«Ζούμε όση ζωή θέλουμε να ζήσουμε. Είμαστε τα Διάφανα Κρίνα».
Έτσι μας καλωσόρισε ο Θάνος Ανεστόπουλος όταν εμφανίστηκε στη σκηνή, μετά από την όμορφη ορχηστρική εισαγωγή. Και η έμφαση ήταν πράγματι εκεί: στο «είμαστε», στον ενεστώτα και στον πληθυντικό. Γιατί, όπως θα τραγουδούσε κι ο ίδιος αργότερα παρέα με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη (στην πιο συγκινητική ίσως στιγμή της βραδιάς), «σκιές ονείρων είμαστε, σύννεφα που περνούμε». Γι’ αυτό «βάλτε να πιούμε», ας γιορτάσουμε αυτό το «είμαστε» όπως του αρμόζει.
Η Τεχνόπολη ήταν γεμάτη με ανθρώπους, στην πρώτη από τις δύο sold-out βραδιές. Γεμάτη πιτσιρικάδες, μεγαλύτερους, αλλά κυρίως τριανταρο/σαραντάρηδες που πρόλαβαν τα Κρίνα στην πρώτη τους νιότη και τα άφησαν να συνδεθούν μ’ ένα μικρό ή μεγαλύτερο κομμάτι της εφηβείας τους. Αφορμή το χτικιό, η έμφαση όμως κολλημένη στο «είμαστε»· όχι για να το ξορκίσουμε, περιμένοντας το μεταφυσικό θαύμα, αλλά για να πάρουμε δύναμη, να δώσουμε δύναμη, να το παλέψουμε όπως μπορούμε. Να κάνουμε, όπως το έλεγε ο Ανδρέας Εμπειρίκος στην “Οδό των Φιλελλήνων”, «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».
Φυσικά, μια τέτοια γιορτή δεν θα μπορούσε να στηθεί χωρίς την έμπρακτη αλληλεγγύη και την αγάπη των φίλων. Οι Last Drive που άνοιξαν τον χορό, ο Γιάννης Αγγελάκας ο οποίος τον συνέχισε, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης που μοιράστηκε για 2-3 τραγούδια τη σκηνή με τα Κρίνα, ο Νίκος Γιούσεφ που συνόδευσε με το μουσικό του πριόνι τον Ανεστόπουλο στο τέλος της βραδιάς… Και φυσικά τα ίδια τα Κρίνα: ο Παντελής Ροδοστόγλου, ο Νίκος Μπάρδης, ο Κυριάκος Τσουκαλάς, ο Τάσος Μαχάς και ο Παναγιώτης Μπερλής, οι οποίοι παραμέρισαν ό,τι τους χώρισε το 2009 και εστίασαν σε αυτό που τους ένωσε εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Κι ο Θάνος, αγέρωχος πάνω στη σκηνή, να τραγουδάει εκείνους τους στίχους, που πρώτη φορά (τουλάχιστον σε μένα) φάνηκαν τόσο μέσα σ’ αυτόν τον «υπέρ πάντων αγώνα» –τον μόνο υπέρ πάντων αγώνα. Από κοντά φυσικά και τα υπόλοιπα Κρίνα, όχι αλώβητοι απ’ τον χρόνο, αλλά με μια παρόμοια ένταση και ένα παρόμοιο δόσιμο, όπως στα σκοτεινά βράδια στον Μύλο της Θεσσαλονίκης στα τέλη των 1990s.
Και ήταν βέβαια κι εκείνα τα τραγούδια: η “Γιορτή”, οι “Μέρες Αργίας”, το “Έγινε Η Απώλεια Συνήθειά Μας”, ο “Μπλε Χειμώνας”, το “Βάλτε Να Πιούμε”, η “Κυριακή των Βαΐων”, η “Μπαλάντα Της Φωτιάς” και τόσα άλλα… 2,5 ώρες γεμάτες με θύμησες, με σκέψεις που σε γυρνούσαν μόνες τους στο παρελθόν. Κι όμως, παρά το retrospective της βραδιάς, υπήρχε ένας ηλεκτρισμός που πεισματικά σ’ επανέφερε στο εδώ και το τώρα, σ' αυτό το «είμαστε» που λέγαμε. Κάνοντάς το εστία τούτου του «πανηγυριού πάνω απ’ την άβυσσο», όπως προλογιζόταν η συναυλία στο δελτίο τύπου.
Εναρμονισμένοι μ’ αυτό το τελευταίο, τόσο οι Last Drive, όσο κι ο Γιάννης Αγγελάκας. Οι πρώτοι παίζοντας τραγούδια από τον τελευταίο τους δίσκο, ο δεύτερος με την καινούργια του μπάντα, στην αρχή της νέας του περιπέτειας· κανείς τους δεν είχε σκοπό να βγάλει τους σκελετούς από τη ντουλάπα –δεν είναι ανάγκη όσο υπάρχει το παρόν να τροφοδοτεί τα πράγματα.
Ο καθένας τους έπαιξε χοντρικά από ένα 40λεπτο και έδωσε τον δικό του τόνο στην όλη γιορτή: οι Last Drive με τον γνωστό δυναμισμό τους και την αλήθεια με την οποία τροφοδοτούν το ροκ εν ρολ τους, ο Αγγελάκας με τους στίχους του κι εκείνον τον πολύ δικό του τρόπο να ξεσηκώνει το πλήθος. Και το σημαντικότερο, ήταν σαφές ότι δεν βρέθηκαν εκεί πάνω για να στρέψουν πάνω τους το ενδιαφέρον, αλλά για να δώσουν λίγη απ’ τη δύναμή τους, να μοιραστούν την αλληλεγγύη τους μαζί με όλους εμάς.
Ήταν μια συναυλία που νομίζω θα τριγυρνάει καιρό στο μυαλό των περισσοτέρων. Δεν είναι, βλέπετε, και τόσες πολλές οι φορές που διαπιστώνεις τόσο ξεκάθαρα τη ζωογόνο δύναμη την οποία μπορεί να απελευθερώσει η μουσική. Την αισθανόσουν στον αέρα, την ένιωθες μέσα σου, την έβλεπες στα πρόσωπα των τριγύρω σου. Αλλά, πάνω απ’ όλα, το καταλάβαινες από τη στάση και τις κινήσεις του Θάνου. Καλή νίκη.
{youtube}8QzaUz2GrlQ{/youtube}