Η βραδιά υπήρξε αξιοσημείωτη και μόνο που ήχησε η “Καραγκούνα” εντός των συγκεκριμένων τειχών. Ένα αρχετυπικό δηλαδή δείγμα «ελληνικού φολκλόρ», τουλάχιστον έτσι όπως το αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι (για καλό ή για κακό). Προφανώς, αντίστοιχο θέμα δεν υφίσταται για οποιαδήποτε απ’ τις ρεμπέτικες διασκευές που επίσης ακούστηκαν, Μάρκου Βαμβακάρη προεξάρχοντος. Πέραν του ηχητικού κώδικα των Τεκκέ, το ρεμπέτικο –ως γνωστόν– βρίσκεται εδώ και καιρό στη «σωστή» περιοχή του χάρτη της χώρας του κουλ. Κι όμως, ήταν δια μέσου της “Καραγκούνας” που το τρίο, συν τον Στέλιο Ρωμαλιάδη στο φλάουτο, κίνησε απ’ τα ενδιάμεσα βουκολικού και αστικού προς το χάσιμο της ψυχεδέλειας, καθιστώντας άνευ σημασίας τις όποιες στερεοτυπικές αναγωγές. Ολίγη παραπάνω επιμονή σε αυτή την εκδοχή του εαυτού τους, εκτός των άλλων, ίσως τους γλίτωνε κι απ’ τα φορτικά αιτήματα μέρους του κοινού για ρεμπέτικο ξεφάντωμα μέχρι πρωίας.
Αιτήματα τα οποία γίνονταν δεκτά απ’ το τρίο με κάτι μεταξύ αστικής ευγένειας, αμηχανίας και ευχαρίστησης, δεδομένου πως πίσω πόρτα δεν προβλεπόταν και η πρόσβαση στις μπροστινές ήταν εξ αρχής μπουκωμένη. Κοινώς, μέχρι τις δώδεκα και κάτι χοντρά –όταν και αποχώρησα από το Six d.o.g.s.– οι άνθρωποι έπαιξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν απ’ τα δυο προηγούμενα άλμπουμ τους, συν ό,τι μπορούσε να παρουσιαστεί απ' το επερχόμενο (αναμένεται τον προσεχή Οκτώβρη).
Κι έπαιξαν με τον συνδυασμό αμεσότητας/λαϊκότητας και ηχητικού τριβελίσματος με τον οποίον ηχογραφούν, να περνάει κάτω πιο καθαρός και πιο έντονος, ίσως και λόγω των οπτικών ερεθισμάτων, αλλά όχι μονάχα εξ αιτίας αυτών. Με κίνδυνο να αδικήσω ελαφρώς τους άλλους δυο, ο τρόπος που παίζει κιθάρα ο Λευτέρης Μουμτζής είναι επεξηγηματικός: όταν παίζει ρυθμικά χτυπάει τ' ακόρντα χοροπηδηχτά, έξω-καρδιά, αφήνοντας τις ανεπαίσθητες παύσεις να παράγουν γκρουβ, ενώ ανά πάσα στιγμή δύναται να σφηνώσει στη ροή εναλλακτικά παιξίματα ως σκιές πιθανοτήτων. Μπορεί να παίζει απλωτά slide για να κεντήσει ανάμεσα ο τζουράς του Αντώνη Αντωνίου ή συνεχή κυκλικά cumbia θέματα, αφήνοντας περισσότερο χώρο στο κοντραμπάσο του Colin Somervell. Ειδικά δε τα δύο τελευταία φαίνεται να προαναγγέλλουν εντονότερη διάνοιξη προς άλλους κώδικες ήχου και μέτρημά τους πάνω στον χάρακα του ρεμπέτικου.
Πάνω στην πενιά δηλαδή, η οποία αδίκως μπερδεύεται με την ψευτομαγκιά και το αέρισμα –τόσο πολύ, ώστε έχει καταλήξει συνώνυμό τους, είτε ενεργητικά για πολλούς, είτε υπό τη μορφή χοντροκομμένης κρίσης για κάποιους άλλους. Μ' αυτήν ακριβώς τη γνώση χειρίστηκε και ο Αντωνίου τον τζουρά. Ούτε με κανά θρησκευτικού τύπου σέβας, ούτε με τον ολόσωμο καθρέφτη απέναντι, μα οδηγούμενος απ' τις εσοχές της μνήμης στο ελαφρύ λίκνισμα των μέσα και των έξω. Το γεγονός πως οι πίσω κι αριστερά έπρεπε να υπομείνουμε κάτι λίγους μερακλωμένους μαρσιποφόρους, σε αισθητικής φύσης κινησιολογικά ανομήματα μεταξύ πόγκο και χασαποσέρβικου, δεν αφαιρεί τίποτα απ' το «ευ» του μουσικού –και όχι μόνο– γεγονότος.