Σε έναν κόσμο όπου οι αποστάσεις έχουν εκμηδενιστεί, οι δυνατότητες επικοινωνίας είναι απεριόριστες και οι τρόποι διασύνδεσης αφθονούν, ο σύγχρονος άνθρωπος –θεωρητικά– θα έπρεπε να νιώθει μέρος μίας παγκόσμιας κοινότητας και να προσεγγίζει με μεγαλύτερη άνεση το βίωμα ενός συνανθρώπου του, που ζει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ωστόσο, στην πράξη αποδεικνύεται πως το χάος της υπάρχουσας πραγματικότητας έχει τα αντίθετα αποτελέσματα: όλο και περισσότερα άτομα επιστρέφουν πίσω στις ρίζες τους, επενδύουν συναισθηματικά στους τόπους όπου εξελίσσεται η καθημερινότητα τους και, εν τέλει, βρίσκουν παρηγοριά στο οικείο· με τα όμορφα και τα άσχημά του.
Αυτός ο υγιής τοπικισμός και η κυκλοθυμική σχέση αγάπης/μίσους με τις πόλεις, αποτυπώνεται λεπτομερώς στο ντεμπούτο των κάργα Δουβλινέζων Fontaines D.C.: άλλοτε με ρομαντισμό και ποιητικότητα, άλλοτε με ωμότητα και κυνισμό. Το Dogrel μοιάζει με παθιασμένο γράμμα εραστή στην αγαπημένη του, που στην περίπτωσή μας είναι η πρωτεύουσα της Ιρλανδίας. Το υποβλητικό σκηνικό στήνεται ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα του εισαγωγικού “Big”, μέσα από τους στίχους «Dublin in the rain is mine/A pregnant city with a Catholic mind», με τους Fontaines D.C. να ξεκαθαρίζουν πως αυτή η πόλη μπορεί να τους στεναχωρεί συνεχώς με τα αμέτρητα κολλήματα και τους νεο-συντηρητισμούς της, αλλά την αγαπούν γιατί σε εκείνη εκτυλίσσεται το σενάριο της ζωής τους.
Θεωρώ ότι εδώ βρίσκεται το κρίσιμο στοιχείο που από τη μία χαρίζει έντονο και τραχύ χαρακτήρα στο Dogrel και από την άλλη διαφοροποιεί τους Fontaines D.C. από ομοϊδεάτες σαν τους Idles και τους Shame.
Είναι δικαιολογημένη η ένταξή τους σε αυτήν τη συνομοταξία συγκροτημάτων που χρησιμοποιούν εκ νέου το post-punk ως όπλο κοινωνικοπολιτικής κριτικής· όμως η ιρλανδική πεντάδα αποφεύγει τα νιχιλιστικά κλισέ των Shame και τα επαναστατικά μανιφέστα των Idles, προκρίνοντας μία πιο ψύχραιμη και βιωματική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Την οποία φωτίζουν με προσωπικούς στίχους για το δικό τους λογοτεχνικό Δουβλίνο, με τους μικρούς και τους μεγάλους του ήρωες, τα τοπόσημα, τις συνήθειες και τις (φαινομενικά ασήμαντες, για τον ταξιδιώτη) γωνίες του. Αλλά τη φωτίζουν και μέσα από τη μουσική, που εμφανώς βέβαια χρωστάει τα μέγιστα στα εναλλακτικά, κιθαριστικά 1980s· παράλληλα, όμως, διαθέτει και κάτι από εκείνη τη γλυκιά, άγουρη αφέλεια των πρώιμων rock 'n' roll ημερών.
Επομένως, υπάρχουν εδώ τραγούδια που κινούνται στις αποχρώσεις των κιθάρων προ και μετά το punk, όπως π.χ. το “Sha Sha Sha”, το οποίο θυμίζει Clash, το Fall μέχρι το μεδούλι “Hurricane Laughter” ή το "Lotts", με τις αρχετυπικές Joy Division μπασογραμμές και την Cure αισθητική. Αλλά και μία τριάδα κομματιών προς το τέλος του δίσκου ("Chequeless Reckless", "Liberty Belle" και "Boys In The Better Land") που συνδυάζουν τη rock 'n' roll τσογλανιά με τη surf/garage ανεμελιά, προσδίδοντας έτσι στο Dogrel την ελαφρότητα μιας καλοκαιρινής, βραδινής τσάρκας στις pubs του Δουβλίνου, για μπύρα Guinness και κορίτσια.
Είναι χαρακτηριστική η άνεση με την οποία διαχειρίζονται τις αναφορές τους οι Fontaines D.C., κάνοντάς τις κομμάτι μίας συνολικής, δυνατής πρότασης με προσωπική σφραγίδα. Βασικός υπεύθυνος σε αυτή την επιτυχία είναι ο τραγουδιστής Grain Chatten, ο οποίος ελίσσεται ερμηνευτικά ανάμεσα στην post-punk απάθεια και στην ευαισθησία ενός πληγωμένου crooner. Πάνω απ' όλα, όμως, ξέρει πώς να αφηγείται τις εικονοπλαστικές ιστορίες των στίχων, όπως αποδεικνύεται περίτρανα στην ατμοσφαιρική, κέλτικη μπαλάντα “Dublin City Sky” –έναν τρυφερό ύμνο αγάπης για την πόλη του.
Δεν είναι λοιπόν ότι οι Fontaines D.C παραδίδουν απαραίτητα έναν αξιομνημόνευτο δίσκο. Είναι περισσότερο ότι καταφέρνουν να περάσουν στον ήχο του Dogrel τις ανησυχίες τους για την καθημερινή ζωή στο Δουβλίνο, με έναν αγωνιώδη και επείγοντα τρόπο. Και είναι αλήθεια ότι, μέσα από αυτές τις γρήγορες ματιές στα στιγμιότυπα των ανθρώπων μίας διαφορετικής πόλης, καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα ότι όσα μας ενώνουν είναι περισσότερα από όσα μας χωρίζουν. Όλοι αναζητούμε άλλωστε εκείνες τις στιγμές νοήματος, εσωτερικής αρμονίας και συναισθηματικής σύνδεσης ανάμεσα στους αγχώδεις, μουδιαστικούς ρυθμούς του αστικού βίου –είτε αυτός εκτυλίσσεται στο Δουβλίνο, είτε στην Αθήνα, είτε οπουδήποτε αλλού. Κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα, το Dogrel αναδεικνύεται σε σύγχρονο, αναγκαίο και απολαυστικό ντεμπούτο.
{youtube}CIbaqtcU0uI{/youtube}