Ο μουσικός Τύπος λατρεύει όσο τίποτα τις μπάντες με δορυφόρους μουσικών αναφορών. Είναι, άλλωστε, πρόσφορο έδαφος για να επιδοθεί σε ένα, συχνά επιδεικτικό, name dropping στοιχείων, που γίνονται καύσιμο για ωραίους τίτλους, τσιτάτα και τα εύκολα «ακούγεται σαν», το πλέον αγαπημένο και σίγουρο καταφύγιο των μουσικογραφιάδων.

Ο μουσικός Τύπος ήταν μαθηματικά αδύνατο να μη λατρέψει τους Black Country, New Road, γιατί έχουν όλα όσα τον θρέφουν. Και λίγα παραπάνω. Είναι μια μπάντα που μοιάζει να τα κάνει όλα κόντρα, σε βαθμό που μπορείς να πιστέψεις ότι «πετάει» μικρούς μαγνήτες που ζητούν την προσοχή -ιδέα που εγκαταλείπεις σχετικά γρήγορα μετά την πρώτη σας «γνωριμία».

7 πιτσιρικάδες. 3 κορίτσια. 4 αγόρια. Όλοι λίγο πάνω ή κάτω από το όριο των 20. Μια παρέα από το Λονδίνο που, βλέποντάς τη σε φωτογραφίες, περισσότερο σου θυμίζει το cast ανάλαφρου sitcom, παρά μια μπάντα που όλοι συγκρίνουν με τους Slint. Ένα συγκρότημα-κολεκτίβα που ακούμε εδώ και δύο χρόνια σε ένα συνεχές teasing καινούργιων κομματιών και που αυτή τη στιγμή, όλοι μιλάνε για το ντεμπούτο τους, από το οποίο «όποιος είναι προσεκτικός, θα παρατηρήσει πως ήδη τα 27 από τα 40 λεπτά του δίσκου του είναι γνώριμα», όπως πολύ εύστοχα υπογράμμισε το Stereogum.

Επιμένουν όμως να ονομάζουν τον πρώτο τους δίσκο For The First Time. Να τον κυκλοφορούν στη «δύσκολη» Ninja Tune. Να δοκιμάζουν μέχρι και 8λεπτες και 10λεπτες συνθέσεις που χωράνε δίπλα-δίπλα το post rock με σαξόφωνα και jazz «μπούκλες», το post punk με α λα Gogol Bordelo gypsy ξεσπάσματα, τον Kanye West με βιβλικές φιγούρες. Να χρησιμοποιούν για το εξώφυλλο του δίσκου τους (όπως και παντού στα social media τους) μια εικόνα από free stocks φωτογραφιών, όπως το Unsplash.

Ίσως πιστεύετε πως οι Black Country, New Road ή ασχολούνται υπερβολικά πολύ με τους εαυτούς τους ή καθόλου. Η αλήθεια, όμως, είναι πως το μόνο το οποίο μοιάζει να τους απασχολεί πολύ είναι η μουσική τους και η παρέα που έχουν φτιάξει μεταξύ τους. Το συμπέρασμα αυτό, προέκυψε κάπως εύκολα ύστερα από ένα μισάωρο Zoom με την μπασίστρια, Tyler Hyde (αν το επώνυμο σας είναι γνώριμο, πρόκειται για την κόρη του Karl Hyde των Underworld) και τον ντράμερ της μπάντας, Charlie Wayne (φυσιογνωμία που θα πετυχαίνατε πανεύκολα στο Rough Trade ή τα hip στέκια του Λονδίνου).

Θα έλεγε κανείς πως και οι 7 ήταν υπέροχοι. Ή έστω οι 2...

 

Μόλις κυκλοφορήσατε το ντεμπούτο σας, For The First Time, αλλά τα περισσότερα κομμάτια του τα έχουμε ακούσει διάσπαρτα τα τελευταία δύο χρόνια. Είπατε κιόλας στο ΝΜΕ πως ήδη δουλεύετε τον δεύτερο δίσκο σας. Πάντα αναρωτιόμουν, πώς κρατά μια μπάντα τον ενθουσιασμό της όταν υπάρχει χρονικό κενό ανάμεσα στη δημιουργία και την κυκλοφορία του υλικού της;

Tyler Hyde: Είναι κάτι που σκέφτομαι πολύ τελευταία. Δεν το έχουμε ξαναζήσει αυτό και είναι πολύ περίεργο. Για να είμαι ειλικρινής, ένα μέρος αυτού του ενθουσιασμού μοιάζει ψεύτικο μερικές φορές. Υπάρχει και το στοιχείο του ενθουσιασμού, αλλά έχει να κάνει κυρίως με αυτό που καταφέραμε μαζί. Γράφουμε κάτι άλλο τώρα και είναι περίεργη η αίσθηση ότι το κοινό μας γνωρίζει σε μια εκδοχή του εαυτού μας που τώρα έχει περάσει. Δε συμβαίνει όλο αυτό σε πραγματικό χρόνο, βρισκόμαστε σε ένα άλλο μέρος τώρα. Δεν έχουμε βρει ακόμη πώς ακριβώς να το διαχειριστούμε αυτό.

Charlie Wayne: Αυτό το άλμπουμ, πάντως, είναι μια νέα εμπειρία. Δεν έχουμε ξαναβγάλει δίσκο και είναι διασκεδαστικό και ενδιαφέρον. Τώρα μπορούν να μας δουν ως ένα ολοκληρωμένο «σώμα» δουλειάς. Και αυτό δημιουργεί ενθουσιασμό. Είναι φοβερή εμπειρία.

Πάντως, υπήρχε hype γύρω από το όνομά σας ήδη πριν βγάλετε τον πρώτο σας δίσκο. Αυτό πυροδότησε τη δημιουργικότητά σας ή ίσως, σας «άγχωσε» και λίγο με κάποιο τρόπο;

CH: Νομίζω πως δεν έχει συμβεί απαραίτητα κάτι από τα δύο. Το hype είναι λίγο σχετικός όρος, με την έννοια ότι, ουσιαστικά, υπάρχει εκτός της μπάντας. Είναι κάτι στην «ατμόσφαιρα» υποθέτω, αλλά δεν επηρέασε το πώς γράφουμε μουσική ή πώς αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας σαν performers. Δε σκέφτεσαι να διατηρήσεις το hype όταν τα δουλεύεις αυτά. Είμαστε τυχεροί για αυτό, είναι περισσότερο όμως ένα επακόλουθο, παρά ένα δομικό στοιχείο.

TH: Θεωρώ κιόλας πως είμαστε τυχεροί που είμαστε 7 στη μπάντα και είμαστε όλοι τόσο κοντά. Είμαστε πολύ εσωστρεφείς, στην πραγματικότητα. Προσπαθούμε να καταλάβουμε τι σκέφτεται και τι νιώθει η μπάντα. Και με όλο αυτό, υπάρχει η αίσθηση του διαχωρισμού μεταξύ του κόσμου και του εσωτερικού της μπάντας. Αν ήμασταν μια τριμελής μπάντα, ίσως επηρεαζόμασταν πιο άμεσα από όσα λέγονταν για εμάς. Αλλά νιώθω πολύ ασφαλής όταν έχω 6 ανθρώπους να στέκονται γύρω μου.

Τα κομμάτια του δίσκου γράφτηκαν σε διαφορετικές φάσεις. Όταν ξαναμπήκατε στο στούντιο για να ηχογραφήσετε το άλμπουμ, πόσο μεταμορφώθηκαν;

CH: Μερικά αρκετά και κάποια όχι ιδιαίτερα. Νομίζω οι σκελετοί των κομματιών υπήρχαν και συνέχισαν να υπάρχουν μέσα στον δίσκο. Αλλά, συγκεκριμένα, το “Athens, France” έχει αλλάξει αρκετά, έχουν ενωθεί διαφορετικά μέρη σε αυτό. Σίγουρα σκεφτήκαμε για αυτό το κομμάτι πώς θέλουμε να είναι και τι θέλουμε να πει, ιδιαίτερα όσον αφορά τις δυναμικές και τη δομή του. Πάντως, για μας, τα κομμάτια δεν τελειώνουν απαραίτητα. Δεν υπάρχει μια τελική εκδοχή του κάθε κομματιού. Θα έλεγα πως τα tracks στο άλμπουμ είναι ένα καλό τεκμήριο του πώς υπήρχαν τη στιγμή που τα ηχογραφήσαμε. Αλλά ήδη έχουν αλλάξει και εξακολουθούν να αλλάζουν. Τα πάντα είναι ρευστά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ: Για τον Jason Williamson των Sleafor Mods, ο κόσμος δε θα αλλάξει σύντομα. Αλλάζει, όμως, ήδη κι αυτό είναι κάτι.

Υποθέτω, άρα, πως όταν παίζετε live τα κομμάτια αλλάζουν ακόμα περισσότερο…

TH: Συμβαίνει, αλλά πολύ ανεπαίσθητα. Μπορεί να είναι κάτι που το κοινό δε θα το παρατηρήσει καν, αλλά θα το παρατηρήσουμε μεταξύ μας. Αλλά μετά από πολύ καιρό, μπορεί κάτι να αλλάξει στον βαθμό που το παρατηρεί και το κοινό. Πάντως, «από μέρα σε μέρα», δεν μπορείς να παρατηρήσεις πραγματικά διαφορά.

Μιλώντας για live, συστηθήκατε σε ένα ευρύτερο κοινό, σε μια περίοδο που οι μπάντες δεν μπορούν να κάνουν περιοδείες και να επικοινωνήσουν με αυτό τον τρόπο το υλικό τους. Επομένως, τι τρόπους βρίσκετε τώρα για να επικοινωνείτε με το κοινό σας;

CH: Αυτό είναι και το πρόβλημα με όλα αυτά τα lockdowns. Δεν έχουμε καταφέρει να απολαύσουμε την επικοινωνία με το κοινό στον υπόλοιπο κόσμο. Κι αυτό μας ενοχλεί. Κατά τ’ άλλα, δε μας αρέσουν τόσο τα social media. Δεν νιώθουμε την ανάγκη να είμαστε συνέχεια on line. Για μας, έχει να κάνει με τη μουσική και όχι με την ίδια τη μπάντα. Γι’ αυτό δε χρησιμοποιούμε ιδιαίτερα social media, γιατί ρίχνουν το βάρος στις ίδιες τις μπάντες και το ποια είναι τα μέλη τους σαν άτομα.

ΤΗ: Αλλά είναι ευλογία το γεγονός ότι το κοινό μας καταλαβαίνει ότι δεν είμαστε τύποι των social media και «προσωπικότητες» αλλά μιλάμε με τη μουσική.

CH: Πάντως, είναι πολύ ενοχλητικό που δεν μπορούμε να παίξουμε ζωντανά τη μουσική μας, για σχεδόν ένα χρόνο τώρα. Γιατί είναι ο τρόπος να τεστάρουμε τα κομμάτια μας, να νιώσουμε το feedback, να έχουμε αλληλεπίδραση με το κοινό.

ΤΗ: Βέβαια, για να προσεγγίσεις ένα μεγαλύτερο κοινό τώρα, καταφεύγεις στο live streaming. Ίσως αυτό να πρέπει να συνεχίσει και μετά από όλο αυτό, ώστε άνθρωποι από όλο τον κόσμο να μπορούν να είναι «παρόντες» όταν παίζεις στο Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη. Είναι συναρπαστική προοπτική.

 

Πολλοί σας συγκρίνουν με τους Black Midi, που «πρωταγωνιστούν» και σε έναν στίχο σας. Θα έλεγα, όμως, ότι ενώ οι Black Midi συνδυάζουν με έναν χαοτικό τρόπο διάφορα στοιχεία, εσείς μοιάζετε σαν να βάζετε τα επιμέρους στοιχεία που δανείζεστε σε μια σειρά στη μουσική σας. Πόσο εύκολο είναι αυτό, όταν είστε 7;

TH: Στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιο απλό από ό,τι φαντάζεσαι. Και είναι αποτέλεσμα του ότι είμαστε πολύ κοντινοί φίλοι μεταξύ μας. Έχουμε περάσει πολλά μαζί και οι στενοί δεσμοί μας κάνουν τη συζήτηση πολύ απλή. Και το να μιλάμε μέσω της μουσικής, εξίσου πολύ απλό: το να περιμένεις πάντα κάτι ή να προτείνεις κάτι, ακόμα και ο τρόπος που παίζεις εσύ ο ίδιος όταν αναμένεις τι θα κάνει ο άλλος. Όχι όμως με κάποια προβλέψιμη ή βαρετή έννοια. Απλά κατανοείς τον άλλο πολύ καλά. Σε γενικές γραμμές, συμφωνούμε στο πώς θέλουμε να ακούγονται τα πράγματα. Κι αν κάποιος δεν είναι ευχαριστημένος με κάτι, απλά δεν το κάνουμε. Είναι το δίκαιο.

CH: Όσον αφορά τους Black Midi, ξέρω ότι τζαμάρουν πολύ περισσότερο δουλεύοντας τα κομμάτια τους. Σε εμάς, είναι διακριτό τι κάνει ο καθένας με το όργανό του, ενώνουμε όλα αυτά τα μέρη μεταξύ τους και βλέπουμε τι συμβαίνει, αντί απλά να προχωράμε και να περιμένουμε να ακούσουμε τι θα βγει.

Επομένως, έρχεστε ο καθένας με κάποιες ιδέες ή όλα γεννιούνται στην πρόβα;

TH: Μπορεί κάποιος να φέρει ένα μικρό μέρος ενός κομματιού στην πρόβα, συνήθως o Isaak (σ.σ. Wood, frontman) ή ο Luke (σ.σ. Mark, κιθαρίστας). Μετά είναι δουλειά της υπόλοιπης μπάντας να έχει την αναλαμπή και να φτιάξει τα δικά της μέρη από αυτό. Αλλά δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για τζαμάρισμα.

Υπάρχει κιόλας η αίσθηση ότι το κάθε όργανο καταλαμβάνει ίσο χώρο στον ήχο σας. Λειτουργείτε, επομένως, περισσότερο σαν κολεκτίβα;

CH: Ο καθένας είναι κύριος του οργάνου του κι αυτό είναι το σημαντικότερο. Λειτουργούμε δημοκρατικά στον τρόπο που γράφουμε κομμάτια και νομίζω πως είναι ο τρόπος που συγκρατούμαστε παικτικά ο ένας απέναντι στον άλλο, που μας κάνει περισσότερο κολεκτίβα. Γιατί είμαστε 7 μουσικοί, αν παίζαμε όλοι μαζί συγχρόνως, θα ακουγόταν απαίσια.

TH: Συνηθίζαμε να το κάνουμε και ήταν κακό.

CH: Ναι, υπάρχει μερικές φορές η αίσθηση ότι τα όργανα πρέπει να έχουν έντονο αντίκτυπο. Αλλά πρέπει να ξέρουμε πώς το όργανό μας μπορεί να συσχετιστεί με τα υπόλοιπα.

Σας συγκρίνουν πολύ και με τους Slint. Αν και θα έλεγα ότι ακούγεστε σαν οι Slint να είχαν μεγάλη jazz δισκοθήκη και post punk attitude. Σας ενοχλεί πάντως αυτή η συνεχής σύγκριση;

TH: Είναι απλά μεγάλο κομπλιμέντο. Οι Slint ήταν φοβερή μπάντα.

CH: Αρέσει σε όλους μας η μουσική των Slint, αλλά νομίζω πως αυτή η σύγκριση καλύπτει απλώς μια πλευρά αυτού που κάνουμε. Όπως λες κι εσύ, δεν ακουγόμαστε ακριβώς σαν τους Slint. Υπάρχουν πολλές αναφορές που συγκεντρώνονται στη μπάντα.

Διαβάσατε τα reviews για τον δίσκο σας; Σας ενδιαφέρουν;

TH: Πρέπει να έχω διαβάσει κάνα δύο, αλλά, αυτή τη στιγμή, προσπαθώ να μη διαβάζω πράγματα για τη μπάντα.

CH: Έχω διαβάσει κι εγώ μερικές κριτικές, ναι. Νομίζω το κάνω περισσότερο από περιέργεια. Αυτό που μας ενοχλεί είναι όταν κάποιος γράφει απόλυτες απόψεις στις οποίες έχει καταλήξει για τη μουσική μας και οι περιγραφές του έχουν μια απόλυτη ιδέα του τι κάνουμε στον ήχο μας. Πιστεύω πως άνθρωποι στην ηλικία μας δεν μπορούν να έχουν μια απόλυτη άποψη του τι είναι ο ήχος μας και τι προσπαθούμε να κάνουμε. Κι αυτή είναι μια περίεργη μεριά της μουσικής δημοσιογραφίας. Είναι δύσκολο να γίνει σωστά, αν και είναι ωραίο να έχεις την προσοχή κάποιου.

Κάποιοι από εσάς στη μπάντα έχετε και κλασική μουσική εκπαίδευση. Φέρνει αυτό κάτι διαφορετικό στον τρόπο που δουλεύετε μεταξύ σας;

TH: Σίγουρα έχει αντίκτυπο στη μέθοδο της σύνθεσης, αλλά λειτουργεί αμφίδρομα. Είμαστε 50-50, με κλασική μουσική παιδεία και αυτοδίδακτοι. Επηρεάζει τον τρόπο που ο καθένας μιλάει για τη μουσική και τη γράφει. Αλλά πρόκειται απλά για διαφορετικά λεξιλόγια. Βρίσκουμε ένα χωνευτήρι κάπου στη μέση. Και νομίζω πως αυτό είναι πολύ μοναδικό σε εμάς.

Συγκεκριμένα εσύ Tyler προέρχεσαι κι από οικογένεια με μουσικό background. Έπαιξε όντως μεγάλο ρόλο αυτό στο να γίνεις μουσικός;

TH: Σίγουρα το ότι μεγάλωσα με μουσικά όργανα γύρω μου, μου γέννησε την επιθυμία να πάω και να τα πιάσω. Είναι δύσκολο να απαντήσω σε αυτό, γιατί νιώθω ότι είναι κάτι που υπάρχει στο DNA μου. Δεν είναι κάτι που με προέτρεψαν να κάνω, το αντίθετο μάλιστα, με συμβούλευαν να μείνω μακριά από τη μουσική βιομηχανία. Αλλά, όπως είπα, ήταν στο DNA μου.

 

Στους στίχους του Isaak υπάρχει αρκετό (ενίοτε ειρωνικό) χιούμορ. Μου δίνετε την αίσθηση ότι δεν παίρνετε πολύ στα σοβαρά τους εαυτούς σας, αλλά προτιμάτε να παίρνετε στα σοβαρά τη μουσική σας.

TH: Ακούγεται δίκαιο. Αν και όταν γράφουμε μουσική, υπάρχουν στιγμές που προκύπτουν επειδή λέμε «Αυτό είναι αστείο, ας το κάνουμε». Βέβαια, όταν παίζουμε μαζί μπορεί να υπάρξουν και στιγμές που θα πούμε «Ώπα, αυτό ακούγεται καλό». Αλλά ακόμα κι έτσι, γελάμε ανάμεσα. Είναι σχεδόν σαν να ντρεπόμαστε να πούμε ότι κάτι είναι όντως καλό. Οπότε το καλύπτουμε με γέλια. Είναι κάτι ενδιαφέρον που συμβαίνει με εμάς.

CH: Οπωσδήποτε. Υπάρχουν πολλά πράγματα στον δίσκο μας που ακούγονται αντικειμενικά αστεία. Δηλαδή, το μπλέξιμο των genres είναι από μόνο του αλλόκοτο και αστείο.

Κι έχετε και πολλές αναφορές στην pop κουλτούρα στους στίχους σας. Υπό αυτό το πρίσμα, σας θεωρείτε και λίγο pop;

TH: Όχι. Η pop είναι κάτι που όλοι αγαπάμε σαν είδος και θαυμάζουμε το πώς λέει αυτό που θέλει μέσα σε 3μιση λεπτά. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό, δυσκολευόμαστε να γράψουμε έτσι. Αλλά, δε νομίζω ότι θεωρούμε τους εαυτός μας οτιδήποτε.

Φτιάξατε τους Black Country, New Road όταν οι Nervous Condition, μια προηγούμενη μπάντα σας, διαλύθηκαν λόγω κατηγοριών σεξουαλικής παρενόχλησης του frontman της. Για σας, πόσο σημαντικές είναι οι διαπροσωπικές σας σχέσεις και το ανθρώπινο ποιόν σε αυτό που κάνετε;

CH: Για να ‘μαι ειλικρινής, είναι τα πάντα. Είναι οι φιλίες που έχουν δημιουργηθεί στη μπάντα. Μας ενδιαφέρουν τα πάντα ανάμεσά μας. Και νομίζω πως αυτό βγαίνει και στη μουσική μας. Κάνουμε μουσική γιατί είμαστε φίλοι. 

TH: Είναι ενδιαφέρον γιατί όταν ξεκινήσαμε τους Black Country New Road δεν είναι ότι είπαμε ότι θέλουμε μια μπάντα που να έχει σαξόφωνο, που να έχει το ένα, το άλλο… Θέλαμε, ο καθένας από εμάς, να παίζουμε με αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν άνθρωποι με τους οποίους θέλαμε να είμαστε σε μπάντα.

Πριν λίγο καιρό στην Ελλάδα ξεκίνησε το δικό μας #MeToo κίνημα. Φαντάζομαι, μέσα σε μια μπάντα με 3 γυναίκες και 4 άντρες δεν υπάρχουν ανισότητες, αλλά, Tyler, πόσο ίσα νιώθεις τα πράγματα στη μουσική βιομηχανία από την εμπειρία σου;

TH: Πρώτα απ’ όλα, στη μπάντα νιώθουμε σαν 7 άνθρωποι, όχι σαν αγόρια και κορίτσια. Δεν ξέρω αν η ανισότητα έχει να κάνει με τη μουσική βιομηχανία, είναι κάτι που υπάρχει γενικά. Συμβαίνει συνεχώς. Όταν κάποιος μιλάει στη μπάντα και κοιτάει στα μάτια μόνο τα αγόρια. Ή όταν στήνουμε στη σκηνή και ο τεχνικός ήχου σε πατρονάρει, θεωρώντας ότι δεν ξέρεις πώς να στήσεις τα πετάλια σου ή πώς δουλεύει ένας ενισχυτής. Κι εγώ κι η May (σ.σ. Kershaw, πλήκτρα) και η Georgia (σ.σ. Ellery, βιολί) παίζουμε τόσα χρόνια τα όργανά μας και υπάρχουν άντρες που, σε αυτό το πλαίσιο, δεν ξέρουν καν πώς να μιλήσουν σε γυναίκες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά υπάρχει η αίσθηση ότι πρέπει να γίνεις χοντρόπετση και να γίνεις λίγο μαλάκας μαζί τους. Δε θέλω να είμαι αυτό. Αλλά, μερικές φορές, εξαναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνεις κάπως σκληρή και να αλλάξεις αυτό που είσαι, ώστε να φαίνεσαι πιο δυνατή στον κόσμο. Και δε θέλω να πρέπει να το κάνω αυτό.

Ο ήχος σας δίνει την αίσθηση πως δεν έχει όρια, με τη στενή έννοια του όρου. Πιστεύετε, τελικά,  πως το παρόν (και το μέλλον) της μουσικής κινείται κάπου ανάμεσα σε αυτά τα «παλιά» όρια;

CH: Δε θεωρώ πως η μουσική χρειάζεται να κινείται μέσα στα όρια των genres. Νομίζω πως αυτά είναι ξεπερασμένα και συνδέονται περισσότερο με επιμέρους υποκουλτούρες. Δεν είναι καθόλου κακό που έχουμε πρόσβαση στα πάντα με το Spotify και το YouTube και μπορούμε να αγκαλιάσουμε την πλευρά κάθε κουλτούρας με τρόπο άπειρο. Κι αυτό έχει επίδραση στις επιρροές όλων. Και πάει πέρα από το να γράφεις για ένα είδος.

 

Το For The First Time των Black Country, New Road κυκλοφορεί από τη Ninja Tune.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured