Οι Sad Lovers & Giants μετρούν αισίως ιστορία που πλησιάζει τον μισό αιώνα, έχοντας σχηματιστεί το 1980 στο Watford της Βρετανίας και έχοντας ξεπηδήσει από μια σκηνή που θα οδηγούσε στην άνθιση του post-punk ήχου και ήθους. Οι ίδιοι ουδέποτε απέκτησαν status «ιερών τεράτων» της σκηνής στην οποία ανήκαν, επιλέγοντας μια παρουσία χαμηλών τόνων – δίχως συνεχή έκθεση και πέρασμα σε μεγάλες δισκογραφικές – αλλά και με το σχήμα να τους να περνά από περιόδους κρίσης, με διαλύσεις και επανενώσεις με νέα σύνθεση. Παρά όμως τα στοιχεία αυτά – που εύκολα θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν στη λήθη – οι SLAG όχι απλά κατάφεραν να διατηρήσουν ένα σταθερό κοινό θαυμαστών που θα τους ακολουθούσε όλα τα χρόνια της πορείας τους ευλαβικά, αλλά απέκτησαν και νέους followers, γεννημένους μάλιστα μέχρι και 20 χρόνια μετά τη δημιουργία τους. Ήταν βλέπετε το πρώιμο και μη YouTube αυτό που θα συνέβαλε σημαντικά σε μια επαναφορά του ήχου τους στο προσκήνιο, αλλά και στην αναγνώρισή τους πια ως cult συγκρότημα μιας άλλης εποχής. Μιας άλλης εποχής που γοητεύει όμως ακόμα και έχουμε λόγους να ανακαλούμε στο σήμερα.
Με αφορμή ακόμη μια επίσκεψη των Sad Lovers & Giants στην Αθήνα, στο 1ο Death Disco Open Air Festival, το Avopolis συνομίλησε με τον Garçe Allard για την ιστορία του αγαπημένου συγκροτήματος των '80s, αλλά και για τα πλάνα τους για το μέλλον.
Δημιουργήσατε τους Sad Lovers & Giants το 1980, σε μια εποχή που άνθιζε το goth rock και το post-punk. Ποιες ήταν οι συνθήκες γύρω από το σχηματισμό σας και ποια ήταν η αρχική σπίθα που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη μουσική;
Το συγκρότημα ονομαζόταν αρχικά The Traumatics και είχε σχηματιστεί από τους Tristan Garrel-Funk, David Wood και Nigel Pollard, που ήταν όλοι μαθητές στο ίδιο σχολείο στο Rickmansworth, και είχαν στρατολογήσει έναν μπασίστα που ονομαζόταν Steve Carter, ο οποίος συνέχισε να παίζει με τους Alternative TV. Εκείνη την εποχή ο David Wood έπαιζε μόνο σαξόφωνο και έπαιζαν κομμάτια στο ύφος των Jam.
Έπαιζα κιθάρα και τραγουδούσα σε ένα punk συγκρότημα που ονομαζόταν Suspect Device και ανοίξαμε τους Traumatics σε μια τοπική συναυλία, όπου και τους γνώρισα. Είχαν ηχογραφήσει ένα demo που περιλάμβανε το “50:50”, το οποίο είναι ένα τραγούδι που παίζουμε ζωντανά ακόμα και σήμερα. Ήθελαν έναν τραγουδιστή για να μπορέσει ο Tristan να επικεντρωθεί στο να παίζει κιθάρα και πήρα τη δουλειά.
Εκείνη την εποχή, το punk ήταν αυτό που έδωσε τη σπίθα που μας έκανε να ξεκινήσουμε, αλλά ήδη το punk εξελισσόταν σε post-punk, οπότε ήταν μια ενδιαφέρουσα εποχή.
Πώς θα περιγράφατε την εμπειρία σας στη μουσική σκηνή του Watford εκείνη την εποχή;
Το Watford ήταν η πλησιέστερη μεγάλη πόλη και είχε pubs που δημιουργούσαν συγκροτήματα, έτσι υπήρχε μια ζωντανή μουσική σκηνή με πολλά fanzines και ένας ετήσιος διαγωνισμός pub rock. Αν ζούσες στο Rickmansworth και ήθελες μια συναυλία, έπρεπε να παίξεις στο Watford. Πολύ σύντομα καταφέραμε να δίνουμε συναυλίες σε κλαμπ του Λονδίνου, κάτι που πολλά συγκροτήματα του Watford δεν κατάφεραν.
Υπήρχε μια προηγούμενη γενιά punk συγκροτημάτων που συνδέονταν με το Watford Art School, από την οποία το πιο διάσημο υπήρξαν οι Wire που κυκλοφόρησαν το σημαντικό άλμπουμ με τίτλο Pink Flag. Οι νεότερες μπάντες όπως εμείς συγκεντρώθηκαν και κυκλοφόρησαν ένα LP με τίτλο The Thing From The Crypt, το οποίο επανακυκλοφόρησε από την Dark Entries Records στις ΗΠΑ. Ακούγοντας αυτόν τον δίσκο τώρα, παίρνει κανείς μια καλή ιδέα από την ποικιλόμορφη σκηνή από την οποία αναδυθήκαμε.
Ποιες ήταν οι βασικές σας επιρροές τότε και πώς θα λέγατε ότι εξελίχθηκαν με τα χρόνια;
Θα έπρεπε να απαριθμήσω όλα τα συγκροτήματα που υπήρξαν περίπου από το 1978 έως το 1983. Απολαύσαμε ό,τι μπορούσαμε να ακούσουμε, αλλά επιστρέψαμε επίσης και στη μουσική πριν από το punk. Ο Tristan διαθέτει μια εγκυκλοπαιδική γνώση της μουσικής. Άκουσα για πρώτη φορά το Trout Mask Replica του Captain Beefheart και το Freak Out του Frank Zappa στο σπίτι του. Ο Nigel μπορεί επίσης να κατονομάσει σχεδόν οποιοδήποτε κομμάτι κυκλοφόρησε τη δεκαετία του '80 και να σας πει ποιος έπαιξε σε αυτό.
Ωστόσο, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, πάντα προτιμούσαμε τις μπάντες που έγραφαν μελωδικά κομμάτια με εύληπτους στίχους, προσωπικά θα πρόσθετα, συγκροτήματα με ατμόσφαιρα. Πριν ασχοληθώ με το punk, ήμουν θαυμαστής των Pink Floyd, της εποχής μετά τον Syd Barrett (αν και στη συνέχεια ασχολήθηκα με τις πρώτες δουλειές τους), οπότε όταν πήραμε ένα string synth και αρχίσαμε να διευρύνουμε τον ήχο μας, έγινα επιπλέον ένας τεράστιος θαυμαστής των SLAG!
Το δεύτερο μέρος της ερώτησής σας είναι πιο δύσκολο να απαντηθεί. Καθώς οι μπάντες μεγαλώνουν και στην περίπτωση που είναι αρκετά τυχερές για να είναι επιτυχημένες, τότε δεν μπορούν να σταματήσουν απλώς να είναι ο εαυτός τους. Η ερώτηση που κάνουμε πάντα είναι, «είναι ένα τραγούδι των SLAG;». Μερικές φορές η απάντηση είναι «ναι, είναι πολύ SLAG», αλλά το πώς το αποφασίζουμε συλλογικά παραμένει ένα μυστήριο.
Οπότε υποθέτω ότι η απάντηση είναι ότι ως ένα καταξιωμένο συγκρότημα, είμαστε σε ένα βαθμό επηρεασμένοι από τον εαυτό μας. Φυσικά, με τα νέα μέλη, αναπόφευκτα αποκτάς μια εισροή νέων ιδεών και αυτό έχει προκαλέσει μια ήπια εξέλιξη του ήχου μας με την πάροδο του χρόνου.
Αν και ανήκετε σε μια συγκεκριμένη σκηνή, η μουσική σας ήταν πάντα αρκετά διακριτή από τους ομοίους σας. Πώς ακριβώς καταλήξατε σε αυτό το είδος ήχου και αισθητικής που κάνει τους SLAG τόσο μοναδικούς;
Νομίζω ότι η προηγούμενη απάντησή μου σχετίζεται με αυτήν την ερώτηση. Ο καθορισμός του ήχου μας ξεκίνησε πριν από το πρώτο μας single και συνεχίζεται σήμερα με κάθε τραγούδι που γράφουμε. Ο αρχικός μας μπασίστας έφυγε επειδή δεν συμμεριζόταν την αισθητική των SLAG και τον αντικαταστήσαμε με τον Cliff Silver που το έκανε. Τα πρώτα κομμάτια όπως το “Imagination” και το “Things We Never Did” ήταν σαν ένα μανιφέστο. «Αυτό παίρνεις με τους SLAG». Όμως αυτά τα κομμάτια γράφτηκαν από μια μπάντα πέντε ατόμων, με κοινές ευαισθησίες αλλά διαφορετικές δεξιότητες και τα νέα κομμάτια γράφτηκαν από πέντε διαφορετικά άτομα με διαφορετικό σύνολο δεξιοτήτων. Υποθέτω λοιπόν ότι είναι ένα συνεχιζόμενο, ελεγχόμενο πείραμα, με μεταβαλλόμενο cast και ένα στοιχείο ηρεμίας.
Είχατε ποτέ την περιέργεια να πειραματιστείτε με κάτι εντελώς διαφορετικό όσον αφορά τον ήχο και το στυλ σας;
Ναι, αλλά θα το κάναμε πάντα με τον τρόπο των SLAG.
Κάνατε ένα John Peel session στην αρχή της καριέρας σας. Τι μπορείτε να θυμηθείτε από αυτή την εμπειρία σας;
Δεν γνωρίσαμε τον John Peel, αν και όταν πέθανε η δισκοθήκη του έγινε διαθέσιμη on-line και μπορείτε να δείτε ότι είχε άλμπουμ των Sad Lovers & Giants στη συλλογή του και είχε κρατήσει σημειώσεις στα sleeves για ορισμένα κομμάτια. Τα άλμπουμ μας κυκλοφόρησαν μετά το Peel Session, οπότε μου αρέσει να πιστεύω ότι έγινε θαυμαστής εξαιτίας αυτού του session. Προσωπικά, μπορώ να θυμηθώ πολύ λίγα σχετικά με τη διαδικασία της ηχογράφησης, αλλά θυμάμαι ότι γράψαμε τέσσερα εντελώς νέα τραγούδια. Τα περισσότερα συγκροτήματα θα είχαν συμπεριλάβει αμέσως τα δύο πρώτα επιτυχημένα singles τους, στην περίπτωσή μας αυτά θα ήταν τα “Imagination”, “Things We Never Did” και “Colorless Dream”. Τα τραγούδια που παίξαμε ήταν τόσο καινούργια και αδοκίμαστα που δεν είχαμε χρόνο να βρούμε τίτλο για ένα από αυτά, γι’ αυτό και το ονομάσαμε “There Was No Time”. Ήταν αυτό άραγε αφελές ή δείγμα καλλιτεχνικής ακεραιότητας;
Το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής σας κυκλοφόρησε από τη Midnight Music, μια ιδιαίτερα μικρή και ανεξάρτητη δισκογραφική. Θα λέγατε ότι αυτή η συνεργασία ήταν το μυστικό για να διατηρήσετε τη δημιουργική ελευθερία σας ως συγκρότημα ή δημιούργησε άλλα προβλήματα; Πώς ήταν η μετακόμισή σας σε άλλη δισκογραφική στη συνέχεια;
Ναι, υπήρχε κάποια δημιουργική ελευθερία, αλλά ήταν χαοτικό και δεν υπήρχε μεγάλη επαγγελματική προώθηση, επειδή ήταν ένα μικρό label με περιορισμένο προϋπολογισμό. Αλλά καταφέραμε να κυκλοφορήσουμε επτά άλμπουμ για τα οποία δεν είχαμε τους πόρους ώστε να τα κυκλοφορήσουμε στη δική μας δισκογραφική εκείνη την εποχή.
Δεν έχουμε μετακομίσει σε μια νέα δισκογραφική με τη συμβατική έννοια, η Cherry Red πήρε τον κατάλογο της Midnight και έκανε εξαιρετική δουλειά για να τον διατηρήσει διαθέσιμο και να μας καταβάλει δικαιώματα. Μας έδωσαν επίσης μεγάλη ελευθερία στη συλλογή του box set, Where The Light Shines Through, για το οποίο ο Tristan Garrel-Funk έκανε την εξαιρετική καλλιτεχνική δουλειά. Αλλά δεν ενδιαφέρονται να κυκλοφορήσουν νέο υλικό ή να προωθήσουν τους SLAG. Τα δύο τελευταία άλμπουμ μας, Melting in the Fullness of Time και Mission Creep, κυκλοφόρησαν στη δική μας εταιρεία, τη Voight Kampff.
Τι οδήγησε στην αρχική σας διάλυση το 1983; Και πώς καταφέρατε να επανενωθείτε και να παραμείνετε ενεργοί όλα αυτά τα χρόνια στη συνέχεια;
Πόσο χώρο έχεις; Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι η αρχική διάλυση οφειλόταν σε εξάντληση και σπασμένα όνειρα.
Επανασυνδεθήκαμε γιατί ο Nigel και εγώ δεν μπορούσαμε να ζήσουμε χωρίς τους SLAG, αλλά δεν θα είχε συμβεί με επιτυχία χωρίς τον Tony McGuinness, ο οποίος ενέπνευσε ενθουσιασμό, ενέργεια και νέες ιδέες και συνεχίζει να το κάνει μέχρι σήμερα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι είχε μια άκρως επιτυχημένη καριέρα ως μέρος του progressive trance act, Above & Beyond, του οποίου ήταν ιδρυτικό μέλος. Φυσικά είχαμε επίσης μια εξαιρετική keyboardist, τη Juliet, και τον υπάρχοντα μπασίστα μας, τον Ian, έτσι και πάλι, ηρεμία.
Είμαστε ακόμα ενεργοί γιατί είμαστε όλοι φίλοι και ως εξαιρετικά δημιουργικοί άνθρωποι, το συγκρότημα είναι μια καλή διέξοδος για όλη αυτή τη δημιουργικότητα.
Δεν μπορώ καν να θυμηθώ πόσες φορές έχετε παίξει στην Αθήνα και κάθε φορά που επιστρέφετε νιώθω ότι το κοινό σας είναι ακόμα πιο νέο από πριν. Πώς νιώθετε που επιστρέφετε για ακόμη μια συναυλία σε μια πόλη με τόσους πολλούς cult followers της μπάντας σας και πώς θα εξηγούσατε την απήχησή σας στις νεότερες γενιές, παρόλο που υπάρχετε σχεδόν πέντε δεκαετίες;
Είναι σαν να επιστρέφουμε σπίτι, νομίζω ότι γράφουμε καλά τραγούδια και έχουμε μια ανεξάρτητη προσέγγιση που βρίσκεται έξω από το mainstream, στους ανθρώπους αρέσει να μας «ανακαλύπτουν» γιατί είμαστε ένα κάπως καλά κρυμμένο μυστικό. Πρόσφατα είχαμε ένα κομμάτι μας που χρησιμοποιήθηκε στη σειρά του Netflix, The Andy Warhol Diaries, και φυσικά παίζουμε σε αυτό το φεστιβάλ στην Αθήνα, οπότε ίσως το μυστικό να αποκαλύπτεται σιγά σιγά!
Ο τελευταίος σας δίσκος, Mission Creep, κυκλοφόρησε το 2018 και έχουμε δει επίσης μερικά singles και Eps μετά από αυτό. Τι να περιμένουμε από τους Sad Lovers & Giants στο μέλλον;
Θα υπάρξει κι άλλο άλμπουμ, αλλά δεν δουλεύουμε με προθεσμίες. Θα συνεχίσουμε να δίνουμε πέντε ή έξι συναυλίες το χρόνο. Όταν κυκλοφορήσει το άλμπουμ, θα το προωθήσουμε με μια μικρή ευρωπαϊκή περιοδεία.
Κάτι άλλο που θα θέλατε να μοιραστείτε με τους αναγνώστες μας;
Τι θα λέγατε για την αγάπη μας για τη ζωντανή μουσική;
Οι Sad Lovers & Giants εμφανίζονται το Σάββατο 22 Ιουλίου στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, στο πλαίσιο του Death Disco Athens Open Air Festival 2023, μαζί με τους VNV Nation, Lebanon Hanover, Selofan, Rue Oberkampf, Ploho, Kalte Nacht, Youth Valley. To διήμερο φεστιβάλ διοργανώνεται από το club Death Disco, με αφορμή τον εορτασμό των 10 χρόνων παρουσίας του στα αθηναϊκά δρώμενα. Περισσότερα εδώ.