Σταχυολογώντας σημειώσεις και εντυπώσεις από την πρεμιέρα της Σταχτοπούτας, συνειδητοποιώ ότι Α και Ω στο εξαίσιο θέαμα που παρακολουθήσαμε την Παρασκευή ήταν η σκηνοθεσία της Ροδούλας Γαϊτάνου. Παρά το νεαρό της ηλικίας της, η Γαϊτάνου είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες γι' αυτήν την πρώτη της συνεργασία με τη Λυρική Σκηνή, όχι μόνο λόγω των βρετανικών επιτυχιών στο βιογραφικό της (Royal Opera, British Youth Opera, Scottish Opera, αλλά και φετινό βραβείο Helpmann), μα και για την τόλμη με την οποία εκφράστηκε σε συνεντεύξεις της –δηλώνοντας ας πούμε πως στη σημερινή Ελλάδα τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα αν δεν είσαι άντρας, 50άρης, με κύκλο γνωριμιών.
Τις προσδοκίες λοιπόν αυτές τις εκπλήρωσε στο ακέραιο, προσφέροντάς μας μια αληθινά φρέσκια ματιά πάνω στα βασικά θέματα που απασχόλησαν τον Τζοακίνο Ροσσίνι όταν έφτιαξε τη Σταχτοπούτα στα 1817, μαζί με τον Jacopo Ferretti (λιμπρέτο): διαλέγοντας να μεταφέρει τη δράση στη Νέα Υόρκη του Μεσοπολέμου, μακριά δηλαδή από πριγκιπικές αυλές μιας εποχής μακρινής στον σύγχρονο θεατή, πέτυχε να απομακρύνει τους ήρωες από μια λίγο/πολύ παραμυθιακή πραγματικότητα και να τους μετασχηματίσει σε φιγούρες απτές• σε ανθρώπους που θα μπορούσαν να ζουν και κάπου εδώ, δίπλα μας. Με αυτήν την απόφαση εκσυγχρόνισε την επιλογή του Ροσσίνι για μια Σταχτοπούτα της καθημερινότητας, η οποία θα θριάμβευε όχι χάρη σε υπερφυσικά κόλπα, μα χάρη στα ίδια της τα ψυχικά χαρίσματα, ενώ ταυτόχρονα κράτησε και εμφανείς αποστάσεις από νεόκοπες μικροαστικές επιδιώξεις για ανέλιξη μέσω πλουσίου γάμου (τύπου Pretty Woman, για να αναφερθούμε σε μια δημοφιλή καλλωπισμένη εκδοχή του εν λόγω «ονείρου»).
Ίσως βέβαια χρειαζόταν, μετά από μια τέτοια απόφαση, να αλλάξουν και οι ιδιότητες –να φύγουν δηλαδή από το λιμπρέτο οι πρίγκιπες, οι βαρόνοι και οι ακόλουθοι: υπήρξε πιστεύω μια άχαρη αντίφαση εδώ, να βλέπεις ανθρώπους που έφεραν τέτοιους βαρύγδουπους τίτλους να δρουν στο περιβάλλον των μικρών θεάτρων της Νέας Υόρκης, αυτά που λέμε «off Broadway». Ο πρίγκιπας Ραμίρο, ας πούμε, φιγούραρε ως ιδιοκτήτης του Palace Theatre, ενώ ο ντον Μανίφικο λανσαρίστηκε ως (μικρότερος) θεατράρχης, με τις ματαιόδοξες κόρες του να αποτελούν τα «αστέρια» του θιάσου. Είναι πάντως δευτερεύουσας σημασίας οι επισημάνσεις μου, γιατί η Γαϊτάνου σαφώς και πέτυχε στον επιδιωκόμενο στόχο, ενισχυμένη από τα καταπληκτικά σκηνικά του Σάιμον Κόρντερ (στα οποία δέσποζε ο κλίβανος γύρω από τον οποίον περιστρεφόταν η ζωή της Σταχτοπούτας) και από τα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη.
Από εκεί και πέρα, Ροσσίνι ως γνωστόν σημαίνει ολοζώντανη παρτιτούρα, κελαρυστή μελωδία, σπιθισμένες εξάρσεις του ρυθμού και δεξιοτεχνικά φωνητικά. Με την εμπειρία του στο μπαρόκ ρεπερτόριο (θυμίζω τις εξαιρετικές του συναυλίες με την Καμεράτα σε όργανα εποχής), ο Γιώργος Πέτρου διεύθυνε αριστοτεχνικά την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, δίνοντας στο έργο την πνοή και τη μουσική ευελιξία που του έπρεπε, με ιδιαίτερο τονισμό των ταχυτήτων που απαιτούνταν στα πιο κωμικά σημεία.
Από τον θίασο, την παράσταση έκλεψε ο Ισπανός βαρύτονος Νταβίντ Μενέντεθ, ο οποίος και χειροκροτήθηκε ενθουσιωδώς στο φινάλε. Δικαίως, γιατί έπλασε έναν απίστευτο Νταντίνι, ένα ολοζώντανο πορτραίτο του λαϊκού καμαρότου που καμώνεται τον πρίγκιπα, ώστε να μπορέσει να τσεκάρει ο τελευταίος τις αληθινές αντιδράσεις του ντον Μανίφικο και των κορών του. Παρότι μεσόφωνος, η Μαίρη-Έλεν Νέζη κατάφερε να αποδώσει στο ακέραιο τη Σταχτοπούτα (θυμίζω ότι ο Ροσσίνι έχει γράψει την πρωταγωνίστρια για κοντράλτο), ο Αντώνης Κορωναίος δεν με εντυπωσίασε όμως ως Ραμίρο: στάθηκε επαρκέστατος φωνητικά και σε ορισμένες άριες του έβγαλα το καπέλο (π.χ. στη "Si, Ritrovarla Io Giuro"), βρήκα ωστόσο πως κάτι του έλειπε στη σκηνική κίνηση, στον τρόπο που στεκόταν• ενώ ας πούμε ο Νταντίνι του Μενέντεθ είχε δύο όψεις –ανάλογα με το αν μίλαγε ως πρίγκιπας ή ως καμαρότος– ο Ραμίρο του Κορωναίου ήταν το ίδιο και το αυτό και με τις δύο ιδιότητες. Αντιθέτως, με εντυπωσίασε ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς στον ρόλο του Αλιντόρο, ο οποίος κυριάρχησε στη σκηνή από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση, ως ταπεινός ζητιάνος. Εξίσου καλά στάθηκαν και οι Μυρσίνη Μαργαρίτη με την Ελένη Δάβου παίζοντας τις ύπουλες, ζηλόφθονες και ξιπασμένες ετεροθαλείς αδερφές της Σταχτοπούτας (την Κλορίντα και την Τίσμπε, αντίστοιχα), ενώ ο Αργεντινός βαθύφωνος Κάρλος Εσκιβέλ επέδειξε εμφανή εξοικείωση με το ροσινικό ρεπερτόριο.
Αν και η Σταχτοπούτα δεν γλιτώνει από τη γνωστή φλυαρία που επιδεικνύουν αρκετές ιταλικές όπερες –πλατειάζοντας με περιττές άριες, ειδικά στο δεύτερο μέρος της– η παράσταση που παρακολουθήσαμε στη Λυρική αντικατόπτρισε επιτυχώς το μεγάλο μουσικό χάρισμα του Ροσσίνι, ενώ τοποθέτησε στο σήμερά μας ένα ηχηρό και πάντα επίκαιρο μήνυμα: να μην είμαστε υπολογιστικά ζώα, να εκτιμούμε έναν χαρακτήρα-διαμάντι (όπως λέμε στην καθομιλουμένη) ακόμα και μέσα στο οξύ περιβάλλον της πάλης των τάξεων, να μην πιστεύουμε στην εκδίκηση ως κοινωνική αξία.
{youtube}t6w8a5tZgWk{/youtube}