Το Ι.Ε. κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από την Jazzland και είναι αρκετά διαφορετικό από την προηγούμενη δουλειά σου, Dream Logic (ECM, 2012). Το βλέπεις σαν επιστροφή στον «ρυθμικό παράγοντα»;
Απολύτως! Το I.E. είναι ένας δίσκος για συγκρότημα, ενώ το Dream Logic ήταν περισσότερο ένας δίσκος για σόλο κιθάρα (με πολύ σημαντική, βέβαια, τη συνεισφορά του παραγωγού Jan Bang). Για την ακρίβεια, ξεκίνησα και τα δύο άλμπουμ την ίδια περίοδο, αλλά αισθάνθηκα ότι χρειαζόμουν να κάνω πρώτα το Dream Logic. Και αργότερα, όταν περιοδεύαμε με το συγκρότημα μετά την κυκλοφορία του, συνέβη κάτι πολύ ενδιαφέρον: λες και το ίδιο το υλικό του Dream Logic διεύρυνε από μόνο του την παλέτα των πραγμάτων που μπορούσαμε να κάνουμε μαζί. Επομένως θεωρώ ότι το I.E. είναι όντως μια επιστροφή στον ρυθμό και σε μια κάποια εστίαση, με την οποία έχω εργαστεί και στο παρελθόν· αλλά την ίδια στιγμή μεταμορφώθηκε και μέσω της όλης διαδικασίας του Dream Logic.
Ως σύνολο, το I.E. μπορεί να γίνει πυκνό, μπορεί επίσης να είναι και αρκετά αφηρημένο, ενώ παράλληλα διατηρεί την ιδιότροπη μελωδικότητά του. Θεωρείς ότι το να παραμένεις «μελωδικός» γίνεται πιο δύσκολο, όσο εξερευνάς τις άλλες δύο ποιότητες;
Νομίζω πως είναι ζήτημα γούστου. Προσωπικά μου αρέσει η αφηρημένη μουσική, ενώ απολαμβάνω κι αυτή την έννοια της πυκνότητας. Σίγουρα μου αρέσουν και οι μελωδίες, άρα για μένα το ζήτημα είναι να μπορέσω να αφήσω αυτά τα τρία στοιχεία να αναπνεύσουν. Αποτελεί πρόκληση. Από εκεί και πέρα, το γούστο και η διαίσθησή μου είναι τα μόνα που μπορώ να επιστρατεύσω για να αποφασίσω πότε ο συγκερασμός των στοιχείων μοιάζει σωστός και πότε όχι.
Όσον αφορά το Dream Logic, κατά πόσο επηρεάστηκες από την αισθητική της ECM, τόσο στο επίπεδο της σύνθεσης, όσο και της ηχογράφησης;
Δεν νομίζω ότι επηρεάστηκα. Το Dream Logic δεν έγινε υπό τη σκέψη ότι πρέπει να «ταιριάξει» στην ECM. Έφτιαξα τον δίσκο επειδή ο Jan κι εγώ θέλαμε να δουλέψουμε πιο στενά μαζί. Μέχρι τότε, είχαμε εργαστεί μαζί σε αρκετά πρότζεκτ και αισθανόμασταν ότι η συνεργασία μας ήταν πολύ γόνιμη: ανακαλύπταμε συνεχώς καινούργια πράγματα. Οπότε απλώς αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε αυτό το μονοπάτι και να δούμε πού θα μας έβγαζε. Αν εξαιρέσεις τα “Homage Τo Green” και “Close (For Comfort)”, όλα τα υπόλοιπα κομμάτια είναι στρώσεις αυτοσχεδιασμών που δουλευόντουσαν στο στούντιο του Jan στο Κρίστιανσταντ. Ο Manfred [Eicher] εξέφρασε ύστερα την επιθυμία να το κυκλοφορήσει –και ήταν θαυμάσιο, καθώς αφενός είμαι μεγάλος φαν της ECM, αφετέρου μου επέτρεψε να απευθυνθώ σ’ ένα νέο για μένα ακροατήριο.
Ο τίτλος της σύνθεσης “Wonderlust”, σε συνδυασμό με την πολυσχιδή σου πορεία, με φέρνουν στο επόμενο ερώτημα: θεωρείς ότι αυτό που κάνει τον ήχο σου να εξελίσσεται, είναι ο πόθος για διερώτηση και περιπέτεια; Θα έλεγες ίσως, αν μιλούσαμε πιο γενικά, ότι τα ερωτηματικά που θέτουμε δουλεύουν μερικές φορές καλύτερα από τα συμπεράσματα;
Ναι, γενικώς μου αρέσει να αμφισβητώ τον εαυτό μου και πάντοτε είμαι χαρούμενος με τη δουλειά μου όταν ανακαλύπτω κάτι που δεν έχω σκεφτεί στο παρελθόν. Μπορεί αυτό το κάτι να είναι ένας ήχος, μια μελωδία, μια διαφορετική προσέγγιση –οτιδήποτε μπορεί να γίνει αντιληπτό ως αναζωογονητικό. Την ίδια στιγμή, βέβαια, θα πρέπει να είναι κάπως συνδεδεμένο ή γειωμένο με τα υπόλοιπα, με έναν μουσικό τρόπο.
Κατά πόσο βοηθάει ο αυτοσχεδιασμός σ’ αυτό το επίπεδο της αμφισβήτησης και των ερωτημάτων;
Ο αυτοσχεδιασμός είναι σίγουρα πολύ σημαντικός σ’ αυτή τη διαδικασία. Όλα μου τα κομμάτια προέρχονται από αυτοσχεδιασμούς και κάποιες φορές ανακαλύπτω πολύ ενδιαφέροντα πράγματα όταν ξανακούω τι έπαιξα. Κάποιες άλλες, βέβαια, ακούω απλώς μια προσπάθεια η οποία δεν κατάφερε να ευοδωθεί.
Πώς γίνεται ένας τολμηρός μουσικός να ταιριάξει στον ποπ κόσμο, όπως έκανες εσύ για κάποια χρόνια; Ή μήπως ετούτη είναι μόνο η ελιτιστική ανάγνωση του ζητήματος;
Δούλευα ως session μουσικός πριν από περίπου 20 χρόνια· τις περισσότερες φορές μου άρεσε πραγματικά η δουλειά μου, το να βρίσκω τις κατάλληλες αντιστίξεις ή τον κατάλληλο ήχο για ένα συγκεκριμένο κομμάτι και μια συγκεκριμένη παραγωγή… Νομίζω, μάλιστα, ότι ήμουν αρκετά καλός σε αυτήν! Πλέον, όμως, δεν αισθάνομαι καμία ανάγκη να γυρίσω εκεί, καλλιτεχνικά είμαι πολύ πιο χαρούμενος εδώ που βρίσκομαι τώρα.
Όταν σταμάτησα, έπρεπε να περάσω το παίξιμο και τη μουσική μου νοοτροπία από κάτι σαν εξορκισμό. Καταρχάς έπρεπε να απαλλαγώ από τα πολλά κλισέ τα οποία έχουν στα δάχτυλά τους οι κιθαρίστες της γενιάς μου και να μεταμορφώσω το παίξιμό μου σε κάτι διαφορετικό. Έπειτα, έπρεπε να απαλλαγώ από τα αντανακλαστικά της λογικής «πάντα να υπηρετείς τον σολίστα», τα οποία είναι πιθανόν να αποκτήσεις παίζοντας ως session μουσικός. Πάντως, ακόμα γράφω στο στούντιο για δουλειές άλλων, αν και είμαι πολύ πιο επιλεκτικός απ’ όσο ήμουνα τότε. Επίσης, πλέον οι άνθρωποι που με καλούνε στις δουλειές τους, δεν το κάνουν επειδή απλώς ψάχνουν έναν κιθαρίστα…
Σε μια συνέντευξή σου στο allaboutjazz.com αναφέρθηκες στην εμπειρία των εφηβικών σου ακουσμάτων (συγκεκριμένα στους Jimi Hendrix Experience). Αναφέρεις ότι «εκείνα τα χρόνια, ένας δίσκος ήταν μια επένδυση», εννοώντας –υποθέτω– ότι επειδή η μουσική τότε δεν προσφερόταν με την αχανή διαθεσιμότητα που υπάρχει σήμερα, αναγκαστικά «έμενες» στο δίσκο που αγόραζες και άκουγες τις λεπτομέρειες. Θεωρείς ότι η μουσική ακρόαση έχει αλλάξει σήμερα; Και αν ναι, πιστεύεις ότι αυτή η αλλαγή είναι βλαπτική για την ίδια τη μουσική;
Δεν θα συμφωνούσα, αναγκαστικά... Μπορεί να είναι, μπορεί και όχι. Απ’ τη μία, είναι θαυμάσιο το γεγονός ότι έχουμε πρόσβαση σε τόσα διαφορετικά πράγματα από την ιστορία της ηχογραφημένης μουσικής. Απ’ την άλλη, όντως με ανησυχεί το ότι μοιάζει σήμερα να εκλείπει η συγκέντρωση που απαιτείται για να ακούσεις βαθύτερα –αντίθετα, εμφανίστηκε η τάση να μεταπηδήσεις γρήγορα στο επόμενο κομμάτι, αν αυτό που ακούς δεν διεγείρει άμεσα το ενδιαφέρον σου. Ανησυχώ στο ενδεχόμενο η μουσική να πάρει περισσότερο αυτή την κατεύθυνση της στιγμιαίας απόλαυσης και της άμεσης προσοχής.
Αν σου ζητούσα να συγκρίνεις τον πρώτο σου προσωπικό δίσκο, το Electronique Noire (Jazzland, 1998) με το I.E., θα έλεγες ότι έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διαφορετικά άλμπουμ; Διότι, αντιθέτως, αρκετοί ισχυρίζονται ότι ουσιαστικά ένας καλλιτέχνης ακολουθεί πάντοτε το ίδιο όραμα, απλώς μαθαίνει να το εκφράζει καλύτερα…
Συμφωνώ μ’ αυτό. Κι εγώ αισθάνομαι ότι, ενώ συνεχώς προσπαθώ να επανεφεύρω τον εαυτό μου, πάντα καταλήγω με κάτι που έχει άμεση σχέση με τα προηγούμενα βήματα. Προσπαθώ όμως!
Θα μπορούσες, τότε, να συνοψίσεις το δικό σου όραμα; Αν δηλαδή είναι κάτι που μπορεί να περιοριστεί στη μορφή μιας σύνοψης…
Μου είναι πραγματικά δύσκολο να το περιγράψω. Έχει να κάνει, πάντως, με ένα συγκεκριμένο γούστο. Δηλαδή, πότε ένα τραγούδι, μια φόρμα, ένας ήχος μού ακούγονται σωστά; Πότε μπορώ να συνδεθώ συναισθηματικά με τη μουσική μου; Πότε λέω στον εαυτό μου: «ναι, αυτό είναι ό,τι θέλω να ακούσω»; Εκείνη η στιγμή στην οποία όλα μοιάζουν σωστά, εκείνη καθορίζει και το πώς ακούγεται τελικά η μουσική μου. Όπως είπα, βέβαια, πάντοτε προσπαθώ να επεκτείνω αυτόν τον ορίζοντα.
Διάβασα ότι στο 1ο Φεστιβάλ Avant-Garde Κιθάρας, στο οποίο θα εμφανιστείς, θα εκτελέσεις έναν σόλο αυτοσχεδιασμό. Συνηθίζεις τέτοιες σόλο εμφανίσεις; Και πώς προσαρμόζεις την προσέγγισή σου, συγκριτικά με το όταν παίζεις ως μέλος ενός σχήματος;
Όχι, δεν συνηθίζω να παίζω σόλο και γι’ αυτό είμαι πολύ αγχωμένος! Είμαι όμως επίσης πολύ χαρούμενος και ενθουσιασμένος που ένα μέρος του σετ μου θα είναι ντουέτο με τον Γιάννη Αναστασάκη, οπότε και θα έχω κάποιον με τον οποίον θα μπορώ να «παίξω μπάλα». Δεν έχω, πάντως, κάποια φιξαρισμένη προσέγγιση. Ξέρω όμως ότι οι στιγμές που έχω αισθανθεί καλύτερα στη διάρκεια μιας σόλο συναυλίας είναι όταν δεν βιάζομαι να μεταβώ από τη μια ιδέα στην άλλη, αλλά, αντιθέτως, αφήνω το όλο πράγμα να αναπνεύσει φυσικά, ευελπιστώ και μουσικά.
Ψάχνοντας για τη νέα δουλειά του Tigran Hamasyan, είδα ότι έχετε ήδη κλεισμένη μια κυκλοφορία στην ECM για το 2016. Κάποια άλλα σχέδια;
Ναι, είναι αρκετά που τρέχουν. Υπάρχουν δύο άλμπουμ ήδη ηχογραφημένα για την ECM, αυτό που αναφέρεις με τον Tigran Hamasyan, τον Jan Bang, τον Arve Henriksen κι εμένα και ένα ακόμα, με τον Γάλλο μπασίστα Michel Benitas και το πρότζεκτ του Ethics.
Επίσης, έχω προσθέσει κάποιες κιθάρες στο νέο άλμπουμ του David Sylvian και πρόκειται να ηχογραφήσω (επίσης για την ECM) ένα ντούο άλμπουμ με τον Ιταλό κρουστό Michele Rabbia. Ακόμα, πρόκειται να ηχογραφήσω έναν δίσκο μαζί με τον Nils Petter Molvær και τους Sly & Robbie. Τέλος, είμαι αναμεμειγμένος και σ’ ένα πρότζεκτ μαζί με τους Lorenzo Esposito Fornasari, Kenneth Kapstad, Bill Laswell και Nils Petter Molvær.
{youtube}k4gcHV9MEX0{/youtube}