Με την πρώτη μου οπτική επαφή με την Pinkie Maclure, συνειδητοποίησα ότι τα έχει τα χρονάκια της. Θα’ πρεπε να το περιμένω, αν είχα καθήσει να το σκεφτώ λιγάκι. Έχω ένα δωδεκάιντσο που είχε ηχογραφήσει με τον David Harrow και το οποίο χρονολογείται από το 1985. Τι περίμενα δηλαδή, να δω μπροστά μου καμιά παιδούλα; Βλέπει κι εκείνη το χτένισμά της στο εξώφυλλο και γελάει: «Μ’ αρέσει αυτό το κούρεμα που είχα» παρατηρεί, κοιτάζοντας με νοσταλγία τα όρθια, αγκαθωτά μαλλιά της, στο στυλ του πανκ των ημερών. Βέβαια, πολλά έχουν αλλάξει από τότε που έπαιζε πρώιμη electro ποπ. Εγώ για παράδειγμα την ξανασυνάντησα στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τι έκανε στο ενδιάμεσο διάστημα;

«Συμμετείχα σε διάφορα πειραματικά σχήματα, όπου για να ακουστώ επάνω από τα άλλα όργανα έπρεπε να φωνάζω συνεχώς! Το απόλαυσα για ένα διάστημα αλλά τελικά αυτό το πράγμα δεν με εξέφραζε απόλυτα, θέλησα να εξερευνήσω περισσότερο τις δυνατότητες της φωνής μου.»

Κάπου εκεί μπαίνει στην εικόνα και ο John Wills, ο οποίος την βοήθησε αρχικά στην ηχογράφηση του cd της “Favourite”, κάνοντας την παραγωγή σε κάποια κομμάτια του. Στην επόμενη δουλειά της, το άλμπουμ “From Memorial Crossing”, η συνεργασία γίνεται ακόμη πιο στενή, απ’ τη στιγμή που της παρέχει ολόκληρο το ηχητικό φόντο στις συνθέσεις της, με περισσή επιδεξιότητα μάλιστα. Για το πλέον πρόσφατο βήμα τους μάλιστα, ήταν το πιο φυσιολογικό να κυκλοφορήσει κάτω από διαφορετικό όνομα, μιας και η ηχογράφηση έγινε εντελώς συλλογικά: «Το “This Day And Age” δεν θα μπορούσε να βγει σαν σόλο άλμπουμ. Η συνεισφορά του John είναι ισάξια πλέον με τη δική μου. Τα περισσότερα κομμάτια αποτελούν ακόμη δικές μου συνθέσεις, ιδέες που ανακαλύπτω παίζοντας την κονσερτίνα (σσ. όπου κονσερτίνα ένα είδος μικρού ακορντεόν, το οποίο η Pinkie ακόμη πασχίζει να μάθει καλά απ’ ότι μας είπε) ή μελωδίες που γεννάω με τη φωνή μου. Από εκεί και πέρα, ο John είναι αυτός που φτιάχνει όλη την ατμόσφαιρα με τους ήχους του. Είμαι τυχερή που τον συνάντησα, εκτός των άλλων είναι πολύ έμπειρος στην παραγωγή.»

Ο John Wills έχει συνεργαστεί με διάφορες μπάντες, υπήρξε πάντως, μεταξύ των άλλων, μέλος των Loop και των Hair & Skin Trading Company. «Τους γνωρίζεις;» με ρωτάει. Φυσικά, του απαντάω, έχω κι από δύο άλμπουμ του κάθε συγκροτήματος. Δεν θα έλεγα βέβαια ότι τα έχω ακούσει και πολύ. Γελάει: «Ήταν απολαυστικό να βρίσκεσαι στη σκηνή με τους Loop. Όχι και τόσο όμως όταν δεν ήσουν! Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία!»

Οι δυο τους ζουν πια σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό κάπου στη Σκοτία. Σε δική τους ετικέτα κυκλοφόρησαν επίσης το άλμπουμ των Lumen, στην Ghost Train. Πως κι έτσι; «Είναι πολύ δύσκολο πια να σε δεχτεί μια εταιρία, και να σου επιτρέψει να κάνεις αυτό που θέλεις. Όσο όμως εύκολο είναι να τυπώσεις ένα δικό σου cd, άλλο τόσο δύσκολο είναι να κάνεις γνωστό σε ευρύ κοινό το ότι το έχεις βγάλει εκεί έξω, στα ράφια των δισκοπωλείων. Το να βάλεις μια καταχώρηση σε ένα έντυπο κοστίζει αρκετά χρήματα, κι όσο για να σου κάνουν ένα μικρό άρθρο, καλύτερα ξέχνα το! Μόνο το Wire καλύπτει λίγο κάποιες μπάντες σαν τη δική μας. Το ίδιο δύσκολο είναι να κάνεις και εμφανίσεις, δεν υπάρχουν χώροι σαν κι αυτόν εδώ (το Μικρό Μουσικό Θέατρο) για να παρουσιάσεις τη δουλειά σου.». Αυτό το τελευταίο μου φαίνεται παράξενο, αλλά τέλος πάντων… Προχωράμε!

Η μουσική σου, Pinkie, ήταν πάντοτε δύσκολη να περιγραφεί. «Αυτό είναι και το ζητούμενό μου εξάλλου, να μην μπορεί κανείς να την περιγράψει με ακρίβεια, να είναι απόλυτα δική μου». Και τι απαντάς εσύ όταν σε ρωτάει κάποιος να του πεις σε τι ύφος κινούνται οι δίσκοι σου; Ο John αναλαμβάνει να τη βγάλει από τη δύσκολη (;) θέση. «Cinematic Electric Folk Chancons” λέει και βάζουμε όλοι μαζί τα γέλια! Είναι αρκετά περιγραφικός ο όρος και σκιαγραφεί αρκούντως ικανοποιητικά τα στοιχεία που αναμειγνύονται μέσα στα τραγούδια του ντούετο. Ο τρόπος που τραγουδάει η Pinkie προδίδει αν μη τι άλλο ότι θα πρέπει να θρέφει μια μεγάλη αγάπη για το Γαλλικό τραγούδι του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα, έτσι δεν είναι; «Ασφαλώς και λατρεύω κάποια σαν την Juliette Greco, υπάρχουν όμως τόσα πολλά ακόμη πράγματα που ακούω, ακόμη και βοκαλίστριες από το χώρο της φολκ όπως η June Tabor ή η Annie Briggs. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ενδιαφέροντά μας δεν φτάνουν μέχρι τη σύγχρονη ηλεκτρονική μουσική. Εκεί βρίσκεις αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα να ακούσεις, αν και οι περισσότεροι στερούνται προσωπικότητας και επαναλαμβάνονται πολύ σύντομα».

Η δική τους μουσική αντλεί στοιχεία από την ηλεκτρονική στο ότι προσπαθεί να αναπαραστήσει στο background ένα τοπίο λίγο ή πολύ άγνωστο και μυστηριώδες στον ακροατή, το οποίο όμως τους ρίχνει και στα βαθιά του αιώνιου προβλήματος αυτού του είδους των δουλειών. Πώς μεταφέρεις αυτή τη μουσική επάνω στη σκηνή, δηλαδή πως την κάνεις ενδιαφέρουσα να την παρακολουθήσει ο ακροατής; «Αυτό που μας σώζει είναι ότι τα τραγούδια μας έχουν φωνητικά, και κανείς δεν πλήττει βλέποντας την Pinkie να ερμηνεύει. Ακόμη, εγώ εκτός από ακουστική κιθάρα χρησιμοποιώ ένα drum pad που βγάζει διάφορους ήχους, οπότε εκτός από τα προηχογραφημένα μέρη, υπάρχει κι ένα σημαντικό ποσοστό μουσικής που βγαίνει ζωντανά από εμάς.». Κι αυτό είναι κάτι που διαπίστωσα ελάχιστη ώρα αργότερα, όταν οι δύο Lumen ανέβηκαν στη μικροσκοπική σκηνή του Μικρού Μουσικού Θεάτρου και συνεπήραν το ακροατήριό τους. Η Pinkie Maclure είναι όντως σπουδαία ερμηνεύτρια, κάτι που ασφαλώς γνωρίζαμε και από τους δίσκους της, μα και που επιβεβαιώσαμε περίτρανα ιδίοις όμμασι. Ακόμη περισσότεροι ήταν όσοι την ανακάλυψαν από τη συμμετοχή της στο αγγλόφωνο άλμπουμ των Sigmatropic, και αυτός ήταν εξάλλου ο λόγος που βρισκόταν στη χώρα μας. Μετά λοιπόν από το πέρας της δικής τους εμφάνισης, τη θέση τους πήραν αυτοί οι τελευταίοι για να παρουσιάσουν το πραγματικά μνημειώδες για τα εγχώρια τεκταινόμενα άλμπουμ «16 Χαϊκού Και Άλλες Ιστορίες», με την Pinkie να αναλαμβάνει τα φωνητικά σε ορισμένα από τα κομμάτια του δίσκου. Τα έχουμε πει κατ’ επανάληψη για τις εμφανίσεις των Sigmatropic, οπότε είναι μάλλον έγκλημα να μην τους έχετε δει ακόμη.

Πριν φτάσει στο τέλος της η συνάντησή μας, τους ρωτάω γιατί θα πρέπει η μουσική της να είναι πάντοτε τόσο θλιμμένη. Γελάει: «Το έχω σκεφτεί κι εγώ αυτό. Πιστεύω ότι είναι ωραίο να υπάρχει μια εναλλακτική πρόταση στη μουσική, αφού οι περισσότεροι προτιμούν να είναι τόσο χαρούμενοι στους στίχους τους, έτσι ώστε να μπορούν να απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό. Με εκφράζει πιο εύκολα το σκοτεινό κλίμα στη μουσική. Έχουμε αρχίσει να κάνουμε προόδους πάντως, πιστεύουμε ότι υπάρχουν κανένα – δύο κομμάτια στο “This Day & Age” που θα χαρακτηρίζαμε μέχρι και αισιόδοξα. Άκουσε το “Harbour Song” και το “Pearls” και θα καταλάβεις τι εννοούμε».

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured