Όλα ξεκίνησαν, επισήμως, τον Ιούνιο του 2017, όταν ένα κουαρτέτο - τότε- συμμαθητών στο BRIT School στο Corydon, στο Νότιο Λονδίνο έπαιξαν στο The Windmill ένα support act στους Leg Puppy που θα τους χάριζε αργότερα ένα residency στο φημισμένο pub venue του Λονδίνου και θα τους έβαζε σε τροχιά για το πρώτο τους συμβόλαιο με τη Rough Trade το 2019. Πέντε χρόνια και τρία albums αργότερα οι Black Midi – οι οποίοι ηλικιακά παίζουν ακόμα στην κατηγορία «κάτω των 25»- είναι το βαρύ πυροβολικό της βρετανικής πειραματικής ροκ σκηνής του “τώρα” έχοντας χαρακτηριστεί από “οι Frank Zappa της Gen Z” μέχρι η “πιο weird ροκ μπάντα της Αγγλίας” και έχοντας, αδιαμφισβήτητα,με τον τρόπο τους, ξεχωρίσει από τις υπόλοιπες, επίσης εξαιρετικές περιπτώσεις -κιθαριστικών ως επί το πλείστον- συγκροτημάτων που έβγαλε το Νησί τα τελευταία χρόνια και στριμώχνονται συχνά στον μουσικό Τύπο κάτω από τον τίτλο “post Brexit music scene”.
Για ένα πράγμα δεν μπορεί κανείς μέχρι στιγμής να μεμφθεί κανείς τους Black Midi κι αυτό είναι η έλλειψη φαντασίας. Μια αρετή που δίνει τον καλύτερο της εαυτό στο τρίτο album των Black Midi, Hellfire, που κυκλοφόρησε στις 15 Ιουλίου, έναν δίσκο με στιβαρή δραματική προοπτική και μιουζικαλίστικες προεκτάσεις με την μπάντα στον ρόλο αφηγητή ενός μικρόκοσμου φτιαγμένου από μαξιμαλιστικές και σουρεαλιστικές ιστορίες βγαλμένες από ένα φουτουριστικό περιθώριο. Είναι μια δουλειά που ενσωματώνει την κυκλική πορεία των Black Midi γύρω από τον άναρχο, ανυπότακτο αυτοσχεδιασμό και το όψιμο φλερτ τους με τη δομημένη σύνθεση σε ένα νέο μουσικοθεατρικό format που σερβίρει στον ακροατή του μια εξαιρετική μουσική εμπειρία: ένα ατημέλητα επιμελές concept album με το οποίο μπορείς κυριολεκτικά να φανταστείς τη φαντασία των Black Midi. Και ο frontman της μπάντας Geordie Greep, στην κουβέντα που κάναμε με αφορμή την κυκλοφορία του Hellfire, φαίνεται να συμφωνεί μαζί μας.
Πώς ξεκίνησαν όλα για τους Black Midi; Είναι γνωστό ότι ήσασταν παρέα και πριν ξεκινήσετε ως συγκρότημα, θα έλεγες ότι είναι σημαντική η φιλία μεταξύ των συμπαικτών μιας μπάντας, είναι κάτι που τη δένει περισσότερο;
Ήμασταν πολύ καλοί φίλοι, πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, κάναμε πολλά πράγματα μαζί. Πάνω απ’ όλα ήμασταν φίλοι, και κάπως έτσι ξεκινήσαμε και την μπάντα, περισσότερο επειδή μας άρεσε να αράζουμε μαζί και να περνάμε καλά και λιγότερο εξαιτίας κάποιας μουσικής ταύτισης ή κοινής καλλιτεχνικής ροπής. Ήταν ένα δώρο αυτό. Το Black Midi ήταν η πρώτη ιδέα που μας πέρασε από το μυαλό, για το όνομά μας και απλώς την κρατήσαμε, μας φάνηκε ωραίο και cool όνομα για μια νέα μπάντα. Με τον χρόνο βέβαια η μπάντα έγινε ο νέος μας συνδετικός κρίκος γιατί δεν βλεπόμαστε πια καθημερινά, αλλά περνάμε χρόνο μαζί για τους σκοπούς της μπάντας, όταν βγάζουμε ένα νέο album και στις περιοδείες. Έτσι βρισκόμαστε πια.
Πόσο διαφορετικοί είναι οι Black Midi του 2017 και του ντεμπούτο Schlagenheim με τους Black Midi που πριν λίγες ημέρες κυκλοφόρησαν το τρίτο τους album, Hellfire?
Είμαστε αρκετά διαφορετικοί πια σε σύγκριση με 5 χρόνια πριν. Το πιο σημαντικό είναι ότι αισθανόμαστε, πλέον, πιο ειλικρινείς σε σχέση με τη μουσική που θέλουμε να κάνουμε και τη μουσική που εν τέλει βγάζουμε. Το πρώτο μας album (σ.σ. Schlagenheim) ήταν κατά κάποιον τρόπο ένα “τρικ” για να προσελκύσουμε τον κόσμο μας, να τραβήξουμε την προσοχή του – ήταν, βέβαια, και πάλι ένας ήχος που μας εξέφραζε, η μουσική που γουστάραμε να παίζουμε τότε αλλά ήταν σαν να “αποκρύπτουμε” πολλά ακόμα από τα πράγματα που μας άρεσαν, που θέλαμε να κάνουμε προκειμένου να προσαρμοστούμε και να ταιριάξουμε καλύτερα με το τρέχον Zeitgeist στη μουσική σκηνή του Λονδίνου εκείνη τη στιγμή. Από το δεύτερο album (σ.σ. Cavalcade) και μετά ξεκινήσαμε να νιώθουμε περισσότερο ο εαυτός μας ενώ το τρίτο, (σ.σ. Hellfire), μας έχει πάει ένα ακόμα βήμα παραπέρα, νιώθουμε ότι είναι ακόμα πιο ατρόμητο. Δεν φοβόμαστε, πραγματικά δεν μας νοιάζει κάτι άλλο πέρα από το να πούμε και να κάνουμε αυτό που θέλουμε και που πιστεύουμε ότι είναι καλό. Στο Hellfire πήραμε ό, τι καλύτερο έχουμε κάνει μέχρι τώρα, και με τα προηγούμενα δύο albums, και είναι σαν να κλείνουμε ένα βιβλίο, μια τριλογία. Και στο τέταρτο, πια, album, που έχουμε ήδη σχεδιάσει και αναμένεται πολύ σύντομα, θα δείτε και θα ακούσετε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Τo Hellfire ακούγεται τόσο δραματικό και θεατρικό, τόσο κινηματογραφικό που σε στιγμές είναι σαν να βλέπει κανείς μια ταινία ή ένα θεατρικό έργο. Και είναι και ένας από τους λόγους ίσως που ακούγεται και ως ένα concept album. Είναι κάτι που το σχεδιάσατε εξαρχής ή προέκυψε;
Δεν είναι ότι σχεδιάσαμε ένα concept album, από την αρχή, απλώς συνέβη. Γράψαμε το κάθε τραγούδι ξεχωριστά και μετά ήταν σαν να τα ένωνε αυθόρμητα μια κοινή θεματική, μια αόρατη κλωστή – και το “Hellfire” ήταν το πιο αντιπροσωπευτικό και το πιο κατάλληλο για τίτλος του album, αλλά δεν γράψαμε όλα τα τραγούδια γύρω από αυτό, απλώς προέκυψε να είναι ένας πυρήνας. Ναι, είναι ένα θεατρικό και κινηματογραφικό album – πάντα μας άρεσαν οι ταινίες και τα βιβλία και το πώς συνδυάζονται με τη μουσική, το πώς μοιράζονται τη φαντασία. Έτσι δημιουργήσαμε σε αυτό το album έντονα συναισθήματα, φανταστικούς χαρακτήρες, χτίσαμε, κατά κάποιον τρόπο, ένα show. To φανταστήκαμε, κάπως, σαν ένα θεατρικό έργο, με αρχή και τέλος, φανταστήκαμε την κουρτίνα να ανοιγοκλείνει μεταξύ των τραγουδιών και τα σκηνικά να αλλάζουν κάθε φορά. Και νομίζω ότι αυτή η ιδέα, αυτή η φαντασία πέρασε στο album και δούλεψε.
Παρά τον πειραματισμό που χαρακτηρίζει τον ήχο των Black Midi έχει βρει μεγάλη αποδοχή από την πρώτη στιγμή. Σας προβλημάτισε αυτό ποτέ, νιώσατε να σας δεσμεύει αυτό που πιστεύουν ή γράφουν για εσάς οι fans ή οι δημοσιογράφοι στο επόμενο βήμα, στο επόμενο πείραμα;
Είναι σπουδαίο ότι η μουσική μας έχει αυτήν την αποδοχή. Μπορεί πάντα να γκρινιάξει κανείς ότι η μουσική του δεν γίνεται κατανοητή με τον τρόπο που θα ήθελε ή είχε στο μυαλό του αρχικά, ότι τον συγκρίνουν με τον έναν ή με τον άλλον και του αποδίδουν αναφορές και επιρροές που δεν ισχύουν, έτσι κι εμείς, αλλά στο τέλος της ημέρας, όταν κάποιος ακούει τη μουσική σου και βγαίνει αυθόρμητα να μιλήσει για τους δίσκους σου και να γράψει τόσο ωραία πράγματα, είναι, πάντα, κάτι το υπέροχο. Και όταν παίζουμε live και έρχεται κόσμος να μας ακούσει, να ξοδέψουν τα χρήματα και τον χρόνο τους για εμάς και πάλι είναι πάντα κάτι το υπέροχο. Δεν υπάρχει κάποια πρόκληση για εμάς, όμως, που να πηγάζει από αυτήν την αποδοχή, ούτε κάποιο άγχος για να τη συντηρήσουμε. Εμείς κάνουμε, πάντα, τη μουσική μας, όπως πιστεύουμε καλύτερα, και το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμαστε, πια, είναι το τι απήχηση θα βρει στον κόσμο. Μπορεί να το είχαμε σκεφτεί, δηλαδή, λίγο στην αρχή, αλλά όχι πια. Η ζωή είναι τόσο σύντομη και το μόνο που έχει σημασία είναι να κάνουμε αυτό που μας κάνει να νιώθουμε και να περνάμε καλά.
Έχουν γραφτεί πολλά αφιερώματα στον μουσικό Τύπο για τη νέα “post – Brexit” βρετανική σκηνή εν γένει, αλλά και για τη νέα κιθαριστική σκηνή του Νοτίου Λονδίνου ειδικότερα, όπου πρωταγωνιστούν τα τελευταία χρόνια μπάντες όπως οι Black Midi, οι Black Country New Road, οι Squid και περιστρέφεται γύρω από το The Windmill στο Brixton. Ζώντας το «από μέσα» υπάρχει όντως μια τέτοια κοινή ταυτότητα, μια νέα «σκηνή» όπως την ονομάζουν πολλοί;
Ναι, έχεις ανθρώπους που μιλάνε για μια «σκηνή» και πόσο χαίρονται που είναι μέλος αυτής της «σκηνής» και πόσο αυτή η «σκηνή» είναι μια μεγάλη οικογένεια – αλλά συχνά όλα αυτά είναι βλακείες. Δεν μιλάω για τους fans και τον κοινό, μιλάω για κάποια συγκροτήματα που μιλάνε πολλές φορές ως «εκπρόσωποι» μιας «σκηνής» ή περηφανεύονται ότι ανήκουν σε μια «σκηνή»- πολύ συχνά είναι εκείνα που κάνουν τα λιγότερο ενδιαφέροντα πράγματα και καταλήγουν χωρίς να έχουν πετύχει κάτι σπουδαίο. Πολλές φορές όλα αυτό το θέμα με τις διάφορες σύγχρονες «σκηνές» είναι μια μόδα κενή νοήματος, ένα trend της στιγμής. Σε ό, τι αφορά τη λεγόμενη post – Brexit σκηνή, ας πούμε, με τα παιδιά από τις περισσότερες μπάντες γνωριζόμαστε και θα έλεγα ότι έχουμε περισσότερα κοινά σε προσωπικό επίπεδο, ως άνθρωποι – με τους Black Country New Road, παραδείγματος χάριν, είμαστε πολύ καλοί φίλοι- παρά στο μουσικό σκέλος που θα χαρακτήριζε ενδεχομένως μια σκηνή. Είναι εντελώς διαφορετικός ο τρόπος που κάνουμε μουσική από αυτόν τον BCNR, λόγου χάρη, είμαστε σε εντελώς διαφορετικές ζώνες. Και με τους Squid και όλους τους υπόλοιπους δεν έχουμε αλληλεπιδράσει με κάποιον ολοκληρωμένο τρόπο για να μιλήσουμε για κάποια ολοκληρωμένη, συγκεκριμένη, ενιαία σκηνή. Και άλλωστε, σε ό, τι τουλάχιστον αφορά τους Black Midi, ουδέποτε επηρεαστήκαμε από την πολιτική στη μουσική μας. Δεν είμαι και μεγάλος οπαδός της «πολιτικοποιημένης τέχνης», προτιμώ περισσότερο την «τέχνη για την τέχνη», την τέχνη που δημιουργείται για να την απολαύσουμε.
Η κιθαριστική ροκ μουσική έχει περάσει πολλά τα τελευταία χρόνια κι έχει βρεθεί σε πολλά σταυροδρόμια. Άλλοι ισχυρίστηκαν ότι πέθανε, άλλοι πιστεύουν ότι δεν πεθαίνει ποτέ, άλλοι εντοπίζουν συχνά αλλεπάλληλες αναβιώσεις των μεγάλων ροκ κιθαριστικών ιδιωμάτων. Πώς το βιώνετε εσείς;
Είναι πολύ περίεργη η κατάσταση όλα αυτά τα χρόνια, το πώς χαρακτηρίζουμε τη μουσική. Πάρε για παράδειγμα αυτό που ο κόσμος αποκαλεί post - punk . ναι, το αυθεντικό punk υπήρξε πριν περίπου 50 χρόνια, οπότε, ναι, οτιδήποτε μετά από αυτό μπορείς να το πεις post – punk. Είναι σαν να βαφτίσεις τη house “post -dance” ή κάτι τέτοιο. Μπορείς οτιδήποτε να το βαφτίσεις “post something”, δεν είναι πια κάτι δημιουργικό, δεν επινοείς κάτι νέο, ακούγεται απλώς περίεργο, παλιομοδίτικο. Και για να πω την αλήθεια δεν με πολυνοιάζει κι όλας η τρέχουσα κατάσταση της ροκ μουσικής, υπό την έννοια ότι δεν προσπαθούμε να είμαστε μέρος κάποιου κινήματος ή να επαναφέρουμε κάτι, κυριολεκτικά, θέλουμε, απλώς, να κάνουμε καλή μουσική, και το τελευταίο που μας νοιάζει είναι να κατατάξουμε αυτή τη μουσική σε κάποιο συγκεκριμένο genre ή σε κάποιο καλλιτεχνικό κίνημα.
Μήπως νιώθετε πιο άνετα όταν σας χαρακτηρίζουν ως progressive συγκρότημα; Αν μη τι άλλο είναι μια λέξη που συνάδει με τον αυτοσχεδιασμό, τον πειραματισμό και την εξέλιξη του ήχου σας.
Ναι, νομίζω ότι ο όρος “progressive” είναι κάτι που μας πάει καλύτερα. Πρεσβεύει την πρόοδο, το νέο, σημαίνει ότι (προσπαθείς να) κάνεις κάτι καινούριο, κάτι διαφορετικό. Και δεν είναι, αναγκαστικά, συνυφασμένος με κάποιο συγκεκριμένο είδος μουσικής -έχει συνδεθεί, βέβαια, πολύ με την ροκ μουσική ως prog – rock αλλά μπορεί, εν δυνάμει, να χαρακτηρίσει όλα τα είδη της μουσικής. Έχει να κάνει περισσότερο με την ιδέα της προόδου, είναι κάτι σαν modus operandi για έναν μουσικό, για μία μπάντα, όπως και για εμάς.
Αν σου ζητούσα ένα top 5 των καλλιτεχνικών σου αναφορών και επιρροών ποιο θα ήταν αυτό;
Θα έλεγα τον Marvin Gaye, τον Woody Allen, την Grace Kelly, τη Celia Kruz και τα Looney Tunes.
Εντυπωσιακό top 5, μπορούμε να βρούμε όλες αυτές τις αναφορές στη μουσική των Black Midi;
Ναι αυτές οι αναφορές μπορούν να υπάρξουν οπουδήποτε και σε οτιδήποτε, κυριολεκτικά παντού. Ο τρόπος που τραγουδάει ο Marvin Gaye είναι ιδανική αναφορά για οποιοδήποτε τραγούδι, είναι κάτι σαν τη φωνή του Θεού και η Celia Kruz επίσης, είναι μια εξαιρετική, υπέροχη performer. Για τη Grace Kelly και τη γοητεία της τι να πω, πρόκειται για χάρμα οφθαλμών. O Woody Allen είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης, βλέπω τις ταινίες του από πολύ μικρός, βέβαια δεν είναι ένας καλός άνθρωπος, αλλά οι ταινίες του είναι σπουδαίες, τόσο πειραματικές και καινοτόμες, και την ίδια στιγμή τόσο ευχάριστες να τις βλέπεις. Δεν θα υποκριθώ άλλωστε ποτέ ότι δεν μου αρέσει κάτι απλώς επειδή δεν μου αρέσει ο δημιουργός του και τις περισσότερες φορές τα άσχημα πράγματα που μαθαίνονται για κάποιον καλλιτέχνη έρχονται κατόπιν εορτής, αφού έχεις αγαπήσει την τέχνη του και δεν μπορείς να ανακαλέσεις αυτή την αγάπη και την επιρροή που σου έχει ασκήσει – τουλάχιστον εγώ. Όσο για τα Looney Tunes είναι, απλώς, συναρπαστικά και δεν τελειώνουν ποτέ.
Ποια είναι τα πιο τρελλά όνειρα των Black Midi; Τι θα θέλατε να κάνετε σε ένα επόμενο, ιδανικό, καρέ και ποιο είναι το ιδανικό μέλλον για την μπάντα.
Τόνους πράγματα, τόνους όνειρα. Υπάρχει ένας σπουδαίος Βραζιλιάνος μουσικός, κιθαρίστας και πιανίστας, ο Egberto Gismonti. Κάνει μια μουσική υπεράνω ειδών, μια μοναδική μίξη jazz, κλασσικής μουσικής και ποπ με στιγμές έντονου σύγχρονου πειραματισμού, μια μουσική τόσο μελωδική και γεμάτη συναίσθημα. Σου δημιουργεί μια απίστευτη ευφορία, είναι τεράστια απόλαυση. Θα θέλαμε πολύ, νομίζω, να συνεργαστούμε μαζί του. Ένα τρελλό μας όνειρο επίσης είναι να κάνουμε μια ταινία, με σκηνοθέτη τον David Cronenberg – ή τον Terry Gilliam. Επίσης θα θέλαμε πολύ να κάνουμε ένα μιούζικαλ – στο επόμενο album έχουμε μάλιστα την ιδέα να παίξουμε με μουσικούς σάλσα. Θέλουμε να καταφέρουμε να βγάζουμε ένα album κάθε χρόνο και να συνεχίζουμε και να δοκιμάζουμε συνέχεια νέα πράγματα, μέχρι, απλώς, να μην μπορούμε πια. Πρέπει πάντα να προσπαθείς, να προχωράς μπροστά – μέχρι να μην μπορείς άλλο, μέχρι να πεθάνεις.