Η «ανάγνωση» ενός εμβληματικού έργου, όπως είναι ο Μεγάλος Ερωτικός του Μάνου Χατζιδάκι, αποτελεί στα χέρια ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες μία αλλιώτικη πρόταση-πρόκληση, σε κάθε του έκφανση. Ο πάντα ανήσυχος, πρωτοπόρος και τελειομανής Σταύρος Ξαρχάκος τόλμησε να του δώσει μια διαφορετική διάσταση και να μας παρασύρει σε έναν κόσμο ποιητικών συναισθημάτων. Ο λυρισμός, η επικότητα, η παράδοση και το ελληνικό τοπίο γίνονται όχημα για να επαναπροσεγγίσουμε και να ψηλαφίσουμε τις εκφραστικές ποιότητες δυο μεγάλων προσωπικοτήτων, των οποίων η σφραγίδα εξακολουθεί να εμπνέει. Συνοδοιπόροι στο αποκαλυπτικό αυτό ηχητικό ταξίδι του Ξαρχάκου στη σκηνή του Gazarte ήταν η Μάρθα Φριντζήλα, ο Γιάννης Παλαμίδας, η Ηρώ Σαΐα και η δωδεκαμελής Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής.

Η πρόσκληση για περιπλάνηση στον κόσμο του Χατζιδάκι απαιτεί –τόσο από τη θέση του συνθέτη όσο και του ακροατή– εκείνα τα στοιχεία-δώρα τα οποία διαθέτει ένας μεγάλος καλλιτέχνης. Θαυμασμός, ψυχισμός, γενναιοδωρία και ειλικρίνεια περνούν μέσα από πολυεπίπεδες μελωδικές γραμμές, εκεί που το ποιητικό φως «μάχεται» με τις μούσες του. «Τα τραγούδια αυτά δεν είναι αισθησιακά. Λειτουργούν περ’ απ’ την πράξη, στο βαθύ αίσθημα που χαρακτηρίζει οποιαδήποτε σχέση κάθε μορφής, αρκεί να περιέχει τις προϋποθέσεις γι’ ανθρώπινη επικοινωνία», έλεγε ο ίδιος ο Χατζιδάκις στο εσώφυλλο του Μεγάλου Ερωτικού. Στην περίπτωση του Σταύρου Ξαρχάκου, το καλλιτεχνικό στοίχημα πρόσφερε απλόχερα πολύτιμους καρπούς, αξιοποιώντας στο ακέραιο το βάρος του ίδιου του έργου και συνάμα τροφοδοτώντας με τα δικά του χρώματα τις δικές μας αισθήσεις.

Το –αναμενόμενα– κατάμεστο από ώριμες, κατά κύριο λόγο, φιγούρες του καλλιτεχνικού, δημοσιογραφικού και συγγραφικού κόσμου Gazarte, απήλαυσε στην αρχή όλο το μουσικό έργο του Μεγάλου Ερωτικού, αδιάσπαστο (κύρια επιθυμία, εξάλλου, και του δημιουργού του). Στωικότητα, βάθος, ισορροπία και βουτιά σε έναν κόσμο που πάλλεται με την ίδια του τη φύση, τις αδυναμίες, την ανωτερότητα και την καθαρότητα μιας ανθρώπινης λαϊκότητας. Οι τρεις ερμηνευτές δεν μπλέχτηκαν στα δίχτυα των ανυπέρβλητων προκατόχων τους (Φλέρυ Νταντωνάκη και Δημήτρη Ψαριανός), αλλά κατέθεσαν τη δική τους αλήθεια, έτσι όπως ανασύρθηκε με τις απαιτητικές οδηγίες του Ξαρχάκου. Η μοναδικότητα αυτού του έργου είναι ότι δεν δύναται να το δεις αποσπασματικά: σε αγγίζει στο σύνολό του. Δεν είναι τυχαίο που ο δημιουργός του σχολίαζε για τις προεκτάσεις του «Τραγουδιού», ότι «προσπαθούσα να συζεύξω άρρηκτα με τα δικά μου μουσικά μέσα, έναν ακριβό στίχο έτσι ώστε η χωριστή ακρόαση μετά, να μην είναι νοητή ή δυνατή...».

Αξίζει να αναφέρω το ντουέτο της Μάρθας Φριντζήλα με τον Γιάννη Παλαμίδα στα “Λιανοτράγουδα” για την εύθραυστη αισθαντικότητά του, μα και για έναν ερωτισμό που τείνει να γίνει ερωτικός, ελευθερώνεται όμως από τα όποια στεγανά του και γίνεται διαχρονικός. Από την άλλη, η νεαρή και ταλαντούχα Ηρώ Σαΐα διατήρησε μια αέρινη αύρα, ενίοτε θεατρική και συνάμα απόλυτα προσηλωμένη στον μαέστρο της όταν κλήθηκε να ερμηνεύσει τα “Πέρα Στο Θολό Ποτάμι” και “Σ’ Αγαπώ”. Το πρώτο μέρος ολοκληρώθηκε με το “Κραταιά Ως Θάνατος Αγάπη”, ένα μελοποιημένο απόσπασμα από το Άσμα Ασμάτων που λειτουργεί ως ερωτικός ψαλμός, ως μεγαλειώδης ύμνος στην αγάπη που ξεπερνά το φθαρτό τού χαρακτήρα της. Οι τρεις ερμηνευτές, με τη συνοδεία της χορωδίας, άφησαν εδώ το δικό τους λιθαράκι σε εκείνο το «αναδεύον αίσθημα» του Χατζιδάκι.

«Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό, είναι κάτι πέρα από αυτό...», ήταν τα λόγια του μαυροντυμένου, με μαύρα γυαλιά και κόκκινο τριαντάφυλλο στο πέτο, Γιάννη Παλαμίδα με τα οποία κι άνοιξε το δεύτερο μέρος της συναυλίας –αφιερωμένο σε μια εκλεκτική ανθολόγηση τραγουδιών του Χατζιδάκι. Εδώ ο αέρας αποκτά λίγο από τη μαγεία του θεάτρου και την περιπλάνηση στα ενδότερα μιας ψυχής η οποία έρχεται αντιμέτωπη με όσα την κυριεύουν και την αναδύουν.

Το χαρακτηριστικό κόκκινο άνθος στο πέτο παρατηρείται και στα κοστούμια της ορχήστρας, ενώ οι τραγουδιστές αναλαμβάνουν ξεχωριστά τους «ρόλους» του μποέμ-μάγκα (Παλαμίδας), της τσατσάς-πόρνης (Φριντζήλα) και της ελευθεριάζουσας κορασίδας (Σαΐα) στα τραγούδια “Ηθοποιός”, “Η Παναγία Των Πατησίων” και “Η Προσευχή Της Παρθένου”, αντίστοιχα. Ο οργανικός-σωματικός διάλογος μεταξύ Ξαρχάκου και Παλαμίδα στο “8”, όταν ο πρώτος ανάβει τσιγάρο και ο άλλος του ψιθυρίζει στο αυτί «Τι λες, πάμε πιο κάτω...», μοιάζει πάλι να έχει βγει από θεατρικό χωρίο του Τένεσσυ Ουίλλιαμς, «παίζοντας» με τον Πόθο σε όλες του τις διαστάσεις. Και ερώτηση-σχόλιο «Κάπου υπάρχει θεός;» στο “Γίνετε Σκύλοι” σού άφηνε μια ασαφή μελαγχολία, που στο τέλος αποκτούσε  τρυφερότητα και εσωτερική ένταση.

Η Πορνογραφία είχε βέβαια το δικό της ξεχωριστό μερίδιο, με το αγαπημένο κομμάτι “Έλα Σε Μένα” και σύσσωμη τη συμμετοχή τραγουδιστών και χορωδίας, συνθέτοντας τη δική της παλέτα ήχων, χρωμάτων και ποιητικών ονείρων για κάθε έναν από εμάς, αρωγό και μύστη. Στο τέλος, η επιλογή της ακρόασης ενός αποσπάσματος με τη φωνή του Χατζιδάκι το οποίο έλεγε «Κουράστηκα να πλέκω για εσάς μουσικές ονείρων...Καιρός να φτιάξετε κι εσείς τις δικές σας...», ολοκλήρωσε μια δύσκολη διαδρομή, λίαν όμως εποικοδομοτική. Είχαμε την τύχη να περπατήσουμε στα μονοπάτια δυο συνθετών τόσο διαφορετικών από τη μία και τόσο κοντά από την άλλη, όταν καταπιάνονται με το μεγαλείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα μηνύματά τους δεν σβήνονται εύκολα στη βροχή, αντιστέκονται, όπως έλεγε και ο Χατζιδάκις, για να συμπληρώσουμε εμείς ότι αποκτούν ένα φως-οδηγητή προς την απλότητα και τη διαύγεια.

Το αφιέρωμα του Σταύρου Ξαρχάκου στο σύμπαν του Μάνου Χατζιδάκι και του Μεγάλου Ερωτικού είναι μια πολύχρωμη συννεφιά, μέσα από την οποία ο ακροατής εισπράττει μια βαθιά συγκίνηση και σαγήνη υψηλής αισθητικής, ταξιδεύοντας μουσικά και ποιητικά σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και χρόνο.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured