Αν υπάρχουν δύο αδιαπραγμάτευτες σταθερές που χαρακτηρίζουν το φετινό φθινόπωρο, είναι η (εκνευριστική, πια) ηλιόλουστη μονοτονία του καιρού, αλλά και οι πολύ ενδιαφέρουσες συναυλίες «καυτών» εγχώριων ονομάτων, σε ποικίλους συνδυασμούς εμφανίσεων. Και το βράδυ της περασμένης Πέμπτης ήρθε για να ενισχύσει ακόμη περισσότερο αυτή την αίσθηση.
Δεν ξέρω αν θα πρέπει να κατηγορήσω τους βρετανικούς μου ψυχαναγκασμούς χρονικής ακρίβειας, αλλά έφτασα στο (σχεδόν πάντα γεμάτο σκουπίδια) στενό της Αβραμιώτου ακριβώς στις 9:30, την ώρα δηλαδή που θα έπρεπε να ανέβει στη σκηνή ο Άγγελος Κυρίου, σύμφωνα με την ανάρτηση στο Facebook event. Όμως η –όχι απαραίτητα επαγγελματική– τυπολατρεία μου με πρόδωσε για ακόμη μία φορά, λόγω από τη μία της κλασικής, αλληλοτροφοδοτούμενης καθυστέρησης που ακολουθεί τον άγραφο νόμο «δεν θα έρθει ο κόσμος πριν το πρώτο μισάωρο, άρα περιμένουμε», και της αντίστοιχης νοοτροπίας «δεν θα αρχίσει το πρώτο act μέσα στο πρώτο μισάωρο, άρα ας αργήσουμε λίγο», από την άλλη. Μικρό το κακό βέβαια, ίσα-ίσα βρήκα λίγο χρόνο να αναδιοργανωθώ και να μπω στο κλίμα για live. Εν πάση περιπτώσει, ο Άγγελος Κυρίου βγήκε λίγο μετά τις 10, κάθισε στην καρέκλα του, έπιασε την ηλεκτρική κιθάρα και το κασετοφωνάκι και ξεκίνησε το ιδιαίτερό του σόου, υπό την παρουσία 20 με 25 (το πολύ) ατόμων.
Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα ζωντανά και δεν νομίζω πως, μετά από ό,τι βίωσα, μπορώ να τον προσεγγίσω καθαρά ως μουσικό. Κι αυτή η πρόταση δεν εμπεριέχει το παραμικρό ψήγμα ειρωνείας ή αμφισβήτησης. Ειλικρινά, δεν ξέρω αν διαθέτω τα εκφραστικά μέσα για να αποδώσω κυριολεκτικά τα όσα παρακολούθησα. Η κοντινότερη περιγραφή/σύνοψη της εμφάνισής του μπορεί να δοθεί υπό τη μορφή αλληγορίας: μου θύμισε τον τρελό του χωριού, που κάθεται ολομόναχος στο κεντρικότερο σημείο και σιγομουρμουράει λόγια τα οποία ακούγονται σαν ασυναρτησίες στους περισσότερους περαστικούς. Άλλοι (χαζο)γελάνε, άλλοι κοιτάνε με θαυμασμό και φόβο, μερικοί περιφρονούν και επιταχύνουν τον ρυθμό βαδίσματος.
Στην πραγματικότητα, πίσω από τη δουλεμένη όσο και αυτοσχέδια συνειρμική διάρροια του καλλιτέχνη κρύβονται σύντομες ιστορίες καθημερινής, αστικής παράνοιας και στιγμιαίων πικρόχολων συνειδητοποιήσεων. Μία οικεία εικονοπλασία, δηλαδή, που καταφέρνει να οργώσει το υποσυνείδητο του Αθηναίου κυρίως ακροατή και τελικά είτε να τον εκθέσει απέναντι σε μία πραγματικότητα που δεν είχε συνειδητοποιήσει, είτε να τον αναγκάσει να γελάσει με τις (κάποιες φορές όντως) αστείες μεταφορές του. Έτσι, τα σπάνια live του Άγγελου Κυρίου φαίνεται να λειτουργούν ως στιγμές εκτόνωσης για τον ίδιο, μα και ευκαιρίες να μοιραστεί με το (δυστυχώς λιγοστό) κοινό τις ανανεωμένες του ανησυχίες/περιστατικά. Αν λοιπόν θεωρείτε πως όλο αυτό γίνεται για να γελάσουν οι κολλητοί των κολλητών του performer, ξανασκεφτείτε το –ίσως αυτός ο χειροποίητος, ποιητικός ερασιτεχνισμός σας φέρει αντιμέτωπους με πιο σκληρές αλήθειες απ’ ότι ορισμένα θεάματα υψηλής τέχνης.
Οι Chickn, τώρα, είναι ένα από τα πιο υποσχόμενα ονόματα της εγχώριας σκηνής: έχουν καταφέρει να απασχολήσουν με τις εμφανίσεις τους, χωρίς καν να έχουν κυκλοφορήσει ακόμη ολοκληρωμένη δουλειά (θα έρθει με το καλό το ντεμπούτο τους μέσα στο επόμενο έτος, από την Inner Ear). Σε περιγραφές για την ταυτότητά τους, θα συναντήσεις με εκνευριστική συχνότητα τις αναφορές «αυτοσχεδιασμός», «κολεκτίβα», «μουσικό χαρμάνι». Είναι βέβαια αρκετά αντιπροσωπευκτικές λέξεις για να συνοψιστεί το σύμπαν του σχήματος, αλλά σε αυτή την τέταρτη –και πρώτη ως βασικό όνομα– φορά που τους παρακολούθησα, βγήκαν νέα και πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την ηχητική τους εξέλιξη, τα οποία εμπλουτίζουν το παραπάνω τρίπτυχο.
Εντωμεταξύ το κοινό είχε πυκνώσει σημαντικά στο Six d.o.g.s. όταν βγήκε η αθηναϊκή εξάδα στη σκηνή, ακριβώς όμως όσο έπρεπε για να νιώθει κανείς την ενέργεια του live να μεταδίδεται χωρίς παράλληλα να ασφυκτιά. Μου φάνηκε δε πως η εμφάνιση χωρίστηκε σε δύο απολύτως διακριτά μέρη: σε αυτό δηλαδή πριν μας ευχαριστήσει ο επιβλητικός μπροστάρης Άγγελος Κράλλης, ανακοινώνοντας παράλληλα πως πωλούνται μπλουζάκια, και σε αυτό μετά. Στο αρχικό σκέλος, είχα την εντύπωση πως έβλεπα κάτι εντελώς διαφορετικό από εκείνο που με έχουν μέχρι τώρα «εκπαιδεύσει» να αναζητώ στη μουσική τους οι Chickn: οι Δυτικές επιρροές έδωσαν τη θέση τους σε ένα κράμα desert rock και ανατολίτικης ψυχεδέλειας, που μόνο στις λεπτομέρειές του διαφέρει από το αντίστοιχο των Goat. Δεν λέω πως αυτό που αντίκρισα δεν διέθετε ενδιαφέρον, έχω όμως την αίσθηση πως η νέα κατεύθυνση μάλλον περιορίζει, παρά διερύνει τις δυνατότητες εξερεύνησης διαφορετικών ηχητικών πεδίων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι οι Chickn απέδειξαν επί σκηνής ότι είχαν προετοιμαστεί με μεγάλη προσήλωση για την πρώτη τους εμφάνιση ως κεντρικό όνομα.
Τα πράγματα άλλαξαν θεαματικά στο δεύτερο μέρος. Εκεί η μπάντα μου θύμισε μία αρκετά πιο εξελιγμένη εκδοχή της οικείας μορφής της, όπως καταγράφηκε τη βραδιά που την είχα απολαύσει (στον ίδιο χώρο) μαζί με τους Weekend, πριν 2 χρόνια περίπου. Τα 3 κομμάτια με τα οποία έκλεισαν, ξεχαρβαλώθηκαν πλήρως και φλέρταραν ευγενικά με τον απόλυτο αυτοσχεδιασμό. Φλερτ που τελικά έμεινε μόνο ως τέτοιο, βέβαια, καθώς το πολυσχιδές σχήμα έλεγξε τις έμφυτες τάσεις για ηχητικό χάος και οριοθέτησε με στυλ τις εκτελέσεις. Μαζί με τη φλόγα στο κοινό, επέστρεψαν και στη σκηνή οι kraut αρετές, η αμερικάνικη ψυχεδέλεια, ακόμη και μερικές στάλες πρωτόλειου βρετανικού prog, χωρίς να εξαφανιστούν οι πιο εξωτικές πινελιές. Κι ενώ όλα ρόλαραν θεσπέσια, ένας κύριος με χίπστερ κουστούμι βγαλμένος από ταινία των αδερφών Κοέν, άρχισε να χορεύει παραληρηματικά στην πρώτη γραμμή, με swing κινησιολογία, σκορπώντας επιδημική ευθυμία σε όλους, πάνω και κάτω από τη σκηνή.
Τελικά οι Chickn έφυγαν ηρωικά, υπό το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού, τον ζεστό θόρυβο των synths, και το ημίψηλο καπέλο του χορευταρά κυρίου να περιστρέφεται στον αέρα. Μόνο τα πυροτεχνήματα έλειπαν για να επισφραγίσουν θεατρικά την πιο ουσιαστική και εντυπωσιακή μέχρι τώρα εμφάνισή τους. Η ανυπομονησία για το ντεμπούτο είναι πλέον μεγάλη, και, αν κρίνω σωστά από τα σημάδια, μάλλον δεν θα απογοητεύσει τους fans.
{youtube}TrzGeeYi3t8{/youtube}