Εκ της συμβάσεως, ο Μαγικός Αυλός στέκεται σε ένα σταυροδρόμι όχι μόνο μουσικό, αλλά κυρίως πολιτισμικό. Χωρίς καθόλου να διαφωνώ με το κείμενο του Νίκου Δοντά στο πρόγραμμα της παράστασης, όπου διδόταν η διάσταση του έργου σε σχέση με την πορεία του τεκτονισμού στην Ευρώπη, θεωρώ ότι υπάρχει μία ακόμα συνισταμένη: ο άνθρωπος (τον οποίο εκπροσωπεί ο Μότσαρτ ως συνθέτης της θαυμάσιας αυτής όπερας) στέκεται στο μεταίχμιο όπου τελειώνει –αλλά ασκεί ακόμα μεγάλη επιρροή– το μεταφυσικό και έρχεται η βιομηχανική επανάσταση. Ο Μαγικός Αυλός γράφτηκε στα τέλη του 18ου αιώνα (έναν χρόνο πριν τον θάνατο του συνθέτη το 1791), όταν ήταν πια φανερή η μετάλλαξη της υπάρχουσας πραγματικότητας, πόσο μάλλον από μία ευαίσθητη αντένα σαν τον Μότσαρτ. Έτσι λοιπόν εξηγείται (κατά τη γνώμη μου πάντα) η πεπερασμένη θεματολογία, η οποία βρίθει από το στοιχείο του υπερφυσικού και παραφυσικού: ο συνθέτης αποχαιρετά με πικραμένο χαμόγελο έναν κόσμο που βυθίζεται στην κυριαρχία της μηχανής και των μηχανικών επινοήσεων, έναν κόσμο που χάνει κομμάτι του μυστηρίου του.

Είναι επίσης αλήθεια ότι, ακριβώς επειδή ο Μαγικός Αυλός είχε λιμπρέτο από τον Εμάνουελ Σίκανεντερ, φημισμένο μίμο και θεατράνθρωπο που χρησιμοποιούσε επί σκηνής πολλά τεχνάσματα και μηχανικές απάτες, δεν νοείται ανέβασμά του χωρίς τρυκάζ. Κι αυτό το έδωσε το καλό σκηνικό του Μπρούνο Σβενγκλ, που συνδύαζε αρχαία ελληνικά, αιγυπτιακά και μεσαιωνικά στοιχεία αρχιτεκτονικής και σημειολογίας, βρίθοντας από μηχανισμούς οι οποίοι αποκάλυπταν και εξαφάνιζαν ήρωες/ηρωίδες με τρόπο που βυσμάτωνε τέλεια με τη συγκεκριμένη όπερα. Κι ας υπήρξαν κάποια (ελάχιστα) λάθη σκηνικού συντονισμού –όπως π.χ. το νανοσεκόντ καθυστέρησης της αποκάλυψης του τεράστιου ηλιακού δίσκου στα μετόπισθεν, γεγονός που έκλεψε από την κορύφωση του αφανισμού των «κακών» του έργου. 

Magikosaylos_2

Ο Μίλτος Λογιάδης οδήγησε με φανερή διάθεση και αφοσίωση την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, τα λίγα λάθη της οποίας χρεώνονται αποκλειστικά στα μέλη της και όχι στον διευθυντή (βλέπε την εσφαλμένη εκκίνηση των κρουστών στην απαρχή της παρτιτούρας). Την ίδια στιγμή παρατηρήθηκαν ανομοιογένειες στην απόδοση εκ μέρους των συντελεστών, και γι' αυτό τα εύσημα πάνε στον Γάλλο σκηνοθέτη Αρνό Μπερνάρ, ο οποίος έφτιαξε συνολικά μια παράσταση που, αν και μεγάλη σε διάρκεια και με τα όποια λάθη της, δεν κούρασε το κοινό κι επέβαλλε τον ρυθμό της.

Εντούτοις, η Παμίνα (Μαρία Μητσοπούλου) σε ελάχιστα σημεία γέμιζε τη σκηνή, παρότι πρωταγωνίστρια. Ο Αντώνης Κορωναίος (ως Ταμίνο) μπορεί να μην υπήρξε η μεγάλη αποκάλυψη, ανταποκρίθηκε πάντως με χαρακτηριστική ακρίβεια στα φωνητικά και με ιδιαίτερους χρωματισμούς στο μέρος της ηθοποιίας του. Ο Χάρης Ανδριανός πάλι διόλου τυχαία καταχειροκροτήθηκε: έπλασε έναν Παπαγκένο κεφάτο και γεμάτο αντιφάσεις, όπως ακριβώς υπαγορεύει ο ρόλος. Την Ελπινίκη Ζερβού τη βρήκα απόλυτα πετυχημένη ως Παπαγκένα μα σχετικά μονοδιάστατη στη φωνή, σε αντίθεση με την κινησιολογία της, η οποία κι έβαζε την απαιτούμενη φωτιά στον αγαπημένο της Παπαγκένο.

Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να κάνω για το πόσο απόλαυσα τον Μονόστατο όπως τον ερμήνευσε ο Χρήστος Κεχρής, με δουλεμένη κίνηση που έπειθε απόλυτα για το σκοτεινό του ρόλου του. Τα τρία αγόρια (Νίκη Χαζιράκη, Μιράντα Μακρυνιώτη & Αθηνά Καστρινάκη) εντυπωσίασαν με τις φωνητικές τους αρμονίες και δικαίως χειροκροτήθηκαν θερμά. Να τολμήσω να μαντέψω ότι οι ατίθασες περούκες τους ήταν μια μικρή αναφορά στην αρειμάνια φύση του Μότσαρτ, όπως αυτή σκιαγραφήθηκε στον κινηματογράφο –κι ας υπήρχε μια μπηχτή κατά του Μίλος Φόρμαν στο πρόγραμμα; Ο Ζαράστρο στάθηκε επίσης επιβλητικός λόγω του μεγέθους του ηθοποιού/βαρύτονου Δημήτρη Κασιούμη, ενώ πολύ καλό ήταν και το τρίο των κυριών-υποτακτικών της Βασίλισσας της Νύχτας, η Αντωνία Καλογήρου, η Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη και η Λυδία Αγγελοπούλου.

Magikosaylos_3

Κράτησα για τελευταία την αναφορά στην πάρα πολύ καλή Βασίλισσα της Νύχτας, όπως την έπλασε η υψίφωνος Χριστίνα Πουλίτση ξεσηκώνοντας επευφημίες με την απόδοσή της στο τρισκατάρατο (ρωτήστε τους απανταχού φίλους της όπερας) σημείο της άριας του ρόλου στη δεύτερη πράξη. Δεν ήταν παρά ένα πλάσμα από άλλον κόσμο αυτό που ακούσαμε στο Θέατρο Ολύμπια, ικανό να μεταφέρει ολοζώντανη μπροστά μας την πραγματικά απόκοσμη και σκοτεινή τούτη φιγούρα.

Να σημειωθεί τέλος ο καλός (αν και συντηρητικός σε σημεία) φωτισμός του Νίκου Εργαζάκη, αλλά και η ενδυματολογική πλευρά του θεάματος –με μόνη παραφωνία τα κουστούμια των ιερέων και το λαθεμένα φουσκωμένο παντελόνι του Ταμίνο, όταν αυτός έβγαλε το πανωφόρι του.

Magikosaylos_4

Εύγε εις τριπλούν στη Λυρική Σκηνή, έστω και με τις λίγες παραπάνω αντιρρήσεις. Μας κάνει περήφανους με τις παραγωγές της τα τελευταία δύο χρόνια, προσφέροντας αυθεντική διασκέδαση.

 

{youtube}Bq4O26hNbSM{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured