Το περσινό σας άλμπουμ Press Enter συγκέντρωσε ορισμένες ενθουσιώδεις κριτικές. Πώς έγινε δεκτό από το κοινό στις συναυλίες;
Το κοινό, τόσο στις Η.Π.Α. όσο και στην Ευρώπη, είναι κι αυτό αρκετά ενθουσιώδες. Και νιώθω πραγματικά ευγνώμων για την ενέργεια και την αγάπη με την οποία μας περιβάλλει ο κόσμος κάθε φορά που βρισκόμαστε στη σκηνή. Όσον αφορά εμάς, παρότι ένα σημαντικό μέρος του δίσκου βασίζεται σε σεταρισμένες συνθέσεις, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για αυτοσχεδιασμό –ο οποίος κάνει τη μουσική να κινείται διαρκώς, δίνοντάς μας την ελευθερία να εξερευνούμε και κάτι καινούργιο κάθε φορά. Κάθε μας συναυλία, επομένως, είναι διαφορετική σε σχέση με την προηγούμενη. Η μουσική εξελίσσεται οργανικά μέσα στον χρόνο, ενώ κι εμείς δίνουμε το 100% των εαυτών μας!
Το γεγονός ότι υπογράψατε στην ACT και βγάλατε εκεί το Press Enter βοήθησε, φαντάζομαι, στην προσέγγιση ενός πιο διευρυμένου ακροατηρίου. Είχε αυτό κάποια επίπτωση στο πώς σκέφτεστε τη μουσική γενικά ή το κομμάτι της σύνθεσης ειδικότερα;
Για να είμαι ειλικρινής, δεν πιστεύω ότι η τζαζ –ή οι τέχνες εν γένει– είναι ένα πολύπλοκο και περίκλειστο μέσο έκφρασης, το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί μόνο από τους λίγους εκλεκτούς. Η μεγάλη τέχνη αγγίζει τις ψυχές παγκοσμίως: ο Da Vinci, ο Miles Davis, ο Picasso, ο Michael Jackson ή ο J.S. Bach είναι μόνο μερικά παραδείγματα καλλιτεχνών που υπερέβησαν την πολυπλοκότητα και δεν έχασαν ποτέ από το βλέμμα τους τη συναισθηματική ουσία που τελικά προσδίδει νόημα σ’ ένα μεγάλο έργο τέχνης, κάνοντάς το συναρπαστικό.
Προσωπικά λατρεύω τις μελωδίες, οπότε ένα σημαντικό μέρος της δημιουργίας μου είναι επηρεασμένο από την ποπ, την ηλεκτρονική μουσική και από τους τραγουδοποιούς. Και πραγματικά ελπίζω η τέχνη μου να έχει τη δυνατότητα να συνδεθεί συναισθηματικά με μουσικούς και με μη μουσικούς εξίσου. Υπό αυτή την έννοια, πάντοτε αισθανόμουν ότι το να κυκλοφορήσω ένα άλμπουμ μέσω της ACT, θα ήταν απολύτως ταιριαστό.
Έχετε συζητήσει σε άλλες συνεντεύξεις την προέλευση του τίτλου Press Enter (μια φράση του Wayne Shorter). Όπως και το ότι πρόκειται περισσότερο για ένα κάλεσμα σε δράση και όχι απλώς για μία κυριολεκτική προτροπή να πατήσει ο/η ακροατής/ακροάτρια το πλήκτρο «play», αφήνοντας τη μουσική να ρεύσει, σωστά;
Ακριβώς. Θεωρώ ότι όλοι μας έχουμε φιλοδοξίες και όνειρα ανεκπλήρωτα ή μόνο μερικώς εκπληρωμένα. Εδώ βρίσκεται άλλωστε και η ομορφιά του να είσαι άνθρωπος: πάντοτε υπάρχει κάτι παραπάνω για να εξερευνήσεις στον κόσμο γύρω σου, μα και εντός της επικράτειας του εαυτού. Η δημιουργία είναι λοιπόν η διαδικασία με την οποία οι ιδέες και οι αντιλήψεις μας μετατρέπονται σε δράσεις. Είναι κάτι πραγματικά μαγικό. Το να δρούμε σημαίνει να επιτρέπουμε στους εσωτερικούς μας κόσμους και στη φαντασία μας να γίνουν πράγματα ορατά και να υπάρξουν στον εξωτερικό κόσμο. Όσο για μένα, έχω ακόμα πάρα πολλά τα οποία θέλω να ανακαλύψω και να εκφράσω. Η φράση «Press Enter» έχει γίνει το μάντρα μου!
Στον δίσκο συνεργαστήκατε με την ίδια rhythm section (Kendrick Scott στα τύμπανα & Luques Curtis στο κοντραμπάσο) που χρησιμοποιήσατε και στο άλμπουμ The Calling του 2012. Θεωρείτε σημαντικό να στηρίζεται κανείς σε μακροχρόνιους συνεργάτες, με τους οποίους να μπορεί να μοιραστεί μία δεδομένη οικειότητα; Κατά πόσο μία σας σύνθεση (ή ένα σύνολο συνθέσεων) αποτελεί ομαδική υπόθεση;
Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο τυχερός αισθάνομαι που οι δύο αυτοί εξαιρετικοί μουσικοί είναι μέρος του πρότζεκτ. Είναι σίγουρα μία από τις πιο δημιουργικές και πολυσχιδείς rhythm section που ξέρω. Πλέον παίζουμε μαζί αρκετό καιρό και έχουμε αναπτύξει μία διαισθητική αντίληψη σχετικά με το τι πρέπει να κάνουμε για να δώσουμε ζωή σε μία σύνθεση, με τον καλύτερο τρόπο. Αρκετή από τη μουσική που παίζουμε θολώνει το όριο μεταξύ της ποπ/ροκ, της σύγχρονης τζαζ, της κλασικής ή της ηλεκτρονικής μουσικής. Απαιτεί, λοιπόν, μία πραγματικά ομαδική προσπάθεια για να συνδέσουμε όλα αυτά τα σημεία και να στήσουμε ένα σύνολο το οποίο θα μας φαίνεται σωστό.
Αρκετοί μουσικοί αναφέρονται συχνά σε θέματα και ιδέες που κατά κάποιον τρόπο τριγυρνάνε στο παίξιμό τους για καιρό, προτού μπορέσουν να τα «αιχμαλωτίσουν» σε μία λίγο ή πολύ συνεκτική και πλήρη μορφή. Εσάς σας αρέσει να επιμένετε σε τέτοιες «απείθαρχες» μελωδίες;
Ο τρόπος με τον οποίον λειτουργεί σε μένα το κομμάτι της σύνθεσης ξεκινάει αρχικά μέσω μιας διαδικασίας εμπέδωσης ενός μεγάλου εύρους καλλιτεχνικών ερεθισμάτων. Μπορεί να είναι πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, ταινίες, γενικώς οποιαδήποτε καλλιτεχνική δήλωση μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σε μία συγκεκριμένη οπτική. Μετά θα κάνω τους κύκλους μου, καθώς θα εστιάζω εμμονικά σ’ ένα συγκεκριμένο αντικείμενο: σ’ ένα συμφωνικό κομμάτι του John Adams, για παράδειγμα, ή σ’ έναν πίνακα του Francis Bacon… Όλη αυτή η διαδικασία θα αποτελέσει –υποσυνείδητα τις περισσότερες φορές– τον σπόρο για κάποια σύνθεση, η οποία θα εκδηλωθεί συνήθως με έναν εντελώς αναπάντεχο τρόπο.
Στο Press Enter διασκευάζετε το “‘Round Midnight” του Thelonious Monk, πιθανότατα ένα από τα πιο πολυπαιγμένα κομμάτια στην ιστορία της τζαζ. Πόσο δύσκολο είναι να παραμείνεις προσωπικός όταν παίζεις κάτι που τόσοι/τόσες έχουν ήδη ερμηνεύσει με όλους τους πιθανούς ή απίθανους τρόπους;
Αντιθέτως, πιστεύω πως το μελωδικό θέμα ενός τέτοιου πασίγνωστου standard είναι τόσο εμπεδωμένο στη συνείδηση των ακροατών, ώστε τελικά σου επιτρέπει μεγαλύτερη ευχέρεια δημιουργικής ερμηνείας –κάτι που αποτελεί μεν μία δεδομένη πρόκληση, είναι όμως και πολύ συναρπαστικό. Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι για μένα από τα πιο όμορφα που έχουν γραφτεί ποτέ. Το παίζω χρόνια, αλλά δεν είχα την πρόθεση να το ηχογραφήσω μέχρι τώρα, ούτε φυσικά στα πλαίσια του Press Enter.
Παρόλα αυτά, λίγο πριν φύγουμε από το στούντιο –κι ενώ είχαμε τελειώσει τις ηχογραφήσεις– ο Matt Pierson (συμπαραγωγός του δίσκου) μου πρότεινε να παίξω λίγο ακόμα, για να ηχογραφήσουμε λίγα λεπτά σόλο πιάνο. Κάθισα έτσι κι εγώ κι έκανα ένα take από το “‘Round Midnight”. Η απόδοση μάς φάνηκε ειλικρινής και αρκετά προσωπική, με την έννοια ότι ήταν εντελώς αυθόρμητη και δεν έκρυβε από πίσω καμία προηγούμενη σκέψη· απλώς κάθισα δηλαδή σ’ ένα όμορφο όργανο και έπαιξα ένα τραγούδι που αγαπώ.
Πιάνομαι από το όνομα του Thelonious Monk και θα ήθελα να πάμε λίγο πίσω στον χρόνο, σταματώντας σε μία συγκεκριμένη στιγμή. Γύρω στο 2007 πήγατε στην Καλιφόρνια για να σπουδάσετε στο Thelonious Monk Institute of Jazz. Προκειμένου να εισαχθείτε εκεί, έπρεπε να περάσετε από μία οντισιόν. Θα ήθελα λοιπόν να ανακαλέσετε εκείνη τη στιγμή: μπαίνετε μέσα στην αίθουσα, κάθεστε στο πιάνο και ξεκινάτε να παίζετε μπροστά σε ανθρώπους σαν τον Herbie Hancock και τον Wayne Shorter…
Καλά, ήταν σουρεαλιστικό σκηνικό! Ο Herbie και ο Wayne είναι δύο από τους μεγαλύτερους μουσικούς μου ήρωες. Είχα στείλει ένα demo στο Ινστιτούτο Monk κι ύστερα με έφεραν στο Λος Άντζελες από τη Νέα Υόρκη για την οντισιόν. Μας έβαλαν να παίξουμε σε μια μικρή αίθουσα και οι Terence Blanchard, Herbie Hancock και Wayne Shorter ήρθαν και κάθισαν ακριβώς δίπλα στο πιάνο. Η ευκαιρία να παίξω για εκείνους ήταν αρκετή για να με συνεπάρει, ήμουν πολύ ενθουσιασμένος. Από μόνη της η εμπειρία –ανεξάρτητα, δηλαδή, με το αν θα μ’ έπαιρναν τελικά ή όχι– ήταν συναρπαστική και εξαιρετικά ωφέλιμη.
Αργότερα παίξατε μάλιστα στο ίδιο σχήμα με τους Shorter & Hancock. Και μάλιστα βρεθήκατε και μαζί σε χώρες όπως το Βιετνάμ ή η Ινδία, μέρη δηλαδή τα οποία δεν βρίσκονται συνήθως στη συναυλιακή ατζέντα του «μέσου» Δυτικού τζαζίστα. Τι είδους εμπειρίες αποκομίσατε από εκεί;
Ήταν πολύ εποικοδομητικές εμπειρίες, μουσικά και προσωπικά. Γνωριστήκαμε καλά με τον Wayne και τον Herbie, τόσο ως μουσικοί, όσο και σ’ ένα πιο ανθρώπινο επίπεδο. Ήταν δε το ίδιο ενθουσιασμένοι που βρισκόμασταν σ’ εκείνα τα μέρη, όσο και οι υπόλοιποι της μπάντας. Είδαμε βέβαια και τα αξιοθέατα, κάναμε π.χ. μια βόλτα με πιρόγα σ’ έναν ποταμό στο Βιετνάμ, μια επίσκεψη στο Τατζ Μαχάλ. Γενικώς τριγυρήσαμε πολύ και εννοείται ότι δοκιμάσαμε και την τοπική κουζίνα. Εμείς οι νεότεροι ρωτούσαμε επίσης διαρκώς τους Shorter & Hancock για διάφορα πράγματα και απορροφούσαμε λίγη από τη σοφία τους, τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και εκτός αυτής.
Τώρα περιοδεύετε με τη σύνθεση του δίσκου; Με ποιους μουσικούς θα εμφανιστείτε στα επικείμενα Δημήτρια;
Και ο Kendrick και ο Luques έχουν το δικό τους πρόγραμμα, ο καθένας με τα δικά του πρότζεκτ· οπότε βρισκόμαστε μαζί μόνον όταν ο χρόνος το επιτρέπει. Το να παίζω όμως τη μουσική του Press Enter με ένα διαφορετικό line-up είναι για μένα μία πολύ καλή ευκαιρία να εξερευνώ αυτές τις συνθέσεις υπό μία φρέσκια προοπτική. Είμαι έτσι πραγματικά ευγνώμων τόσο απέναντι στους προαναφερθέντες, όσο και στους άλλους ταλαντούχους μουσικούς οι οποίοι δίνουν ζωή στη μουσική μου…
(σ.σ.: στα Δημήτρια το τρίο του Romain Collin θα συναπαρτίζουν οι Pinera Diego Andres στα τύμπανα και Cabrera Cardenas Felipe στο κοντραμπάσο).
{youtube}qMnQLv5OnDo{/youtube}