Ανακαλύψαμε τους Huntsmen μέσα στην καραντίνα και αποζημιωθήκαμε πλουσιοπάροχα από το νέο τους άλμπουμ, με τίτλο Mandala of Fear. Οι αμερικανοί heavy rockers, δεν αποτελούν μέλη κάποιας σκηνής που πρόκειται να κυριεύσει τον κόσμο και από τα λεγόμενα του ντράμερ τους, Ray Knipe, φαίνεται ότι δεν κυνηγούν με μανία την επιτυχία, αλλά θέλουν να παίζουν την μουσική τους σαν παρέα, έτσι όπως ξεκίνησαν δηλαδή το 2014, με μοναδικό στόχο να αρέσει πρώτα σε αυτούς.
Αν και εισήλθε τελευταίος στους κόλπους των Huntsmen, ο Knipe εξηγεί τη σύντομη ιστορία του σχηματισμού της μπάντας: «Στην αρχή ο Marc (Stranger-Najjar), ο Kirill (Orlov) και ο Chris (Kang) είχαν ένα prog rock σχήμα. Θεώρησαν ότι δεν τους κάλυπτε, ότι έμεναν στάσιμοι και θέλησαν να κάνουν ένα νέο ξεκίνημα με πιο heavy ήχο και κάποια progressive στοιχεία στην μουσική τους. Ο ήχος που, πλέον, ήθελαν να ακολουθήσουν, θα αποτελούσε την πρώτη τους κυκλοφορία, το ep Post War».
Παρότι άγουρο, το πρώτο τους ep περιλάμβανε τέσσερα εξαιρετικά καλογραμμένα κομμάτια. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του ήχου τους αποτελεί το τραγούδι "Hunt for Food, Νot Sport", με την σκοτεινή αισθητική που βρίσκεις στους Alice in Chains να είναι παρούσα, χωρίς να υπάρχει απολύτως καμία ευθεία ηχητική συγγένεια. «Το τραγούδι ήταν το πρώτο που έγραψε η μπάντα. Περιλάμβανε ένα jazzy πέρασμα που προέρχεται από το στυλ της προηγούμενης μπάντας και εξελίσσεται στο heavy rock στυλ που θέλαμε να πετύχουμε. Αυτό το τραγούδι, σίγουρα αντιπροσωπεύει τον στόχο μας σαν group εκείνη την στιγμή», εξηγεί ο ντράμερ τους.
Οι Huntsmen, όμως, δεν παρέμειναν προσκολλημένοι στο heavy rock και επέλεξαν να πειραματιστούν με το prog rock, το post rock, το psych rock και να εμβαθύνουν στο πως σχηματίζεται η πραγματικά ενδιαφέρουσα μουσική. Έτσι, στο ep Colonel του 2015, η μπάντα πρόσθεσε νέα στοιχεία στην μουσική της. Όσον αφορά τις επιρροές τους και το πώς αυτές συνυπάρχουν στη δημιουργική διαδικασία, ο Knipe λέει πως «Κάθε μέλος έχει τις δικές του επιρροές και αυτές τις ακούς στα τραγούδια μας. Εγώ ακούω πιο ακραία πράγματα, hardcore κυρίως. O Mark ακούει progressive rock. Λατρεύει τον Zappa, τους Magma. Ο Chris λατρεύει την 90’s grunge και americana επειδή είναι από τον Νότο, οπότε από εκεί η μουσική μας έχει αυτή την αμερικάνικη χροιά. Όταν ξεκινάμε να γράφουμε, δεν βάζουμε κανένα όριο, όλα είναι πιθανά. Έχουμε συμφωνήσει ότι δεν ακολουθούμε οδηγίες, μπορεί ο καθένας να κάνει ό,τι θέλει και μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό που έχουμε ο ένας για τον άλλο και τις ιδέες του, μέσα από το χιούμορ και την καλή διάθεση, βρίσκουμε πάντα την λύση, όσο γελοίο και αν ακούγεται αυτό. Εάν κάποιος αισθάνεται πολύ σίγουρος για κάτι που έχει γράψει, τότε δεν τίθεται θέμα. Είμαστε πολύ αγαπημένοι και αυτό μας δίνει την δυνατότητα να μιλήσουμε ανοιχτά για το τι μας αρέσει και τι όχι, χωρίς να δημιουργούνται εντάσεις».
Στο πρώτο τους full length, με τίτλο American Scrap οι Huntsmen ήδη διαθέταν την κατάλληλη ομοιογένεια για να προχωρήσουν σε κάτι πιο φιλόδοξο. Ο κιθαρίστας, τραγουδιστής και βασικός στιχουργός του group, Chris Kang, έγραψε ολόκληρο το σκοτεινό concept του δίσκου, που τελικά κυκλοφόρησε από την Prosthetic Records και άφησε τις καλύτερες των εντυπώσεων. «Στο American Scrap προσφέραμε όλοι μας», τονίζει βέβαια ο Knipe. «Παρότι ο Chris έγραψε πολύ προσωπικούς στίχους, όλοι συνεισφέραμε στα κομμάτια. Η ηχογράφηση του άλμπουμ ήταν αναλογική και αυτό μας βοήθησε να συνδεθούμε ακόμα περισσότερο με την μουσική του. Προετοιμαστήκαμε με όλες μας τις δυνάμεις, παίζοντας τα κομμάτια χιλιάδες φορές, ώστε να προκύψει η ηχογράφηση one-take. Ο Chris πάντα γράφει έχοντας στο πίσω μέρος του κεφαλιού του όσα έχει περάσει αυτός και η οικογένεια του, ως μετανάστες στις Η.Π.Α. Μεγάλωσε στον Νότο και καταλαβαίνεις ότι πολύς κόσμος τον πείραζε για την ασιατική καταγωγή του. Μέσα από την μουσική που γράφει, αντιλαμβάνεσαι αυτή την ένταση. Αυτά τα βιώματα, καταφέρνει και τα κρύβει τόσο μέσα στους στίχους και την μουσική. Εάν αφουγκραστείς προσεκτικά το σύνολο του έργου μας, αντιλαμβάνεσαι αυτή την ένταση».
Δύο χρόνια αργότερα και λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία, οι Huntsmen παίρνουν το μεγάλο ρίσκο να κυκλοφορήσουν εκ νέου έναν concept δίσκο, αυτή την φορά διπλό: «Με την εκκίνηση των ηχογραφήσεων του άλμπουμ, πήγαμε στην δισκογραφική μας και τους είπαμε τι σχεδιάζουμε να κάνουμε. Εννοείται ότι μας αποκάλεσαν τρελούς και ζήτησαν να το ακούσουν. Τους δώσαμε να ακούσουν τα έτοιμα demos που είχαμε και αμέσως, έδωσαν το ok. Το αγάπησαν το άλμπουμ και μας στηρίζουν. Το εκτιμούμε πάρα πολύ αυτό», παραδέχεται το 1/4 της μπάντας, για να συνεχίσει: «Καταλαβαίνουμε ότι ο κόσμος, πλέον, δεν έχει πολύ χρόνο για να επενδύσει 80 λεπτά σε έναν δίσκο. Οι ακροατές ακούν το πολύ ένα κομμάτι από κάθε δίσκο. Εάν δεν δώσεις την ευκαιρία σε μια μπάντα, τον απαιτούμε χρόνο σε ένα ολόκληρο album, δεν θα καταλάβεις ποτέ περί τίνος πρόκειται. Είναι το μόνο που ζητάω από όποιον διαβάζει αυτή την συνέντευξη. Εάν έχει την δυνατότητα να το πράξει, ας δώσει μια ευκαιρία».
Το Mandala of Fear είναι ένα άλμπουμ που δημιουργεί εικόνες στον ακροατή. Το "Atomic Storms" να είναι ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις συνθέσεις. Είναι από τις τυπικές περιπτώσεις δίσκων που φαίνεται ξεκάθαρα ότι η μουσική έπεται των στίχων. Για του λόγου το αληθές: «Η ιστορία ήρθε πρώτη. Μετά την σύντομη περιοδεία για το American Scrap, o Chris έπρεπε άμεσα να κάνει μια εγχείρηση στην σπονδυλική στήλη. Πολέμησε με την ιδέα ότι ίσως δεν θα περπατούσε ποτέ και είχε μεγάλο άγχος για την πορεία της ζωής του. Έτσι ξεκίνησε να γράφει την ιστορία του Mandala of Fear, με βάση αυτές τις μαύρες σκέψεις. Πριν καν γράψουμε νότα, είχε αναπτύξει το concept, είχε σχεδιάσει τους συμβολισμούς και τις βασικές ιδέες. Όταν μας το παρουσίασε, έπρεπε να γράψουμε μουσική πάνω σε αυτόν τον χάρτη, ουσιαστικά».
Κι όντως, η ακρόαση ενός δίσκου τόσο μεγάλης διάρκειας, εύκολα μπορεί να γίνει κουραστική. Κάτι που δεν συνέβη τελικά και αυτό πολλαπλασιάζει την εκτίμηση που τρέφω πλέον για την ποιότητα του Mandala of Fear. Διότι φαίνεται ότι υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία ώστε να προκύψει ένα ενδιαφέρον άλμπουμ και δεν έτυχε απλώς, όπως σημειώνουν και οι ίδιοι: «Το μόνο που μας ένοιαζε, ήταν να είναι ενδιαφέρον αυτό που γράφαμε και να βγάζει νόημα σαν ενιαίο σύνολο. Εάν ήμασταν ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, δεν θα δημιουργούσε κανένα πρόβλημα η μεγάλη διάρκεια. Η ιστορία μας οδήγησε σε αυτό και δεν είχαμε κανέναν απολύτως λόγο να περιορίσουμε τους εαυτούς μας. Παίρνουμε ρίσκα γιατί δεν μας ενδιαφέρει. Δεν προσπαθούμε να γίνουμε διάσημοι. Δεν προσπαθούμε να βγάλουμε λεφτά από τους Huntsmen. Προσπαθούμε να φτιάξουμε ενδιαφέρουσα μουσική, που εμείς αγαπάμε να παίζουμε. Και μας αρέσει να είμαστε μαζί, γιατί έχουμε πραγματικό ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλον».
Οι Huntsmen βρίσκονται στον πυρήνα των σχημάτων που προέρχονται από τις Η.Π.Α. και δεν βιοπορίζονται από την μουσική τους, αλλά έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο καλλιτεχνικό όραμα και κυρίως, την απόλυτη ελευθερία να το κατακτήσουν. Η νέα γενιά του heavy rock είναι σίγουρο ότι θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη. «Στις Η.Π.Α. τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν πολλές μπάντες που προσπαθούν να διαφοροποιήσουν το heavy rock και να το πάνε ένα βήμα παρακάτω. Για παράδειγμα, οι Elder. Προσπαθούν να ακουστούν περισσότερο progressive, πηγαίνοντας πίσω στον 70s ήχο και προσθέτοντας πλήκτρα, με σκοπό να ξεφύγουν από τους περιορισμούς του είδους. Κάτι που, δυστυχώς, δεν το βλέπω συχνά στο παραδοσιακό metal. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η δυνατότητα του να στριμάρεις πραγματικά το οτιδήποτε, έχει βοηθήσει τους δημιουργούς να ανοίξουν τους ορίζοντες τους. Ελπίζω να συνεχιστεί αυτό», καταλήγει ο Ray Knipe.