Πάτησε τη σκηνή με μια συστολή, μια συγκέντρωση, μυαλό και σώμα, ψαλτάδες μου θύμισε. Για να πιάσει ευθύς το νέο υλικό απ’ την πολύ πρόσφατη συνεργασία του με τον Νίκο Αντύπα, ο οποίος είχε ήδη λάβει θέση όπισθεν του ντραμ-κιτ. Μετά του απαραίτητου καλωσορίσματος, βεβαίως, και του προλόγου περί Πειραιά και του νέου κοινωνικού παύλα μουσικού τοπίου.
Κι η φτώχεια η καταραμένη του καινούριου άλμπουμ σα να διαλύθηκε στην αυτονόητη αμεσότητα της συνθήκης ενός οποιουδήποτε λάιβ, και στην επίσης αυτονόητη άσκηση ηχητικού περφεξιονισμού μιας οποιασδήποτε συναυλίας του Νταλάρα. Για κοντά 3 ώρες και άνευ της πιο αμυδρής εξαίρεσης, η φωνή εκεί πάνω (40 χρόνια), η ορχήστρα εκεί πάνω, η Ανδριάνα Μπάμπαλη εκεί πάνω, ο ήχος εκεί απάνω. Είναι εμπειρία όχι μόνο ν’ ακούς όλα αυτά τα τραγούδια, μα και να τ’ ακούς κι έτσι.
Όχι πως δύναται η σπουδή να παίξει τον ρόλο της ανοιχτής φλόγας –άντε να σε κάνει να ξεχαστείς για λίγο, ή για λίγο περισσότερο. Μπορεί δηλαδή η νέα εσοδεία να κέρδιζε σε αντιληπτική πληθωρικότητα, ζέση, αμεσότητα, ωστόσο εξίσου άμεση ήταν και η αποτύπωση των στενών ορίων της στα πλαίσια αυτής της αρχαιοροκίζουσας αισθητικής –ορίστε άλλη μια ομοιότητα του ας το πούμε καθ' ημάς «έντεχνο», με το ας το πούμε καθ' ημάς «εμπορικό». Αισθητική που διέτρεχε σημαντικό μέρος του σετ και προφανώς αντιστοιχούσε στις προαναγγελίες περί διαφορετικής ενορχηστρωτικής προσέγγισης δια χειρός Αντύπα, στο επιλεγμένο για τη βραδιά μέρος της παρακαταθήκης του Νταλάρα. Από U2 μέχρι Bad Seeds διακρίναμε, με μια λογική δεκαετίας του 1970 στον ήχο (στα μέτρα βεβαίως της συνθήκης και όσο το επέτρεπε το κύτταρο των κλασικών), μα και κούραση, τυπικότητα, αυτοματοποίηση. Για μπουζούκι δε, ούτε λόγος...
Κι εδώ τίθεται το εύλογο ερώτημα: σε ποιον απευθύνονταν αυτά, εάν τελοσπάντων υφίσταται και μια τέτοια γραμμή σκέψης; Στο παραδοσιακό κοινό του Νταλάρα, το οποίο και έδωσε έντονο το παρών στο PassPort; Ούτε λόγος... Ή μήπως σε κάποιους νεότερους που τέτοια πράγματα τα θεωρούν από τυπικά έως ξεπερασμένα, πέραν δηλαδή της ψευτο-ιδεολογικής πιπίλας που έχουν καταπιεί για το ποιόν του Νταλάρα; Κι αν αυτό το κόλπο με τη ροκοποίηση της σύγχρονης μπουζουκλερί λειτούργησε γιατί το ροκ εντ ρολ και το μπουζούκι ενέχουν το ξόδεμα (όσο και να μην αρέσει σε κάποιους), εδώ η φάση ήταν άλλου τύπου. Κι επειδή, επίσης, το PassPort δεν είναι στούντιο, κι ο κόσμος ήταν εκεί, από κάτω, κολλητά, βρέθηκε ένας θεός –ας τον πούμε Γιάννη– που δεν άντεξε και το πέταξε κάπου στα τρία τέταρτα της βραδιάς: «Σκεβρώσαμε, Γιώργοοο!» –έτσι, με τραβηγμένο το «ο». Δεν γύρευε τίποτα γύρες ο άνθρωπος, καθιστός ήταν, καθιστός έμεινε.
Στα σίγουρα ενοχλήθηκε ο Νταλάρας, αλλά υπό μία έννοια τον άκουσε κιόλας, άσχετα αν φαντάζομαι πως η ροή ήταν προκαθορισμένη. Είχε έρθει η ώρα να πιάσει το τρίχορδο έτσι κι αλλιώς δηλαδή, αλλά το σήκωσε με πρόσθετη μανία και υγράνθηκε ο τόπος. Για να πει τα ρεμπέτικα απ' την πειραιώτικη μήτρα τους μέχρι τον Άκη Πάνου, τόσο καθαρά και τόσο βρώμικα ώστε πέφτανε ομαδόν σαγόνια και κόβανε βόλτες στα πατώματα του PassPort –κι αν ήταν εκεί το μούσι του Πανούση, πιθανότατα θ' ακολουθούσε την ίδια διαδρομή. Το “Παλτό”, για το οποίο μας έπρηξε το πάγκρεας θορυβώδης θαμώνας, τον “Σαλταδόρο” κατόπιν στεντόρειου αιτήματος του συναδέλφου και γνωστού νταλαρικού Στυλιανού Τζιρίτα, “Χαροκόπου 1942-1953”, “Μεσ' Τον Τεκέ Της Μαριγώς”... Κι αν τον ήξερα τον άνθρωπο που ανέφερα πιο πάνω, θα τον ρωτούσα αμέσως μετά: «νιώθεις ακόμα σκεβρωμένος, Γιάννηηη;;;».
{youtube}VoEseFrHw90{/youtube}