή του, βέβαια, βρισκόταν ήδη στο αμήν και η πολλή ώρα που χρειάστηκε για να ρυθμιστούν όλες οι τεχνικές λεπτομέρειες δεν βοήθησε καθόλου. Γύρω στη 1:00 τελικά άνοιξαν οι ουρανοί και ακούστηκαν οι πρώτες νότες του “Τι Νέα, Ψιψίνα;”, μέσα σε αποθέωση. Η Σαβίνα Γιαννάτου και ο Γιάννης Παλαμίδας οδήγησαν με πυγμή την κατάσταση, ο Στέργιος Τσιρλιάγκος σήκωσε με μαεστρία το μεγάλο βάρος του να αποτελεί τη μόνη συνοδεία του πιάνου της συνθέτριας και το πανηγύρι άρχισε να ξετυλίγεται μαεστρικά.
Παρακολουθήσαμε ουσιαστικά ένα greatest hits σόου, με πολλά από τα τραγούδια που εξασφάλισαν την αγάπη του κόσμου εδώ και δεκαετίες: “Πτήση 201”, “Σαμποτάζ”, “Μάρκος”, “Εμιγκρέδες Της Ρουμανίας” κ.ά. Όταν η συναυλία έφτανε προς το φινάλε, με τη “Ρόζα Ροζαλία”, κανείς δεν ήθελε να τελειώσει –και η Πλάτωνος δεν χάλασε χατήρια, παίζοντας όλα τα τραγούδια που είχε έτοιμη η μπάντα της. Ώσπου έφτασε μια στιγμή, στις 02:15, που είπε «δεν μπορώ άλλο, κουράστηκα».
Δεν είχε αντίπαλο εκείνο το βράδυ η Λένα Πλάτωνος. Όχι μόνο γιατί τα τραγούδια της ανήκουν από καιρό στα κανονικά έργα του ελληνικού ρεπερτορίου, αλλά και επειδή είχε μαζί της δύο ιπτάμενους κι αγέραστους ερμηνευτές, πάντα έτοιμους να απεγκλωβίσουν την εγκιβωτισμένη σε αυτά τα κομμάτια μαγεία. Η παρουσία τους στάθηκε μια γενναία ανταμοιβή για την ταλαιπωρία που είχαν υπομείνει για ώρες οι παρόντες.
{youtube}6-NutFGf4Po{/youtube}