Βρισκόμαστε περίπου στη μέση του σαββατιάτικου live των Last Drive. Ο Alex K. εκμεταλλεύεται μια παύση μεταξύ των τραγουδιών, αρχίζει να μιλάει στο μικρόφωνο και καταλήγει: «(…) δεν θέλουμε να κάνουμε σε κανέναν μάθημα ηθικής, αλλά αν πρέπει να κρατήσουμε κάτι από τις τελευταίες μέρες είναι να ξεχωρίσουμε μέσα μας το τι μας κάνει ανθρώπους και το τι μας κάνει κτήνη». Το Gagarin σείεται επευφημώντας, άλλωστε το κοινό είναι πάντα ευπροσήγορο σε τέτοιες δηλώσεις, ειδικά κάτω από τη συναισθηματική φόρτιση μιας συναυλίας. Όμως, αν κρατάω κάτι από το Σάββατο είναι αυτές οι λέξεις…
Όχι γιατί δεν ήταν καλό το live. Ίσα-ίσα. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο απ’ αυτό που μας έχουν συνηθίσει οι Last Drive από την επανεμφάνισή τους το 2007 κι έπειτα. Ένα μεγάλο πάρτι, δηλαδή. Επίσης, στην παραπάνω φράση δεν έχει μόνο σημασία το περιεχόμενο (παρότι συνοψίζει απόλυτα ανθρωπιστικά την ανάγκη για ψυχραιμία μπροστά στον καθρέφτη –κάτι που σχεδόν κανένας αρθρογράφος και σίγουρα κανένας παραθυράρχης δεν έκανε τόσες μέρες, βουλιαγμένοι στην ανεπάρκεια της ρητορείας του μίσους) αλλά και το ποιος το λέει. Έχει σημασία να το λέει κάποιος που αυτό το μίσος του έχει ανοίξει το κεφάλι. Κι έχει σημασία να εισπράττεις τον ουτοπικό ρομαντισμό του –πάλι μέσω μικρόφωνου– όταν προλόγισε την επική διασκευή του “Time Has Come Today” των Chambers Brothers με τα λόγια «…κάποια μέρα όλοι αυτοί τύποι στα παράθυρα θα εξαφανιστούν από τη ζωή μας». Ή κάπως έτσι. Δεν θα γίνει ποτέ αυτό, δυστυχώς. Γιατί και να φύγουν αυτοί, θα έρθουν άλλοι. Όμως, μας θυμίζει τι πρέπει να τρώμε και τι να φτύνουμε μέρες που είναι.
Και συμπυκνώνει, επίσης, εκείνη τη «σοφία» που πια είναι το κύριο χαρακτηριστικό των Last Drive. Δεν τους λέω «γέρους». Αλίμονο. Δεν θα αποκαλούσα ποτέ γέρο τον Γιώργο Καρανικόλα, ακόμα κι αν τα μαλλιά του μοιάζουν πια με μαλλί της γριάς. Αλλά, αυτό βγαίνει στο παίξιμό τους. Στην ικανότητά τους να δημιουργούν την ατμόσφαιρα του πάρτι που λέγαμε. Στον επαγγελματισμό με τον οποίο αντιπαρέρχονται το συνεχώς ξεκούρδιστο μπάσο του Άλεξ, τον ελεύθερο σκοπευτή Αμοργινό ή μερικά λαθάκια για τα οποία κοιτάζονται φευγαλέα αυστηρά και τα διορθώνουν αμέσως.
Το live ξεκίνησε λίγο πριν τα μεσάνυχτα με “Valley Of Death”. Και πήγε με δύο encores μέχρι σχεδόν τις 02.30. Σε τέτοιες περιπτώσεις πάντα κάποιος μπορεί να έχει ενστάσεις για το setlist. Όλο και κάποιο «αγαπημένο» του μένει απ’ έξω. Εμένα μου παίζουν κάθε χρόνο το “Blood From A Stone”, επομένως δεν έχω πρόβλημα. Αν και ανάμεσα στα Drive classics όπως η “Cindy”, το “Overloaded” ή το “Gone Gone Gone” που ξεσηκώνουν τους από κάτω, νομίζω ότι πια περίοπτη θέση κατέχει το “Alabama Blues”, έτσι όπως καταιγιστικά μπλουζάρουν πάνω στον J.B. Lenoir. Κατά τα άλλα, το “Killhead Therapy” είναι καταδικασμένο να είναι το πιο φορτισμένο sing-a-long –θυμίζω ότι και το περσινό μαγιάτικο live είχε γίνει αμέσως μετά τη Marfin. Το “Drop” θα έρχεται δεύτερο στην κατάταξη της παραπάνω πρότασης, με τον Αλέξη να προτρέπει «αυτό αφιερώστε το όπου θέλετε». Το “Hell To Pay” ήταν υπέροχο, στ’ αλήθεια δεν το θυμάμαι τα προηγούμενα χρόνια. Και νομίζω ότι η μεγαλύτερη επιτυχία τους είναι ότι αυτά τα live δεν αποτελούν μνημόσυνα, αλλά γιορτές.
Πολύ λίγα συγκροτήματα διεθνώς, μπορούν να υποστηρίζουν ότι έχουν κάνει τόσο ουσιαστικό reunion όσο οι Drive. Αποδείχθηκε στο εξαιρετικό Heavy Liquid, του οποίου τα κομμάτια απορροφώνται απόλυτα ταιριαστά στο σετ. Π.χ. το γουέστερν “A Glass Of Broken Dreams” (ένα από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει ποτέ), ή το “Magdalene”, με τον Καρανικόλα να παίρνει τη μπάντα πάνω στις ξερές κιθάρες και στη βραχνάδα του τραγουδώντας για την «παγιδευμένη Mary». Και βέβαια στο “Pantherman”, το homage στον καθοριστικό για την κοσμοθεωρία των Last Drive, Lux Interior. Μέσα σε όλα αυτά έχωσαν κι ένα καινούργιο track (ή μήπως δύο; δυστυχώς οι σημειώσεις που κρατούσα στο κινητό μου σβήστηκαν) με τίτλο “Children Of The Sky” (…or something). Ένα desert meets space meets mariachi «χάσιμο», το οποίο μπορεί να δείχνει και πού το πάει η μπάντα, επιβεβαιώνοντας πάντως πώς γράφουν συνεχώς κι έχουν καινούργιο υλικό.
Συμπερασματικά, η βραδιά δεν είχε εκπλήξεις. Ένας φίλος παραπονέθηκε γι’ αυτό. «Ήταν το ίδιο με τα προηγούμενα χρόνια», μου είπε. Φυσικά και ήταν. Το στοιχείο της έκπληξης (και της νοσταλγίας) εξαντλήθηκε στο επικό τριήμερο του 2007 (που πάντα θα σπάω το κεφάλι μου γιατί το έχασα). Οι Drive προχωρούν, «γερνάνε υπέροχα» (τσίμπα το κλισέ –όχι θα το γλίτωνες) και πια, που δεν αποτελεί είδηση μόνο και μόνο το ότι «παίζουν», σου εγγυώνται ένα τίμιο, ποιοτικό και προπάντων «χορταστικό» live. Τώρα που ετοιμάζεις τις βαλίτσες σου για το Primavera, πόσες μπάντες νομίζεις ότι θα δεις εκεί που μπορούν να καυχιούνται για κάτι τέτοιο;
Υ.Γ.: Δύο λόγια και για τα supporting acts. Τους Callas δεν τους πρόλαβα, αλλά τους είδα το προηγούμενο στο Velvet Bus reunion. Με την προσθήκη της Αννίτας (Luv Beverly, Wnna Be James?) είναι τρομερά βελτιωμένοι. Άλλωστε, ο τρίτος τους δίσκος Objekt είναι και ο πιο «μουσικός» τους. Δεν αντιμετωπίζουν πια τη μουσική μόνο εικαστικά, έχουν γίνει καλύτεροι παίκτες και συνεχίζουν ως «σκαπανείς» σε πολλά επίπεδα της «νέας σκηνής» από το γραφείο/στούντιο/σπίτι της Μιλτιάδου. Οι Screamin’ Fly υπέστησαν κάπως την κατάρα του support γκρουπ που δεν του πολυδίνει σημασία το κοινό, καθώς ετοιμάζεται για το κυρίως πιάτο. Κακώς, γιατί απέδειξαν στα ορχηστρικά (prog metal το λένε αυτό;) πόσο σφιχτοδεμένοι είναι και ανάγκασαν μια κυρία που καθόταν δίπλα μου να επιδίδεται σε ένα εντυπωσιακό yodeling για να τους αποθεώνει. Όταν βγήκαν στη σκηνή οι Last Drive, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να τους ευχαριστήσουν αμφότερους. Κάτι λέει κι αυτό περί «ηθικής και σοφίας»…