Ήταν μια βραδιά που η «Κυρία Επιθεώρηση» θέλησε να μας ταξιδέψει και να μας θυμίσει αξέχαστες στιγμές, μέσα από ιστορικά ντοκουμέντα και μουσικές που επέβαλαν τη δημιουργία του είδους αυτού στο τέλος του 19ου αιώνα. Εγχείρημα δύσκολο, απαιτητικό μα ίσως «αναμενόμενο», ένεκα της περιρρέουσας ρετρο-νοσταλγικής ατμόσφαιρας που διανύουμε και της λίαν επιτυχημένης πορείας και αποδοχής ανάλογων δρώμενων και παραστάσεων. Από την άλλη, η ίδια η τέχνη της επιθεώρησης –ενίοτε τολμηρή, απείθαρχη, παρεξηγημένη, στη σφαίρα των λαϊκών ταπεινών καλλιτεχνημάτων– ανέδειξε τη δυναμική της μέσα από την ανάγκη του απλού θεατή να χειροκροτήσει, να γελάσει ή να κλάψει με την καρδιά του. Κάπως έτσι, σε ένα κατάμεστο θέατρο ωριμότατου κοινού, μας πήρε κι εμάς τους νεότερους από το χέρι και φύγαμε μακριά...
Το τρίπτυχο Γιώργος Κατσαρός, Άγγελος Πυριόχος & Φωκάς Ευαγγελινός, με τη συνδρομή ενός ταλαντούχου επιτελείου ηθοποιών, τραγουδιστών και χορευτών, κλήθηκαν να «εξηγήσουν» και να μοιραστούν μερικούς από τους επιφανείς άσους του θαυμαστού θεατρικού είδους, το οποίο καθρέφτιζε τον κόσμο όχι σαν μια στατική και αιωνίως αμετάβλητη τάξη πραγμάτων, αλλά σαν ιστορικό γίγνεσθαι που διαρκώς εξελίσσεται, ανανεώνεται και εκσυγχρονίζεται. Αυτή η μορφή της «ιδεολογίας της επικαιρότητας» τραγουδήθηκε ως "Κτηματολόγιο", "Ο Μουσολίνι Βγήκε Στο Παζάρι", "Ζεχρά", "Παιδιά Της Ελλάδος Παιδιά", "Γιούπι Για", "Το Τραγούδι Του Αριστερού", "Το Τραγούδι Της Εξορίας", "Όλα Με Δόσεις" ή ακόμα και ως "Συννεφιασμένη Κυριακή".
Οι ερωτικές πάλι εξομολογήσεις της εποχής είχαν την υπόκρουση των αγαπημένων "Ο Ζαχαρίας Και Η Αντζουλίνα", "Δυο Πράσινα Μάτια", "Το Πρωί Με Ξυπνάς Με Φιλιά" και "Θέλω Μαμά Έναν Ανδρούλη", μα συνάμα οι αισθήσεις και τα πάθη ξυπνούσαν με τα τσαχπίνικα λόγια των "Τσίκα Τσίκα Μπουμ", "Η Ράσπα Από Το Μεξικό", "Θέλω Να Χορεύω", "Περασμένες Μου Αγάπες" και "Κορόιδα Όλοι Οι Άνδρες". Τα "Απλά Μαθήματα Οικονομίας" δια χειρός του αλησμόνητου Νίκου Σταυρίδη μπορεί να έχουν περάσει στο ανθολόγιο του ελληνικού κινηματογράφου, όμως είναι πιο εύστοχα και επίκαιρα από ποτέ. Η περίφημη δε φράση του Μίμη Φωτόπουλου «Να κάθεσαι!» έρχεται ξανά ως χαρακτηριστικό συννεφάκι τού Έλληνα του χθες και του σήμερα, ενώ το πέρασμα του "Ηλία Του 4ου" με τον Κώστα Χατζηχρήστο θύμισε μια πιο αθώα και παιχνιδιάρικη εικόνα της ελληνικής αστυνομίας, η οποία έχει εξαφανιστεί δια παντός στις δικές μας μέρες.
Βεβαίως, εκείνη την περίοδο απαραίτητη και πικάντικη γαρνιτούρα ήταν και οι «αμαρτωλές» θεές της σκηνής Σπεράντζα Βρανά, Ζωζώ Σαπουντζάκη και Μάγια Μελάγια, οι οποίες ανατάραζαν τα ανδρικά πλήθη και ξεχνιόντουσαν για λίγο στο άκουσμα των "Δώσε", "Παναγιά Μου Ένα Παιδί" και "Θέλω Να Τα Σπάσω". Τα θρυλικά χορευτικά ζευγάρια Γιάννης Φλερύ-Λίντα Άλμα και Μανώλης Καστρινός-Χρυσούλα Ζώκα είχαν έναν αλλιώτικο, ευρωπαϊκό αέρα, αλλά οι νέοι τραγουδούσαν τη "Σκλάβα" και το "Θέλω Κοντά Σου Να Μείνω" του επιτυχημένου διδύμου Τζένη Βάνου & Γιάννη Βογιατζή. Και από τα ζεύγη στους «αντίπαλους» ογκόλιθους των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι, που μοίρασαν και δίχασαν τον κόσμο στην "Όμορφη Πόλη" και στην "Οδό Ονείρων". Όμως οι άνθρωποι μονιάζουν στα δύσκολα, συγκινούνται με το "Κάθε Λιμάνι Και Καημός" και αρχινούν πάλι από το μηδέν, με την ελπίδα ανά χείρας.
Για τρεις ώρες γίναμε λοιπόν την Παρασκευή οι «περίεργοι» θεατές στα θέατρα Ακροπόλ, Μετροπόλιταν, Διάνα, Μπουρνέλλη, Αυλαία, Μουσούρη, Κοτοπούλη, Παρκ, Ηλύσια, Απόλλων, Διονύσια και Σαμαρτζή. Θαυμάσαμε εκκεντρικές, γραφικές, αιχμηρές, πρωτοποριακές, σκανδαλώδεις καλλιτεχνικές φιγούρες των δεκαετιών 1930-1960, που άφησαν το στίγμα τους. Θυμηθήκαμε σπιρτόζους ηθοποιούς και αστραφτερές κωμικές τυπολογίες. Ξεχωρίσαμε το αυτοσχεδιαστικό ταλέντο και το σκέρτσο του Αντώνη Λουδάρου ως Κυρία Επιθεώρηση, τις ερμηνευτικές ικανότητες των Τάνια Τρύπη, Νάντιας Κοντογεώργη, Μαριάννας Πολυχρονίδη, Μέμου Μπεγνή, Αδάμ Τσαρούχη και Λίνας Εξάρχου, νιώσαμε αμήχανα σε ορισμένες πρόζες του Γιώργου Καπουτζίδη ως κομπέρ, αξιολογήσαμε γενναιόδωρα τις υπέρκομψες και όπου χρειαζόταν φαντεζί ενδυματολογικές επιλογές. Εν τέλει, γίναμε ένα με τα 50 τραγούδια που αποτέλεσαν την καρδιά της αφιερωματικής θεατρικής βραδιάς.
Δεν ομιλούμε βέβαια για μια παράσταση υψηλών προσδοκιών –και δεν είναι αυτή η ουσία– όμως δεν λησμονούμε ότι και η ίδια η «πρωταγωνίστρια» αποτέλεσε για δεκαετίες γνήσιο τέκνο της ελληνικής κοινωνίας. Στο αρχικό και αποχαιρετιστήριο άκουσμα τού "Θα Σε Πάρω Να Φύγουμε", η επιθεώρηση μάς έκλεισε πονηρά το μάτι και μας υποσχέθηκε πιο γόνιμες μέρες...
{youtube}ER3eH07uEh0{/youtube}