Έπρεπε να εμφανιστεί ο Γιάννης Αγγελάκας και να μεταφερθεί σύσσωμο το συγκεντρωμένο πλήθος στο Vibe stage για να καταλάβει κανείς πόσο κόσμο είχε τραβήξει ως το Terra Vibe η πρώτη μέρα του φετινού Rockwave –η ελληνική μέρα. Ποδαρικό λοιπόν με το δεξί για το δημοφιλές φεστιβάλ και μάλιστα με ισχυρό αντίπαλο δέος, αφού την ίδια μέρα διεξαγόταν στο Κατράκειο της Νίκαιας μια εξίσου μεγάλη ελληνική συναυλία, εκείνη της κολεκτίβας Αγάπη Ρε Ματζόρε. Ο Βαγγέλης Πούλιος με τον Χάρη Συμβουλίδη έδωσαν το παρών στη Μαλακάσα και μας μεταφέρουν λεπτομέρειες, καθώς και τη δημόσια δήλωση του Θάνου Ανεστόπουλου για την επανένωση των Διάφανων Κρίνων...
Ειρήνη Σκυλακάκη
του Χάρη Συμβουλίδη
Μπορεί η Ειρήνη Σκυλακάκη να είχε αναλάβει τον άχαρο ρόλο του απογευματινού ξεκινήματος της πρώτης μέρας του φετινού Rockwave, δεν έδειξε πάντως ίχνος δυσφορίας. Ούτε για την ώρα εκκίνησης (17.15), ούτε για τον λίγο κόσμο, που πύκνωνε σιγά-σιγά καθώς εκείνη τραγουδούσε. Ίσα-ίσα, την ακούσαμε να μπαίνει πολύ ενεργητικά καθώς βαδίζαμε προς το Terra Vibe υπό τους εναρκτήριους ήχους των "Self Machine" και "Into The Ocean" και στο (περίπου) τέλος τη χειροκροτήσαμε για την ευφάνταστη απόδοση του "Guns Of Brixton", με ούτι και βιολί να συντροφεύουν το «παραδοσιακό» ροκ σχήμα κιθάρα/μπάσο/τύμπανα. Το σετ ήταν βέβαια λίγο-πολύ ίδιο με εκείνο που η Σκυλακάκη και η μπάντα της είχαν παρουσιάσει στο φεστιβάλ του Εν Λευκώ τον Ιούνιο, όπου επίσης είχε παιχτεί το "Guns Of Brixton" σε αυτήν την εκδοχή. Έγραψα νωρίτερα για περίπου τέλος, γιατί κάτι παίχτηκε εκεί στο φινάλε και αντί να μας χαιρετίσουν με τους διασκευασμένους Clash ακολούθησε παύση και διαβουλεύσεις με το προσωπικό του Vibe stage –με την ερμηνεύτρια να βγαίνει κατόπιν για ένα αμήχανο «ευχαριστούμε». Δεν αμαυρώνει πάντως σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο το αξιοπρεπέστατο της εμφάνισής της.
Λεωνίδας Μπαλάφας
του Χάρη Συμβουλίδη
Δεν είχε τύχει να παρακολουθήσω τον Λεωνίδα Μπαλάφα ζωντανά, σε κάποιο από τα αλλεπάλληλα αθηναϊκά του sold-out. Υποψιαζόμουν ωστόσο ότι θα τον κυνηγούσε και επί σκηνής αυτό το θολοκουλτουρέ της δισκογραφίας του –αυτό δηλαδή το κάπου μεταξύ ροκ, ελληνικής παράδοσης, ρέγγε κι ενός απροσδιόριστου balkan στιλ, με τραγούδια στα οποία οι ερωτικές περιπέτειες μπλέκονται με μια αριστερών συμπαθειών καταγγελία για το σάπιο σύστημα, τα ξεφτιλισμένα κόμματα και τα χαράτσια, με σφήνα σχόλια για τα χωράφια π.χ. του παππού, που μας μετέτρεψαν σε (μικρο)αστούς καθώς ξεπουλιόνταν στρέμμα-στρέμμα. Παρακολουθώντας τον στο Terra stage το Σάββατο δεν διαψεύστηκα, είχα όμως την ευκαιρία να παρατηρήσω το πώς βρίσκει τελικά ορισμένες ισορροπίες ανάμεσα στα παραπάνω. Λειτουργεί δηλαδή το όλο πράγμα, και μάλιστα κατά τρόπο ανεπιτήδευτο, χάρη αφενός στους ικανότατους μουσικούς που πλαισιώνουν τον Μπαλάφα (διέκρινα τον Νίκο Ρέτσο των Gravitysays_i στα τύμπανα και θαύμασα τα πνευστά, ιδίως το κλαρίνο) κι αφετέρου χάρη στον ίδιο τον τραγουδοποιό-περφόρμερ, ο οποίος διαθέτει την «τρέλα» που χρειάζονται κομμάτια σαν τον "Πυροσβεστήρα" –στιγμή που γνώρισε την αποθέωση από τους καλά ενημερωμένους παρευρισκόμενους.
Υπόγεια Ρεύματα & Θάνος Ανεστόπουλος
του Βαγγέλη Πούλιου
Σαν να συναντάς κάποιον φίλο από τα παλιά· δεν έχετε και πολλά να πείτε για το παρόν, όμως οι αναμνήσεις που αυτομάτως αναδύονται εγγυώνται πως δεν πρόκειται να πλήξεις. Ονομάζεται οικειότητα και είναι αυτοτροφοδοτούμενη. Διότι για όποιον πέρασε μέρος της (προ- ή μετά-) εφηβικής ηλικίας στα χρόνια του ’90, τραγούδια όπως τα “Σαν Φως”, “Ασημένια Σφήκα” ή “Μ’ Αρέσει Να Μην Λέω Πολλά” μάλλον αποτελούν κομμάτι κάποιας ανάμνησης –έστω κι αν, προσωπικά, στις περισσότερες θυμάμαι τον εαυτό μου να λογομαχεί εναντίον τους. Στο σήμερα τώρα, μπορείς να πεις αρκετά για τα Υπόγεια Ρεύματα, πάντως δεν μπορείς να πεις ότι δεν ζούνε τα όσα ακόμα τραγουδάνε, ότι δεν τα αισθάνονται ως αλήθειες. Και είναι μ’ αυτά που γίνονται μια σφιχτοδεμένη μπάντα, ικανή να κουβαλήσει το όνομά της. Στη σκηνή βεβαίως βρισκόταν και ο Θάνος Ανεστόπουλος, κάνοντας τις ανακλήσεις μνήμης πιο έντονες κι έτσι πιο άμεσες και πιο ζωντανές. Και να οι “Μέρες Αργίας” και να το “Βάλτε Να Πιούμε” και δοσμένη απ’ την αρχή η είδηση: «Τα λέμε κι από Σεπτέμβρη, με τα Διάφανα Κρίνα». Μαζί με τα παραπάνω και κομμάτια ενός πιο σύγχρονου παρελθόντος –η αφιερωμένη στον ποιητή Ηλία Λάγιο “Εφηβική Μπαλάντα Των Εξαρχείων” ή ό,τι άρχιζε ως διασκευή του “This Is Not A Love Song” και έσπαγε σε ένα καταγγελτικό δίπολο. Και το παρελθόν που ζητά λόγο ύπαρξης στο παρόν. Ίδωμεν…
Θανάσης Παπακωνσταντίνου
του Βαγγέλη Πούλιου
Ήταν ένα θέμα το πώς ένα συνήθως απλωμένο σετ θα χωρέσει στις φεστιβαλικές ανάγκες της μιάμισης ώρας. Κι έγινε εμφανές από τα λίγα λόγια του Θανάση, τα οποία δικαιολόγησαν τα… λίγα λόγια και τη γρήγορη εναλλαγή μεταξύ των κομματιών. Τούτη η βιασύνη ωστόσο, αφορούσε μόνο το διαδικαστικό: στην ουσία τους τα πράγματα έμειναν όπως είναι συνήθως. Είχαν δηλαδή αυτούς τους ανθρώπινους χρόνους που καθιστούν εφικτά τα μουσικά μπερδέματα και ξεδιαλύνουν τα συναισθηματικά, εκείνη τη λοξή ματιά προς τον “Ελάχιστο Εαυτό” –με τον οποίον και ξεκίνησε η συναυλία. Με μια μπάντα που γνώριζε καλά πώς από συνοδευτική να γίνει πρωταγωνίστρια, όχι μόνο αναδεικνύοντας τη λεπτότητα των ενορχηστρώσεων, μα βάζοντας κι έναν ζωντανό διάλογο στο τραπέζι. Όπως άλλωστε συμβαίνει συνήθως με τις συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου, δεν ήταν μόνο οι ποιότητες των συνθέσεων που σε κέρδιζαν, ήταν και ό,τι είχε σκοπό να ξεστρατίσει από το «ορθοκανονικό» σύστημα. Οι παρεκκλίσεις λ.χ. των δύο πνευστών, του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου στην τρομπέτα και του Γιάννη Αντωνιάδη στο κλαρίνο, ή η ευρηματικότητα του Σωτήρη Ντούβα στα τύμπανα, ερχόντουσαν ως ίσα με τον πηγαίο συναισθηματισμό του Φώτη Σιώτα (σε βιολί και φωνή) ή με την αβαρή φωνή του ίδιου του Θανάση. Στο παιχνίδι και η Ματούλα Ζαμάνη –αν και νομίζω κάπως πιο ηχηρή απ’ όσο θα έπρεπε... Και όλα τούτα, σε ένα σετ γεμάτο από γνωστά τραγούδια (“Τειρεσίας”, “San Michele”, “Πεχλιβάνης”, “Αγία Νοσταλγία” “Όταν Χαράζει”, “Κάτω Απ’ το Μαξιλάρι”), τα οποία καταφέρνουν και διατηρούν το καίριο του χαρακτήρα τους, είτε γιατί αναφέρονται σε πάγιες ποιότητες και αξίες, είτε γιατί απαντούν με ευστοχία στα στραβά του καιρού μας (αναφέρομαι στην αντιφασιστική “Ερώτηση Κρίσεως”).
Γιάννης Αγγελάκας
του Βαγγέλη Πούλιου
Από τη μία είναι φυσιολογικό: ο κόσμος θέλει να ακούσει τα κομμάτια που αγαπά. Από την άλλη –από την πλευρά του μουσικού– θα πρέπει να είναι και λίγο εκνευριστικό· έχεις μόλις κυκλοφορήσει νέο δίσκο και προτού καλά-καλά πατήσεις το σανίδι, ακούς το πλήθος να σου ζητάει να θυμηθείς τον εαυτό σου στο μακρινό 1990. Κι αν δεν έχεις κάνει πράγματα από τότε, είτε ως Λύκος, είτε ως Επισκέπτης, είτε συγχωνεύοντας τον ροκ εαυτό σου με τις κρητικές μαντινάδες... Τέλος πάντων, ο Γιάννης Αγγελάκας εμφανίστηκε στο Vibe stage μαζί με τους μόνιμους τα τελευταία χρόνια συνεργάτες του, Ντίνο Σαδίκη, Στάθη Αραμπατζή και Χρήστο Χαρμπίλα (από ηχητικής κονσόλας συνέβαλε βεβαίως και ο Τίτος Καργιωτάκης), ξεκίνησε με το “Μέσα Μου ο Αέρας που Φυσά” και εν συνεχεία παρουσίασε το μεγαλύτερο μέρος από την Γελαστή Ανηφόρα –άλλωστε πολλά από τα κομμάτια (λ.χ. τα “Ποτάμι”, “Γλέντι” ή “Δικαιοσύνη”) είναι ήδη καλά δοκιμασμένα σε συναυλιακές συνθήκες. Με το “Είμαι Τυχερός” να σφηνώνει εν είδει υποκατάστατου κάπου στο ενδιάμεσο, η ώρα των Τρυπών ήταν προδιαγεγραμμένη και σήμανε την κλιμάκωση του σετ. Με μια δυνατή τριάδα (“Δεν Χωράς Πουθενά”, “Ακούω Την Αγάπη” και “Μέσα Στη Νύχτα Των Άλλων”) και μ’ ένα εξίσου δυνατό κλείσιμο με τα “Σιγά Μη Κλάψω” και “Ο Χαμένος Τα Παίρνει Όλα”, η έξοδος υπήρξε μάλλον θριαμβευτική. Όσο κι αν, προσωπικά, μου εγγράφηκε ένας προβληματισμός σχετικά με την απλότητα της ενορχήστρωσης και τους τρόπους με τους οποίους διοχετεύτηκαν οι εντάσεις των συνθέσεων. Στα σίγουρα πάντως ο Αγγελάκας ξέρει πώς να παίρνει μαζί του το κοινό και –στα ακόμα πιο σίγουρα– έχει και το υλικό για να το υποστηρίξει. Όχι βέβαια πως κάτι τέτοιο έχριζε επιβεβαίωσης…
Σωκράτης Μάλαμας
του Βαγγέλη Πούλιου
Με το πρόγραμμα της πρώτης Rockwave ημέρας να τηρείται με ευλάβεια, μισή ώρα πριν τα μεσάνυχτα ο Σωκράτης Μάλαμας βρισκόταν ήδη στην κεντρική σκηνή για την τελευταία «παράσταση» της ημέρας. Προσωπικά δεν υπήρξα ποτέ στενά συνδεδεμένος με τη μουσική του, δεν μπορώ ωστόσο να μην παραδεχθώ τα όσα έχει προσφέρει. Και να ομολογήσω πως έχει τον τρόπο να γεμίζει τη σκηνή, ακόμα κι όταν στέκεται σχεδόν ακίνητος μπροστά από το μικρόφωνο, εν τέλει και να κερδίζει το ενδιαφέρον ακόμα και των πιο αδιάφορων.
Είναι αυτοί οι στίχοι που έχουν εντυπωθεί στο θυμικό των ανθρώπων –περιττό να πω πως το κλισέ «ο κόσμος τραγουδούσε κάθε στίχο» λάμβανε την πλήρη κυριολεξία του το Σάββατο στη Μαλακάσα. Αλλά και οι μεστές ενορχηστρώσεις που μεταφέρουν με επιτυχία το βάθος των συνθέσεων, καθώς και η επί σκηνής οργανική δομή με λαούτο, νέι, βιολί (ο Φώτης Σιώτας σε διπλό «μεροκάματο», μετά την εμφάνισή του με τον Παπακωνσταντίνου), τύμπανα, μπάσο, δύο γυναικείες φωνές και φυσικά την κιθάρα και τη φωνή του ίδιου του Μάλαμα. Και παρόλο που πολλές φορές τα τραγούδια του διαδέχονταν το ένα το άλλο με καταιγιστικό ρυθμό (το γνωστό ζήτημα της συμπύκνωσης ενός συνήθως τεράστιου σετ στις φεστιβαλικές ανάγκες), δεν χρειάζονταν τελικά πολλά για να κερδίσουν τη σύσσωμη συμμετοχή του κοινού.
Πλάι σε γνωστές συνθέσεις του (εντυπώθηκαν στο μυαλό μου η “Νεράιδα”, το “Θαύμα” ή το “Τραγούδι Των Μεθυσμένων”), ακούστηκε επίσης η γνωστή από τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη “Μπαλάντα Του Κυρ-Μέντιου” και το “Σαν Αερικό” του Θανάση Παπακωνσταντίνου, το οποίο τραγούδησε ο Σιώτας. Έπειτα από κάτι περισσότερο από δύο ώρες, ο Μάλαμας απεχώρησε, δίνοντας τέλος σε ό,τι παρουσιαζόταν –και όχι αδίκως– ως μια παρέλαση εγχώριων μουσικών γιγάντων.
{youtube}sQDjE4iBGnk{/youtube}