Δεν υπάρχουν πολλοί στον παγκόσμιο ηλεκτρονικό χάρτη που να μπορούν να παινευτούν για το crossover κεφάλαιο τους στους πόρους του οποίου ενώνονται καρεκλάδες και ροκάδες, ορκισμένοι ηλεκτρονικοί πιστοί και casual ραδιοφωνικοί ακροατές, «ψαγμένοι» και «άσχετοι». Και ο Δανός μουσικός και παραγωγός Anders Trentemøller είναι αδιαμφισβήτητα ένας από αυτούς τους λίγους με tracks - σημαίες όπως το "Miss You" και το "Moan" ή/και remixes όπως το "State Trooper" του Bruce Springsteen και το "What Else Is There?" των Röyksopp να μιλάνε από μόνα τους.
Αν προσπαθούσε κανείς να εξηγήσει αυτήν την απήχηση -πέρα από τα ενστικτώδη αποτελέσματα που φέρνει το βάθος του ήχου μέσα στο οποίο ζευγαρώνουν οι εγγενείς ποιότητες του οργανικού ήχου με το στιλ των ηλεκτρονικών του μοτίβων και οι αιχμές των beats με τα κοίλα των προσεκτικά διαλεγμένων φωνητικών- θα ερχόταν ενώπιον μιας ποιότητας που έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην καλλιτεχνική εξέλιξη του Trentemøller τόσο εντός όσο και εκτός studio: ο δημοφιλής παραγωγός ποτέ δεν συμβιβάστηκε στις ευκολίες του laptop, ποτέ δεν ξέχασε τις ρίζες της κιθάρας, των αληθινών ντραμς και του μπάσου, ποτέ δεν έπαψε να παρουσιάζει ένα κανονικότατο live, έστω και με ηλεκτρονικούς όρους, δείχνοντας έναν διαφορετικό δρόμο σε πολλούς ακροατές που μπορεί να είχαν στριμωγμένη την ηλεκτρονική μουσική σε κάποιο κουτάκι του μυαλού τους που «βαράει» μονότονα.
Γι' αυτό και οι live εμφανίσεις του μιλάνε κι εκείνες από μόνες τους. Όποιος έχει παρακολουθήσει συναυλία του Trentemøller, σίγουρα θα ξαναβρεθεί σε συναυλία του κορυφαίου Δανού δημιουργού. Διότι θα θέλει να ξαναζήσει την ενέργεια που παράγουν τα live shows του, με την full band του να προσθέτει «αναλογικό» όγκο στον (έτσι κι αλλιώς) «μεγάλο» ήχο των συνθέσεών του, ενώ παράλληλα το πολυσυζητημένο light show (του κορυφαίου Leroy Bennett) προσθέτει κινηματογραφικές διαστάσεις στην εμπειρία.
Στις 14 και στις 15 Οκτωβρίου λοιπόν ο Trentemøller, με νέο δίσκο, ξέχειλο ονειρικούς και shoegaze απόηχους και νέο show, επιστρέφει σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα για να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, να δώσει ένα live που θα κάνει όποιον βρεθεί εκεί να θέλει να πάει και στο επόμενο. Στην άλλη άκρη του Zoom, με μπλουζάκι Brian Jonestown Massacre -που μιλάει και αυτό από μόνο του- μας μιλάει, μέσα στα λίγα λεπτά που διαθέτουμε, για τον νέο δίσκο του Memoria , για το τολμηρό εγχείρημα να γράψει στίχους για πρώτη φορά ο ίδιος και για τους στίχους και τις μελωδίες που βλέπει στον ύπνο του - όταν ονειρεύεται.
«Ήταν η πρώτη φορά που τα έγραψα όλα μόνος μου, ακόμα και τους στίχους, τις μελωδίες, τα πάντα. Ήταν ένα πολύ προσωπικό album για εμένα και ξέρω ότι ακούγεται κλισέ. Πάντα το τελευταίο album είναι και το αγαπημένο σου αλλά πραγματικά αυτός ο δίσκος σημαίνει πολλά για μένα γιατί ήμουν δοσμένος 100% σε αυτό, στο να κάνω τα πάντα μόνος μου, να γράψω τους στίχους -κάτι που δεν είχα ξανακάνει- και αυτό κάπως με τρόμαξε. Ήταν τρομακτικό αλλά και διασκεδαστικό - κι ας μου πήρε πολύ χρόνο για να το ολοκληρώσω. Νομίζω μου πήρε τον διπλάσιο χρόνο από ό, τι μου παίρνει συνήθως να τελειώσω μια δουλειά, και αυτός ο extra χρόνος είχε να κάνει με τους στίχους και την ανασφάλεια που ένιωθα σχετικά με αυτό το κομμάτι. Αλλά όλα πήγαν καλά στο τέλος. Ήταν κάτι που σκεφτόμουν για πολύ καιρό, για πολλά χρόνια να κάνω αλλά νομίζω δεν έβρισκα το κουράγιο να το επιχειρήσω, δεν τολμούσα. Και μετά ο Covid χτύπησε τον κόσμο και μέσα στην απομόνωση μου ήταν πιο εύκολο να το κάνω. Έπαιξα τα κομμάτια σε ένα keybord και ζήτησα από τη Lise -τη Lise Frietze που είναι και η κοπέλα μου- να τα τραγουδήσει. Τη ρώτησα: "Μπορείς να τραγουδήσεις τα τραγούδια μου; Γιατί εγώ δεν μπορώ να τραγουδήσω". Και τα τραγούδησε ακριβώς όπως τα ήθελα, όπως τα φανταζόμουν. Ήταν πολύ απλό, πολύ εύκολο. Κανονικά τα κομμάτια θα γίνονταν μπαλάκι του ping pong ανάμεσα σε εμένα και στον εκάστοτε βοκαλίστα. Ήταν μια φυσική συνεργασία που με έκανε πολύ χαρούμενο».
Το Memoria ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, πνιγμένη σε dreamy αναμνήσεις, που μας πήγε πίσω στα ξεκινήματα του Trentemøller όταν με το The Last Resort μας έδινε το καλύτερο starter μιας πλούσιας σε ταξίδια και εικόνες δισκογραφίας. Πώς αποφάσισε να κινηθεί σε πιο shoegaze μονοπάτια αυτή τη φορά, εν έτει 2023; «Όταν ξεκίνησα να γράφω τη μουσική είχα μια αρκετά σαφή αίσθηση για το πώς θα ήταν και οι στίχοι και όλο το vibe του album. Πιο ρευστό, πιο ονειρικό σε συνδυασμό με μερικά πιο επιθετικά, πιο punk ας πούμε τραγούδια. Το vibe λοιπόν ήταν εκεί και αυτό έφερε και τα υπόλοιπα. Πάντα ξεκινάω από τη μουσική. Και στην προκειμένη περίπτωση που έγραψα και τους στίχους βασισμένος σε αυτόν τον αισθητικό προσανατολισμό ξεκίνησα με μερικές πολύ τρελές στιχουργικές ιδέες -κάπως σαν τα μικρά παιδιά που προσπαθούν να τραγουδήσουν κάτι στα Αγγλικά και αυτό που λένε συνήθως δεν υπάρχει ως λέξη, δεν σημαίνει κάτι- και μετά τις προσάρμοσα στη μουσική που είχα γράψει. Πρέπει να παραδεχτώ ότι ζορίστηκα, το πάλεψα πολύ. Αλλά τελικά έγινε. Και είναι ωραίο γιατί τις περισσότερες ιδέες για τους στίχους -αλλά και τις μελωδίες- τις βλέπω στον ύπνο μου. Αν κάτι που είδα στον ύπνο μου το θυμάμαι όταν ξυπνήσω σημαίνει ότι ήταν μια καλή ιδέα, και από μνήμης, προσπαθώ με σκληρή δουλειά μπροστά στο πιάνο να την κάνω τραγούδι. Δεν καταγράφω τις ιδέες μου, προσπαθώ να τις απομνημονεύω. Ίσως εξ ου και το Memoria».
Το Memoria λοιπόν είναι ένα ακόμα album του Trentemøller που πατάει σε διδάγματα του κιθαριστικού ήχου, κάπως σαν ο Trentemøller να θέλει να ακουστεί και πάλι indie. Είναι αυτή η σχέση του με τις κιθάρες και τη λογική της live μπάντας που τον καθιστά τόσο ξεχωριστό στον ηλεκτρονικό χάρτη; «Όταν ήμουν έφηβος έπαιζα σε indie μπάντες και αυτό σίγουρα με επηρέασε. Και αν ακούσει κάποιος ξανά το πρώτο μου album σήμερα θα διαπιστώσει πολλές ομοιότητες με αυτό που κάνω σήμερα. Αληθινά drums, αληθινό μπάσο, αληθινές κιθάρες. Φυσικά κυριαρχεί ο ηλεκτρονικός ήχος αλλά θα βρείτε πολλές post rock επιρροές. Οπότε νομίζω ότι εξελίσσομαι αργά, παράλληλα με την ηλεκτρονική μου ταυτότητα, στον ίδιο αυτόν άξονα. Δεν είναι ότι έχω αποφασίσει να μην κάνω ηλεκτρονική μουσική πια, με τη στενή έννοια του όρου, αλλά είναι κάτι που μου έρχεται φυσικά να ακολουθώ και τον φυσικό ήχο. Όλοι βέβαια ηχογραφούν με τον υπολογιστή πια, και ακόμα και στους ροκ ή στους indie δίσκους δεν ακούς απαραίτητα αληθινά ντραμς. Είναι φυσικό να χρησιμοποιείς τα διαθέσιμα εργαλεία, είναι ωραίο που ο οποιοσδήποτε μπορεί να δημιουργήσει με ένα laptop χωρίς να πρέπει να νοικιάσει ένα πανάκριβο studio ή να έχει συμβόλαιο με δισκογραφική. Από την άλλη αυτό, το ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να γράψει κάτι στο δωμάτιό του και να το κυκλοφορήσει την άλλη μέρα, σημαίνει ταυτόχρονα ότι υπάρχει πάρα πάρα πολλή μουσική έξω η οποία για εμένα συχνά είναι βαρετή, είναι απλώς copy paste, μια συρραφή από ηλεκτρονικές λούπες -αν μιλάμε για την ηλεκτρονική μουσική- που χάνουν σε ψυχή. Ίσως βέβαια και να μην είμαι ο κατάλληλος για τοποθετήσεις σχετικά με την ηλεκτρονική μουσική του σήμερα, δεν ακούω ηλεκτρονική μουσική, δεν είμαι ενημερωμένος για τις εξελίξεις. Δεν ένιωθα ποτέ μου ότι ανήκω αποκλειστικά στην ηλεκτρονική μουσική, όπως δεν το ένιωθα και σε ό, τι αφορά την indie. Ήταν σαν το ένα μου πόδι να πατάει εδώ και το άλλο εκεί. Αυτό όμως με έκανε και πιο ανοιχτό μουσικά και καλλιτεχνικά».
Μήπως όμως εκτός από το copy/paste της λούπας έχουμε να φοβόμαστε και έναν πολλαπλασιασμό άψυχων beats με γεωμετρική πρόοδο χάρη στην πολυσυζητημένη πια δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη που φαίνεται να έχει χωρίσει τους καλλιτέχνες στα δύο; «Είναι τρελό αυτό με την τεχνητή νομοησύνη δεν ξέρω που θα καταλήξει. Μπορούμε βέβαια να τη χρησιμοποιήσουμε σαν εργαλείο - κι εγώ τώρα που γράφω τους στίχους για το επόμενο album χρησιμοποιώ μια AI εφαρμογή και της ζητάω να μου παραφράσει στα αγγλικά στίχους που γράφω για να δω αν ακούγονται καλύτερα και να τους χρησιμοποιήσω. Ή υπάρχουν τόσες άλλες εργαλειακές μουσικές εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης που χρησιμοποιούσαμε και χρησιμοποιούμε στην ηλεκτρονική μουσική. Αλλά όλο το υπόλοιπο σκέλος με τα deep fakes και όλα αυτά που δημιουργούνται μόνο και μόνο για γίνει ντόρος και ίσως να βγει χρήμα είναι άλλη ιστορία, πολύ χάλια. Είναι τρομακτικό από τη μία να έχεις μια μηχανή που μπορεί να κάνει ό, τι και ο άνθρωπος από την άλλη δεν πιστεύω ότι θα εξισωθούν ποτέ στ' αλήθεια. Δεν ξέρω, όμως ίσως και να κάνω λάθος, ίσως να σταματήσω να γράφω μουσική, και να πατάω απλώς ένα κουμπί, δεν ξέρω. Αλλά το σίγουρο είναι ότι προς το παρόν η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα χρήσιμο εργαλείο αλλά κατά τα άλλα θα πρέπει σίγουρα να υπάρξει κάποια ρύθμιση. Ποια θα είναι αυτή δεν ξέρω. Ίσως σε δύο χρόνια να έχουμε μια καλύτερη εικόνα της κατάστασης».
Ο χρόνος για την επόμενη συνέντευξη του Trentemøller πλησιάζει και επιστρέφουμε στη μοναδική ηλεκτρονική του ταυτότητα. Που κατατάσσει τον εαυτό του τελικά; Για την ακρίβεια υπάρχει πράγματι η ανάγκη να καταταγεί κάπου; «Για εμένα η μουσική δεν έχει να κάνει καθόλου με τα genres. Ναι είμαι γνωστός ως παραγωγός ηλεκτρονικής μουσικής αλλά εγώ πάντα ήθελα να κάνω πολλά και διαφορετικά πράγματα. Νομίζω ότι αυτά τα κουτάκια, ηλεκτρονική, indie, folk, οτιδήποτε, όλες οι ταμπέλες είναι παγίδες. Εγώ θέλω να κάνω απλώς τη μουσική που νιώθω ότι πρέπει να κάνω κάθε φορά. Και νομίζω ότι κάθε μου album έχει να κάνει και με το που βρίσκομαι στη ζωή μου την εκάστοτε χρονική στιγμή. Και μπορεί αυτό το album να έχει έναν πιο shoegaze χαρακτήρα, το επόμενο, όμως, θα είναι εντελώς διαφορετικό. Μάλλον θα είναι πιο θορυβώδες, γιατί αυτή τη στιγμή είμαι προς τα εκεί, προς τον θόρυβο. Αλλά για να είμαι ειλικρινής προσπαθώ να μην το σκέφτομαι και τόσο πολύ και να ακολουθώ τη στιγμή».
O Trentemøller εμφανίζεται στην Ελλάδα για δύο μοναδικά live shows μαζί με τη μπάντα του, τo Σάββατο 14 Οκτωβρίου στο Principal στη Θεσσαλονίκη και την Κυριακή 15 Οκτωβρίου στο Gagarin 205 στην Αθήνα. Περισσότερα εδώ.