Ο Paul “Mudd” Murphy, Βρετανός DJ και παραγωγός, γνωστός στους disco-balaeric κύκλους ως ο DJ των DJs, ένας από τους Ευρωπαίους συλλέκτες με φίνο γούστο και απεριόριστη αγάπη για καλά κρυμμένα βινύλια, βγάζει από το χρονοντούλαπο το προσωπικό του project Mudd μετά από σχεδόν 17 χρόνια και με την βοήθεια των Michele Chiavarini, Patrick Dawes και Dave Noble παρέδωσε μέσα στον Φεβρουάριο ένα ακόμα soft rock κομψοτέχνημα.
Με μόνιμο δισκογραφικό του όχημα την δική του ανεξάρτητη δισκογραφική Claremont 56, που ειδικεύεται στις περιποιημένες βινυλιακές εκδόσεις και εδρεύει στο Λονδίνο ενώνει από τα μέσα των 00s το funk και την disco με το Kraut δημιουργώντας την απόλυτη ηχητική και εικαστική ταυτότητα.
Ακόμα και αν μέσω email καταφέραμε πίσω στο 2019 να συνεργαστούμε για την κυκλοφορία του ντεμπούτου των Sillyboy’s Ghost Relatives δεν έχει τύχει μέχρι σήμερα να συναντηθούμε δια ζώσης αλλά επιβεβαιώνω ότι έχει υπάρξει ιδιαίτερα φιλικός και δωτικός κάθε φορά που έχω δείξει ενδιαφέρον σε κάποια από τις κυκλοφορίες του. Αυτό σημαίνει ότι η κυκλοφορία του In The Garden Of Mindfulness υπήρξε για μια ακόμη φορά αφορμή για μια σε βάθος συνέντευξη με τον τύπο που έχει συμπράξει μουσικά με ονόματα όπως ο Patrick Dawes των Groove Armada, o Salvatore Principato των Liquid Liquid, ο Holger Czukay των Can και οι U.K. disco θρύλοι Idjut Boys.
Όντας απασχολημένος με όλη τη δουλειά της δισκογραφικής, τελικά ανάγκασες τον εαυτό σου να βρει χρόνο και να φτιάξει αυτόν τον δίσκο ή ήταν μια διαδικασία που συνέβαινε παράλληλα με όλα και τελικά βρήκες χρόνο για να το ολοκληρώσεις; Ποια ήταν η αρχή του και πώς εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου;
Ξεκίνησε πραγματικά απροβλημάτιστα, έπαιζα με μερικές πιθανές ιδέες είτε για το Hillside είτε για το Smith & Mudd και οι ιδέες άρχισαν να συμβαίνουν αρκετά γρήγορα, έτσι αποφάσισα να επανεξετάσω την ιδέα του σόλο album. Σε εκείνο το σημείο βέβαια δεν σχεδίαζα ένα άλμπουμ, μόνο μερικά κομμάτια για ένα 12ιντσο αν μπορούσα να τα τελειώσω. Το ξεκίνησα αργά τον Μάρτιο (εξ ου και ο τίτλος του τραγουδιού του κομματιού 8, "Late In March") και κατέληξα να πιέζω τον εαυτό μου για να το ολοκληρώσω μέχρι το τέλος του 2023 - το τελείωσα τον Νοέμβριο, που είναι χρόνος ρεκόρ για μένα.
Η διαδικασία ήταν σχεδόν η ίδια σε όλη τη διάρκεια. Θα έφτιαχνα ένα προσχέδιο ολόκληρου του κομματιού με ντραμς και πλήκτρα και μετά το έστελνα στον Patrick (Dawes) για κρουστά. Στη συνέχεια θα δούλευα με τον βασικό μου παίκτη Michele (Chiavarini) και ανταλλάσαμε ιδεές μέχρι να φτάσουμε στο επιθυμητό. Μετά αφιέρωσα λίγο χρόνο για να διευθέτησω την κοινή χροιά του album και τέλος, αντί να γίνει mastering στο τελικό bounce του συνόλου, έγινε stem mastering (με 8 ξεχωριστά stems που αποτελούνται από μπάσο, κιθάρα, πλήκτρα κ.λπ. στο καθένα), κάτι που πραγματικά βοήθησε τα τραγούδια να ζωντανέψουν.
Το σύνολο αφήνει μια άνετη τζαζ έως σόφτ ροκ πινελιά με μόνο ίσως τον Katanaboy να ακολουθεί τον προηγουμένως χαρακτηρισμένο funky ντίσκο ήχο σου. Η εποχή της πανδημίας έχει επηρεάσει την διαχρονική σου σχέση με τη χορευτική μουσική ή αποφασίσες να ακολουθήσετε έναν πιο spiritual ήχο;
Πραγματικά δεν σχεδίαζα να ακούγεται έτσι η μουσική, απλώς αφέθηκα στην τύχη του τι θα έβγαινε στο τέλος. Αν ακούσω το άλμπουμ συνολικά τώρα και αναλογιστώ κάποιες από τις πρώτες μου αγάπες για τη μουσική, είναι απολύτως λογικό. Η Jazz funk ήταν πάντα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου και η συνεργασία με κάποιον αρκετά ταλαντούχο ώστε να εντοπίσει πού πηγαίνω με ένα κομμάτι, βοήθησε πραγματικά στην ανάπτυξη του ήχου. Ανήκει σε μια εποχή στις αρχές των 20 μου όταν έπαιζα κυρίως Jazz Funk & Disco στα bar - clubs, αλλά και τα επόμενα 30 χρόνια της ζωής μου είναι ενσωματωμένα.
Μπορείς να μοιραστείς περισσότερα για τη φιλία σου με τους μουσικούς που συμμετέχουν και να μας δώσεις μερικές πληροφορίες από τη διαδικασία της ηχογράφησης; Μερικά από αυτά τα όμορφα θέματα δημιουργήθηκαν σε live sessions ή υπήρξαν διαφορετικές ηχογραφήσεις που ενώθηκαν μεταξύ τους. Επίσης, ψάχνατε από νωρίς για έναν συγκεκριμένο ήχο πιάνου, ήχους synth ή ειδικά ρυθμικά μοτίβα;
Με τον Patrick Dawes στα κρουστά συνεργαζόμαστε από τις πρώτες μέρες παραγωγής μου στην Akwaaba στα μέσα της δεκαετίας του '90, οπότε είμαστε πολύ παλιοί φίλοι. Είναι απίστευτα ταλαντούχος και πάντα προσθέτει τόσο πολύ βάθος σε ένα κομμάτι - αν ακούσεις κομμάτι πριν και μετά το session του θα καταλάβεις ότι μετά ακόμα και ένα στούντιο κομμάτι ακούγεται πολύ πιο «ζωντανό». Ο Dave Noble -κιθάρα- ήταν ένας άλλος παλιός φίλος, με τον οποίο χάσαμε την επαφή για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεκαετίες στην πραγματικότητα, αλλά εγώ ήθελα τον ήχο του, οπότε περάσαμε μια μέρα μαζί στο στούντιο του στην Οξφόρδη δουλεύοντας σε όλα τα κομμάτια. Το ακουστικό του παίξιμο στο "Uncka Paw" είναι απλά απίστευτο, θυμάμαι πραγματικά ότι τότε σκεφτόμουν ότι είχα τον κατάλληλο τύπο για αυτό. Με τον Michele Chiavarini -στα πλήκτρα και το μπάσσο- δεν δουλεύουμε τόσο καιρό μαζί, ήταν μια σύσταση από τον Simon (Purnell) που εργαζόταν στην Z Records και με τον οποίο έτρεχα την Leng Records. Ο Michele έκανε sessions για τον Dave Lee και ο Simon τον είχε ακούσει να παίζει και μας συνέδεσε για το άλμπουμ Hillside. Το πρώτο μας κομμάτι μαζί ήταν το Walpole Days - και το θυμήθηκα όταν επέστρεψα από το πρώτο μας session για αυτό το album, συνειδητοποιώντας ότι είχε καταφέρει να χτυπήσει όλες τις αγαπημένες μου συγχορδίες με μία σχετική πολυπλοκότητα. Έτσι κατάλαβα ότι είχα συναντήσει κάποιον που θα μπορούσε να αλλάξει η καριέρα μου ως παραγωγός για πάντα.
Το "Hangsang" ακούγεται σαν μια ανανεωμένη έκδοση του remix των Idjut στο “I’m Not Moving” του Phil Collins, ήταν άραγε κομμάτι αναφοράς για το στήσιμο του album; Yπάρχουν άραγα 3 έως 5 κομμάτια που μπορείς να μοιραστείς ως αναφορές για τη δημιουργία αυτού του άλμπουμ;
Έχει ενδιαφέρον που το συνέδεσες με αυτό, είναι όντως ένα φοβερό reedit των Idjut Boys, αλλά η κύρια επιρροή για να ξεκινήσει ήταν το Barry White - "It's Ecstacy When You Lay Down Next to Me". Το "Hangsang" ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι για να ολοκληρώσω στο άλμπουμ, είχα τα βασικά μέρη στο μυαλό μου αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να το κάνω να δουλέψει. Χρειάστηκαν αρκετές διαφορετικές προσεγγίσεις και ο Michele και εγώ έχουμε από κοινού songwriting credits σε αυτό, αντί για το τυπικό session του.
Κομμάτια αναφοράς ε; Χμ, αυτό είναι δύσκολο... με πρώτη σκέψη: Dexter Wansel - "The Sweetest Pain", Leon Ware - "Why I Came To California", Atmosfear - "Xtra Special", Crosby Stills & Nash - "Dark Star", Herbie Hancock - "Stars In Your Eyes", Yasuko Agawa - "L.A. Nights" & Vincent Montana - "Warp Factor II". (σ.σ. dig!!! σε κάθε ένα από αυτά)
Αφιερώνοντας τόσο πολύ χρόνο μέχρι να κυκλοφορήσεις ένα δεύτερο Mudd άλμπουμ, προφανώς δεν είχες όρια εδώ, αλλά εφόσον ξεκίνησες να γράφεις προέκυψαν άλλες ιδέες που απέκλεισες επειδή ήθελες να ακολουθήσεις συγκεκριμένο concept;
Μερικά κομμάτια όντως δεν τα κατάφεραν, αλλά αυτό οφείλεται καθαρά στο ότι δεν μπόρεσα να τα τελειώσω σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο. Δεν έβαλα όρια, οπότε ήταν πραγματικά τα 8 καλύτερα κομμάτια που μπορούσα να ολοκληρώσω και να είμαι ευχαριστημένος με αυτά. Δεν έβαλα ποτέ κανένα σχέδιο στην αρχή της δημιουργίας κάποιου κομματιού. Απλά σκεφτόμου ότι όπως και να τελειώσει, αν είναι καλό θα το κυκλοφορήσω.
Πώς πάνε τα πράγματα με την Claremont 56 δεδομένης της τρέλας της εποχής του streaming εκεί έξω. Είναι πιο εύκολο να συνεχίζεις ως specialist label στις μέρες μας ή νιώθεις ότι πρέπει να αγκαλιάσεις την εφήμερη περίοδο του «περισσότερου περιεχομένου»;
Υπήρξε κάποια προσαρμογή με τα χρόνια και φυσικά κάποια σκαμπανεβάσματα, αλλά γενικά η πορεία του label είναι αρκετά σταθερή. Σιγά σιγά προσπαθώ να προσαρμοστώ στο παιχνίδι των αλγορίθμων αν και μερικές φορές νιώθω ότι δεν έχω ιδέα πώς να το κάνω. Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρξουν και άλλες αλλαγές στο μέλλον και ελπίζω απλώς να συνεχίσω να προσαρμόζομαι.
Η μουσική μιλάει τόσο δυνατά εδώ και το όραμα είναι ξεκάθαρο. Πόσο κοντά ήταν αυτό με το εξώφυλλο γνωρίζοντας ότι η καλλιτεχνική διεύθυνση ήταν επίσης μια τέχνη που έχεις ακονίσει μέσα στα χρόνια; Υπάρχουν σκέψεις για δισκογραφική συνέχεια ή κάποιο live show;
To πλήρες εξώφυλλο είναι μια ξυλογραφία που κρέμεται πάνω από το κρεβάτι μου και το βρήκα σε μια τυχαία συνάντηση στην Οαχάκα του Μεξικού πριν από περίπου 8 χρόνια. Ήμουν σε ένα κατάστημα/γκαλερί δώρων εκεί και είχα εντοπίσει μια ξυλογραφία που ονομαζόταν «Under The Jasmine» έβγαλα μια φωτογραφία της καλλιτέχνιδας και την έψαξα στο google για να μάθω ότι ήταν Αμερικανίδα που ζούσε αυτήν τη στιγμή εκεί. Βρήκα επίσης το "In the Garden Of Mindfulness" στην σελίδα της και της έστειλα μήνυμα για να δω αν θα μπορούσαμε να συναντηθούμε για να τα αγοράσω απευθείας από αυτήν.
Χρόνια αργότερα προσπαθούσα να βρω τι εξώφυλλο να χρησιμοποιήσω για το άλμπουμ και συνειδητοποίησα ότι κοιτάζω αυτήν την εικόνα σχεδόν καθημερινά και έτσι θα ήταν τέλεια για αυτή την δουλειά.
Έχω ήδη ξεκινήσει να δουλεύω στην συνέχεια αυτού του δίσκου και έχω τελειώσει ένα επιπλέον κομμάτι (που θα εμφανιστεί στο Claremont Editions Volume 4) ενώ υπάρχει και ένα άλλο κομμάτι που μόλις ξεκίνησα. Στόχος μου είναι να κυκλοφορήσω ένα ακόμη άλμπουμ στα τέλη του τρέχοντος έτους και μετά να κάνω ένα διάλειμμα για να δουλέψω σε άλλα project. Ένα live σόου θα ήταν υπέροχο και δουλεύω πάνω σε αυτό, θέλω απλώς ένα πλήρες συγκρότημα, αντί για τρία κομμάτια, οπότε ελπίζω ότι ο προϋπολογισμός θα το επιτρέψει στο μέλλον. Tελός, ο Ben και εγώ τελειώσαμε το τέταρτο άλμπουμ μας με τους Smith & Mudd που θα κυκλοφορήσει αργότερα μέσα στη χρονιά.
Το Mudd - In The Garden Of Mindfulness κυκλοφορεί από την Claremont 56.