Φωτογραφίες: Νίκος Ζαραγκόπουλος
Ακόμη και σήμερα τον αποκαλούν «ο νέος μουσικός από τη Λάρισα» κι ας έκλεισε τα 50χρόνια του. Αποτελεί σταθερή αξία για μικρούς και μεγάλους και όλοι συντρέχουν για μία συναυλιακή δόση, όταν κατεβαίνει στα πέριξ. Ίσως γιατί δρα σαν ένα δροσερό αεράκι, ίσως γιατί είναι από τους λίγους αξιόλογους μάστορες των αισθημάτων και εργάτης των λέξεων. Την ίδια στιγμή μαζί του αναπολείς τους πάλαι ποτέ παραμυθάδες που σεργιάνιζαν από χωριό σε χωριό, αποπνέοντας αρώματα βρεγμένης γης και ξάστερης πνοής. Για όλα αυτά και πολλά άλλα, εχθές το Θέατρο Πέτρας ασφυκτιούσε με το πολυάριθμο πλήθος που γέμισε κάθε σημείο από τα βραχάκια και την αρένα ως το τελευταίο σκαλοπάτι. Ο παλιός είναι αλλιώς, λένε, όμως αν κουβαλάει και την ατόφια δύναμη της νεότητας, κάτι σαλεύει και ανακατεύει τους πάντες σα στρόβιλος. Κάθε συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου αποτελεί μία ολόφρεσκη περιπέτεια και αυτή τη φορά επέλεξε λιγότερο ηλεκτρισμένους προορισμούς στο ταξίδι του. Η παρέα της εποχής των Λαϊκεδέλικα (Αλέξης Αποστολάκης (τύμπανα), Δημήτρης Μυστακίδης (κιθάρα, λαούτο), Δημήτρης Μπασλάμ (μπάσο), Φώτης Σιώτας (βιολί, βιόλα, πλήκτρα), Florian Micuta (πλήκτρα) και Ανδρέας Πολυζωγόπουλος (τρομπέτα, φλικόρνο) και Τάσος Μισυρλής (τσέλο) ήταν σε ετοιμότητα. Δίχως να της λείπουν οι αυτοσχεδιασμοί, απάνθισμα μιας τρυφερής και ζεστής σχέσης. «Νιώθω πολύ συγκινημένος που βρίσκομαι ξανά μαζί σας, εδώ σε αυτό τον χώρο, όταν δίναμε συναυλίες για τους Ζαπατίστας... Τι να πω, δεν μπορώ να πιστέψω πόσοι μαζευτήκαμε σήμερις...», είπε ο Παπακωνσταντίνου, δίνοντας το σήμα μιας βραδιάς που θα κρατούσε λίγο-πολύ δυόμισι ώρες και κάτι. Το κομμάτι που άνοιξε τη συναυλία ανήκει στη νέα σοδειά και αναμένεται να τραγουδιέται σύσσωμο από το κοινό, όπως έγινε και με τα αγαπημένα “Διάφανος”, “Όταν Χαράζει”, “Αγρύπνια”, “Αποσπερίτης”, “Ανδρομέδα” κ.α. Ανεπιτήδευτος, όπως πάντα, ο Παπακωνσταντίνου θέλει να μοιραστεί την προσωπική του αυθαιρεσία και να γευτεί ό,τι δύναται από την ουσιαστική σχέση και επικοινωνία του με τον κόσμο. Αυτή τη φορά κράτησε κυρίως τον ρόλο του τραγουδιστή, με τη φωτεινή βεβαίως συνδρομή του Φώτη Σιώτα, που χάνοντας για λίγο τους στίχους του “Σαμπάχ” μας κέρδισε ξανά και ξανά μετέπειτα. Η άλλοτε κυριαρχία της μπουζουκομάνας, των νυκτών εγχόρδων και της ηλεκτρικής κιθάρας του Μπάμπη Παπαδόπουλου, δίνει τη θέση της σε δεμένους και ευφάνταστους διαλόγους τσέλου και βιολιού, ενώ η τρομπέτα αφήνει ανεπαίσθητα ίχνη – καλώς και κακώς – στο όλο πανηγύρι. Στη διάρκεια της βραδιάς το φανατικό – με όλη την έννοια της λέξης – κοινό συνομιλούσε με τον καλλιτέχνη μέσα από απαγγελίες στίχων, συνθήματα, ευφυολογήματα και παραγγελιές. Οι νέες ενορχηστρώσεις κομματιών όπως τα “Αγία Νοσταλγία”, “Σ’ Αφήνω Γεια”, “Τρία Ρουμπαγιάτ” και “Ορυχεία” ήταν πολύ ενδιαφέρουσες και δεν ξένισαν κανέναν, μιας και ο αέρας τους παραμένει εσωτερικός και ιδιαίτερος. Και μιας και είμαστε καλομαθημένοι, τραγουδήσαμε όλοι μαζί τον “Φορτίνο Σαμάνο” και τα “Σαν Αστραπή”, “Σαν Αερικό”, “Στην Κοιλάδα Των Τεμπών”, “Τειρεσίας”, “Πεχλιβάνης”, “Α. Μάνθος” κ.α. Υπήρχαν και τα σκηνικά εφέ, με χαρταετούς, λάμπες α-λα-φούσκες και video wall, όμως όλα αυτά συνοδεύουν σιωπηλά ένα και μόνο πράγμα. Είτε βρισκόμενος στην αρένα ή στις κερκίδες το «φαινόμενο Θανάσης Παπακωνσταντίνου» σε παρασύρει θες δεν θες. Γίνεται μία γροθιά με τους μουσικούς του και αυτό είναι πολύτιμο και πλέον σπάνιο. Η ώρα έχει πάει 12.30 και ο Θανάσης θα χαρίσει ένα από τα γνωστά του κορυφωτικά – αν ισχύει αυτό για την περίπτωσή του – μισάωρα encore, όμως εγώ οδεύω σε άλλα μονοπάτια. Υπήρξα από την πρώτη στιγμή θαυμαστής του έργου του Θανάση Παπακωνσταντίνου και ακόμη κι αν δεχτώ σχόλια φίλων που προτιμούν την πιο ηλεκτρική του «λαϊκεδέλικη» πλευρά, για μένα είναι ένας από τους σταθερούς και συνεπείς μουσικούς προορισμούς. Υπάρχουν εντάσεις και εντάσεις...