Η Αναστασία Μουτσάτσου είναι τόσο απλή, που μέχρι και τα γυαλιά της μυωπίας της είχε αφήσει κρεμασμένα στο V της μπλούζας που φορούσε την Τετάρτη το βράδυ στην Αυλαία. Ο Νότης Μαυρουδής και ο Γιώργος Τοσικιάν τη συνόδευσαν με τις κιθάρες τους δεμένες και σε πλήρη συγχρονισμό. Η μουσική τους, όμως, δεν κατάφερε να δώσει πνοή στη χλιαρή παρουσία της Μουτσάτσου. Την κοιτούσα για δύο ώρες και δεν μου δημιουργήθηκε στιγμή η επιθυμία να τραγουδήσω μαζί της.
Η εισαγωγή πάντως της βραδιάς ήταν πολλά υποσχόμενη: ένας “Κεμάλ” χωρίς στίχους μας καλωσόρισε στις 23.00. Ένα καλωσόρισμα, ωστόσο, το οποίο ήρθε κάπως αργά –στο τηλέφωνο που είχα πάρει νωρίτερα την ίδια μέρα, μου είπαν πως το live θα ξεκινούσε περίπου στις 22.00. Η Αναστασία Μουτσάτσου έκανε την εμφάνισή της αμέσως μετά τον Κεμάλ, κάθισε στο σκαμπό της και μας τραγούδησε.
Εδώ θα ανοίξω μία παρένθεση. Η Αυλαία, όπως έχω αντιληφθεί από προηγούμενες επισκέψεις μου, έχει πολύ καλό ήχο και καλά φώτα. Κοινώς, όλες οι εξωτερικές συνθήκες είναι ιδανικές. Οπότε η κάθε εμφάνιση εξαρτάται αποκλειστικά από τη διάθεση και αύρα του κάθε καλλιτέχνη που στέκεται στη σκηνή του μαγαζιού. Για να κλείσω την παρένθεση, η Μουτσάτσου κάθισε στο ίδιο σκαμπό καθ' όλη τη διάρκεια της βραδιάς (σηκώθηκε μόνο για ένα διάλειμμα) και απλώς είπε όσα έπρεπε να πει. Η, κατά τα άλλα ωραία, φωνή της το βράδυ της Τετάρτης έχασε έτσι σε πολλά σημεία. Η απουσία ερμηνείας ή η υπερβολή της, την έκανε να φαίνεται πότε στατική και πότε εκτός κομματιού. Έχοντας π.χ. ακούσει πριν από λίγες μέρες την Ελίζα Μαρέλλι να τραγουδά το “Πόσο Λυπάμαι”, η Μουτσάτσου μου φάνηκε λίγη. Στο “Πριν Το Τέλος”, από την άλλη, μου φάνηκε υπερβολική. Ακόμα και στο “Πέρασε Η Μπόρα (Μόνη Ξανά Δεν Θα Σ' Αφήσω)”, όταν ανασηκώθηκε λίγο από τη θέση της και προσπάθησε να το μοιραστεί με τον κόσμο, δεν το κατάφερε τελικά.
Είναι δύσκολο να ερμηνεύεις τραγούδια άλλων, ειδικά όταν μιλάμε για καλλιτέχνες όπως η Σοφία Βέμπο. Πρόκειται για μεγάλη ευθύνη και θέλει πολλή δουλειά. Η Μουτσάτσου φάνηκε να έχει μεν τη διάθεση, αλλά να της λείπει η εξοικείωση: είτε με το ερμηνευτικό κομμάτι, είτε με το επικοινωνιακό. Η μόνη στιγμή που την αισθάνθηκα κάπως πιο χαλαρή, ήταν όταν έκανε ένα σχόλιο για τους ΑΕΚτζήδες –για να πειράξει τον Μαυρουδή– και υπήρξε έτσι λεκτικό παιχνίδι με κάποια παιδιά που βρίσκονταν στο κοινό. Ακριβώς μετά από αυτό, όμως, ξανακλείστηκε στο καβούκι της.
Ο Μαυρουδής και ο Τοσικιάν, στο δικό τους κομμάτι, μας χάρισαν ένα πολύ ειδυλλιακό αργεντίνικο τραγούδι, το “Cansion Triste”. Αυτό αποτέλεσε μία από τις ιδιαίτερες στιγμές του κιθαριστικού διδύμου –κι είχαν πολλές τέτοιες την Τετάρτη το βράδυ. Από άποψη επικοινωνίας, ωστόσο, ο πρώτος αναλώθηκε σε μαθήματα περί συγκερασμού παλιάς και νέας μουσικής, ενώ ταυτόχρονα τόνιζε πόσο σημαντικό είναι για εκείνον να ακούγονται αυτά τα τραγούδια από τις νέες γενιές. Τραγούδια που στην πλειονότητά τους άνηκαν στον ίδιο, συν κάποια του Μάνου Χατζιδάκι. Στις αλλαγές, λοιπόν, από το ένα κομμάτι στο άλλο, υπήρχε πάντα μια επεξήγηση, που αφορούσε είτε στον λόγο επιλογής των συγκεκριμένων τραγουδιών, είτε στο γιατί θα παιχτούν το ένα μετά το άλλο. Δεν θα με ενοχλούσαν τούτες οι παρεμβολές, αλλά σε μία ούτως ή άλλως υποτονική βραδιά, δεν μου έδωσαν ό,τι επιχειρούσαν να δώσουν.
Για να επανέλθω στην πρωταγωνίστρια της βραδιάς και να κλείσω, η μόνη στιγμή που απόλαυσα την Αναστασία Μουτσάτσου ήταν στο “Ίσως Φταίνε Τα Φεγγάρια” της Ελένης Βιτάλη. Σαν να ξεχώρισα εκεί ένα προσωπικό στίγμα, που δεν προσπαθούσε να μιμηθεί κανέναν και που δεν εγκλωβιζόταν μέσα σε στενά πλαίσια. Κατά τα άλλα, η συναυλία της Αυλαίας μου άφησε την εντύπωση ενός σχεδίου με ιερό σκοπό, το οποίο κατέληξε να εκτελείται μηχανικά.