Τέταρτη χρονιά φέτος για το Deteriorate Sound, το φεστιβάλ πειραματικής και αυτοσχεδιαστικής μουσικής που διοργανώνεται ετησίως στο Six d.o.g.s. Εμπνευστής και οικοδεσπότης του είναι ο Γιάννης Αναστασάκης, ένας από τους πλέον δραστήριους της αθηναϊκής σκηνής (σημειωτέον, οργανώνει και μηνιαίες αυτοσχεδιαστικές μαζώξεις στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων –βλέπε π.χ. εδώ). Είναι επίσης μουσικός με μια συγκεκριμένη προσέγγιση, η οποία νομίζω πως γίνεται όλο και πιο ουσιαστική και ξεκάθαρη στις τοποθετήσεις και στις επιδιώξεις της.
Για το φετινό Deteriorate Sound, το πλάνο ήταν να επαναπατριστούν (προσωρινώς) Έλληνες μουσικοί που ζουν και εργάζονται στο Βερολίνο και να αναμειχθούν με άλλους, που δρουν στην Αθήνα. Έτσι, Αντώνης Ανισέγκος, Γιώργος Δημητριάδης και Φλώρος Φλωρίδης από την πρώτη περίπτωση, Γιάννης Αναστασάκης, Σπύρος Πολυχρονόπουλος (Spyweirdos) και Στέλλα Νίκου Χρήστου από τη δεύτερη, γέμισαν την 1η μέρα του φεστιβάλ με 3 acts, 1 σόλο και 2 τρίο, τα οποία μας έφτασαν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Την αρχή έκανε ο ντράμερ Γιώργος Δημητριάδης, παίζοντας σόλο για περίπου 40 λεπτά. Αν διαβάζετε σόλο ντραμς και στο μυαλό σας έρχεται μια λίγο ή πολύ ακατάσχετη φασαρία, βρίσκεστε σε τελείως λάθος κατεύθυνση. Εκτός από εστία εκτόνωσης –πέρα και από τον ρόλο του ρυθμικού βαστάζου– τα ντραμς είναι ένα όργανο στο οποίο έχει ιδιαίτερη σημασία η υλικότητα των πραγμάτων (μεγαλύτερο ίσως απ’ ό,τι σε άλλα ακουστικά όργανα): παράγεις ήχο χτυπώντας κάτι με κάτι άλλο, επομένως η ηχητική αξία εξαρτάται άμεσα από το δέρμα του τυμπάνου, το ξύλο της μπαγκέτας, το μέταλλο του κυμβάλου κ.ο.κ.
Ο Δημητριάδης αναδείκνυε λοιπόν την εν λόγω υλικότητα, στήνοντας τη μουσική του σκέψη γύρω από τον συνδυασμό των ηχητικών ποιοτήτων του ντραμ-σετ και των διαφόρων αντικειμένων που επίσης χρησιμοποιούσε. Αλλά δεν έκανε μονάχα αυτό. Παρήγαγε και ορισμένους ήχους για τους οποίους θα ορκιζόσουν (αν δεν είχες την οπτική επαφή) ότι έχουν φτιαχτεί ηλεκτρονικά. Όπως τότε που, μ’ ένα μικρόφωνο επαφής στο χέρι, έπαιζε με τα τριξίματα στο δέρμα του ταμπούρου του· ή όπως ξεκίνησε το λάιβ, κρατώντας στο ένα του χέρι ένα («κανονικό») μικρόφωνο, με τρόπο ώστε να εφάπτεται σε κάποιο πιατίνι, το οποίο χτυπούσε ύστερα με το άλλο –με μπαγκέτα ή χωρίς. Μ’ αυτήν την τεχνική έδινε έμφαση, εκτός από την υλικότητα, και στη δόνηση που δημιουργείται στο πιατίνι τη στιγμή του χτυπήματος, χτίζοντας έτσι μια ένταση πολύ απτή και ταυτόχρονα ελαφρώς απόκοσμη. Οι πλούσιες δυναμικές της, μαζί με την ευρηματικότητα του Δημητριάδη, υπήρξαν τα κλειδιά της επιτυχίας του σετ, για το οποίο δικαίως χειροκροτήθηκε θερμά από τους 60,70 παρευρισκομένους στο Six d.o.g.s.
Λίγο αργότερα, στη σκηνή βρέθηκε ο Γιάννης Αναστασάκης, μπροστά από τον –γνωστό, πλέον– σταθμό εργασίας του (αποτελούμενο από άπειρα πεταλάκια και καλώδια) και ο Αντώνης Ανισέγκος, αρχικά υπό το φως της οθόνης του λάπτοπ. Όσο παίξανε σαν ντουέτο, προσωπικά δεν βρήκα κάτι να με ενθουσιάσει, μολονότι εκμεταλλεύτηκαν μια χαρά τις τρεις διαστάσεις των ηχητικών τους όγκων.
Με την είσοδο όμως της Στέλλας Νίκου Χρήστου, το πράγμα άλλαξε και έγινε πολύ πιο ενδιαφέρον. O Ανισέγκος έκλεισε το λάπτοπ και πιάστηκε με το ηλεκτρικό του πιάνο και τη θαυμάσια αρχιτεκτονική των παιξιμάτων του, ενώ η Χρήστου κάθισε μπροστά από το μικρόφωνο, αυτοσχεδιάζοντας με μικρές φράσεις ή με μη λεκτικούς βοκαλισμούς. Τα ηχητικά σήματα των δύο έφταναν στα κυκλώματα του Αναστασάκη, ο οποίος πολλές φορές αναπαρήγαγε τις ατάκες τους, δημιουργώντας έτσι μια δευτερογενή χρονικότητα, μέσα στην οποία επενέβαινε κατά το δοκούν.
Ό,τι ακολούθησε, είχε αρκετές διακυμάνσεις σε ένταση και σε πυκνότητα, με τη φωνή και τα πλήκτρα να συνδυάζονται εξαιρετικά (στήνοντας, μεταξύ άλλων, και έξυπνα παιχνίδια ερωταπαντήσεων) και τον Αναστασάκη να μεταβάλλει αναλόγως την οξύτητα των όλων αλληλεπιδράσεων. Αν και ίσως θα μπορούσε να είναι πιο σύντομο, νομίζω ότι το σετ λειτούργησε ικανοποιητικά, ιδίως σε ορισμένα αδειάσματα.
Για το τέλος, είχε σειρά ένα ακόμα τρίο, με τον Φλώρο Φλωρίδη στα πνευστά (κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο και άλτο σαξόφωνο), τον Σπύρο Πολυχρονόπουλο στα ηλεκτρονικά και τον Αντώνη Ανισέγκο στο ηλεκτρικό πιάνο. Εδώ θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μια αντίθεση, μια ταυτόχρονη τάση προς έναν πιο ξεκάθαρο τζαζ αυτοσχεδιασμό –με τον Φλωρίδη λ.χ. να φέρνει ορισμένες στιγμές στο μυαλό έναν πιο ελευθεριάζοντα John Lurie– και προς τον ηλεκτρονικό θόρυβο. Αντίθεση βέβαια που λειτούργησε πολύ δημιουργικά, γενόμενη αφορμή ενός γόνιμου διαλόγου μεταξύ των Φλωρίδη/Ανισέγκου από τη μία και του Πολυχρονόπουλου από την άλλη. Ήταν, για παράδειγμα, εξαιρετικό ένα σημείο στο οποίο τα ηλεκτρονικά διεμβόλιζαν σταδιακά μια δυναμική αλληλεπίδραση κλαρινέτου/πλήκτρων, κέρδιζαν ολοκληρωτικά τον έλεγχο και εξαφανίζονταν ξαφνικά, πάνω στην πληρότητα της κυριαρχίας τους, αφήνοντας τα δύο όργανα να μετεωρίζονται στο μεταξύ τους.
Φυσικά, ο Πολυχρονόπουλος δεν ήταν μόνο ένας θορυβώδης ξενιστής· πρόσθετε, επίσης, ορισμένες εξαιρετικά ατμοσφαιρικές πινελιές, γνωρίζοντας γενικώς καλά πώς να στήνει τα ηλεκτρονικά του στη διαλεκτική συνθήκη του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού (άλλωστε με τον Φλωρίδη έχουν συνεργαστεί σε αρκετές περιστάσεις). Και ήταν η τελευταία που τελικά θριάμβευσε: το ζωηρό παιχνίδι μεταξύ των τριών μουσικών, εκεί όπου όση σημασία έχει να σκεφτείς τα δικά σου παιξίματα, άλλη τόση έχει να ακούς αυτά των συντρόφων σου. Και οι τρεις στάθηκαν λοιπόν εξαιρετικά, με μια προσωπική αδυναμία στα φυσήματα του Φλωρίδη, ειδικά εκείνα τα βαθιά στο μπάσο κλαρινέτο.