Κάποιες φορές, εύχομαι οι κώδικες που ισχύουν για την όπερα να μπορούσαν να μεταλαμπαδευτούν και σε συναυλίες άλλης φόρμας. Διότι, όπως ίσως γνωρίζετε, στην όπερα η αποδοκιμασία δεν θεωρείται όπλο λαϊκίστικης δύναμης, αλλά πηγαία αντίδραση στην αστοχία είτε του κώδικα, είτε του υλικού.
Και να αποδοκιμάσουμε έπρεπε, σαν κοινό, όταν σαν χάνοι περιμέναμε μετά την εισαγωγική ουβερτούρα την είσοδο των πρωταγωνιστών αοιδών (Χάρις Αλεξίου, Μανώλης Λιδάκης, Βασίλης Λέκκας & Πίτσα Παπαδοπούλου), όπως και της τιμώμενης κυρίας Αλλαγιάννη. Όταν λοιπόν περιμένεις 7(!) λεπτά με το ρολόι και όχι μόνο κανείς δεν αναλαμβάνει από τη μεριά της σκηνής να εξηγήσει, αλλά βλέπεις τελικά την πρωταγωνίστρια της βραδιάς –όταν πια εμφανίστηκαν οι συντελεστές– να χαιρετίζει τα πλήθη ως αποθεωμένη ντίβα δίχως να ακουστεί μήτε ένα «συγγνώμη, μια μικρή καθυστέρηση», δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε, νιώθεις βλαξ.
H Πίτσα Παπαδοπούλου άνοιξε το μουσικό σκέλος της βραδιάς και απέδειξε για ακόμα μία φορά μια χαρακτηριστική ιδιότητα την οποία έχει: ακόμα κι έναν χώρο τύπου Badminton, μπορεί να τον μετατρέψει με τη φωνή της σε τοποθεσία κάπου στην Εθνική, όπου απίκο αράζουν άνθρωποι παλαιάς κοπής και διαφορετικού ταπεραμέντου από τους κομψευόμενους της σημερινής αθηναϊκής ζούγκλας. Μου άρεσε δε πολύ, σκηνικά μιλώντας, η πινελιά του παντελονιού που επέλεξε, καθώς διατράνωνε όχι μόνο το αγέραστο, αλλά κι έναν τσαμπουκά που προσωπικά μου λείπει από τα επί σκηνής βεστιάρια, τα οποία κυμαίνονται είτε στη διάσωση των προσχημάτων, είτε στον εκμαυλισμό του πρέποντος -συνήθως χωρίς κανέναν ενδιάμεσο σταθμό.
Ο Μανώλης Λιδάκης τολμώ να πω ότι, παρ'όλη την επικοινωνία που διέθετε με τον κόσμο στα ενδιάμεσα των εκτελέσεών του και παρά το θερμό χειροκρότημα που του επεφύλαξε αυτός, έχασε το στοίχημα τη βραδιά της Τρίτης. Μάλλον υπήρξα μάρτυρας στην από καιρό μπερδεμένη πλοήγησή του ανάμεσα σε φόρμες οι οποίες δεν κολλούν απόλυτα στο τραγουδιστικό του προφίλ.
Η Χάρις Αλεξίου έγινε φυσικά δεκτή με ενθουσιασμό όταν βγήκε. Και ομολογουμένως διαθέτει πείρα μεγατόνων, κάτι ας πούμε που φάνηκε σε ένα false start με ανοικτό το μικρόφωνο, όταν, με μπόλικη τσαχπινιά, απευθύνθηκε στα πρώτα μέτρα στους μουσικούς, βάζοντάς τους να ξαναρχινίσουν. Ακόμα κι αν το βιμπράτο της δεν πιάνει πια τις παλιές Άλπεις που μας συνάρπαζαν, η τραγουδίστρια ξέρει να ηγείται πάνω στη σκηνή. Η αμεσότητά της –η οποία έχει όμως όρια, δεν είναι ελευθεριάζουσα– πετυχαίνει πάντα τον στόχο της. Διόλου τυχαίο που παραμένει από τα πλέον αγαπητά πρόσωπα της ελληνικής μουσικής.
Ο Βασίλης Λέκκας ήταν για μένα η καλύτερη παρουσία στη βραδιά προς τιμήν της Αλλαγιάννη. Ενώ κάθε φορά σχεδόν ανησυχείς ότι μπορεί να κουράσει με τον σαιξπηρικής διάθεσης βερμπαλισμό που διακρίνει τις ερμηνείες του, τόσο αυτές, όσο και η σωστή τοποθέτηση της φωνής του στην παρτιτούρα, τον βγάζουν νικητή. Στα συν, επίσης, το εύγε που απένειμε στους μουσικούς μετά από ένα δύσκολο σημείο της ενορχήστρωσης, μα και το γεγονός ότι έκανε στο πλάι προκειμένου να υποδείξει, σε μια άλλη σχοινοτενή (στα όρια του fusion) στιγμή της ενορχήστρωσης, τον πρωταγωνιστικό ρόλο της ορχήστρας.
Η σύμπλευση πάντως των συμμετεχόντων τραγουδιστών στην έναρξη, στην πιο διάσημη ίσως σύνθεση της Αλλαγιάννη "Αχ Ελλάδα Σ' Αγαπώ" (σε στίχους Μανώλη Ρασούλη), υπήρξε κάκιστη: ήταν ολοφάνερη η παραχώρηση των αντρικών φωνών στο κλειδί της παρτιτούρας, προς όφελος των γυναικείων. Κάτι όμως που βελτιώθηκε όταν, στο τέλος πια, η ίδια παρέα ξαναπιάσε το άσμα. Η επανάληψή του, κατά μία έννοια, το μετέτρεψε σε εννοιολογικό συνδετικό κρίκο της βραδιάς, τον οποίον ενίσχυσαν νομίζω και τα λόγια της ίδιας της Αλλαγιάννη προς το κοινό, ειδικότερα στο ξεκίνημα της συναυλίας. Μια συναυλία που καλό θα ήταν να σημειώσουμε ότι έγινε σε ένα κατάμεστο Badminton, βοηθούσης βέβαια και της αργίας της 28ης την επομένη, όμως στην αρχή της δεν ευτύχησε στον ήχο: γιατί και καλώδια ακούσαμε να κάνουν «μπουμ» στις ενώσεις τους, αλλά και το άνοιγμα του ήχου αποδείχθηκε πολύ μικρό.
Η Βάσω Αλλαγιάννη έχασε κατά τη γνώμη μου μεγάλο μέρος από την ουσία των ίδιων των λόγων της, από τις απλοϊκής αισθητικής προβολές όπισθεν της ορχήστρας. Αναλογικά επίσης με τα τσιτάτα τα οποία είδαμε να προβάλλονται στην οθόνη, το φόρεμα που επέλεξε κρίνεται (μάλλον) υπερβολικό.
Να σημειώσω στο φινάλε και μια τεχνική λεπτομέρεια άκρως ενδιαφέρουσα και πολλές φορές τεσταρισμένη: πραγματικά, δεν υπάρχει καλύτερο μέρος από το Badminton για τραγούδι από μεριάς του κοινού (και βάζω και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στον λογαριασμό). Ειδικότερα αν κάθεστε πάνω, θα εντυπωσιαστείτε με την ακουστική. Οι τράσσες βέβαια φωτισμού προϊδεάζουν για το αντίθετο, αλλά την Τρίτη τέσταρα για πολλοστή φορά ότι το συγκεκριμένο θέατρο είναι μακράν το καλύτερο για sing-along καταστάσεις.
{youtube}eMNoHNGfdDM{/youtube}