O Andreas Gerth των Tied & Tickled Trio και ο Florian Zimmer των Saroos εξερεύνησαν πρόσφατα το σκοτάδι της νύχτας και τα όσα μπορεί να εμπνεύσει το βίωμά του σε μια σύγχρονη μητρόπολη σαν το Βερολίνο. Το άλμπουμ Nocturnes που εκδώσαν ως Driftmachine τους εξασφάλισε κάμποση προβολή σε επίπεδο κριτικής αποτίμησης, δίνοντας και σε μας την αφορμή να αναζητήσουμε το γερμανικό ντουέτο για μια διεξοδική κουβέντα...
Τι σας έφερε μαζί; Ήταν το Βερολίνο –η πόλη όπου ζείτε; Ο αμοιβαίος θαυμασμός; Ή μια ήδη υπάρχουσα φιλία;
Florian Zimmer: Γνωριζόμαστε με τον Andreas ήδη από το ξεκίνημα των 1990s. Γίναμε στενοί φίλοι και παρακολουθούμε ανελλιπώς από τότε ο ένας τον άλλον σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Έχουμε επίσης το ίδιο γούστο στη μουσική, οπότε ήταν υποθέτω καιρός πια να δουλέψουμε σε κάτι μαζί.
Με τι ακριβώς τρόπο επηρέασε το The Rest Is Noise του Alex Ross τη δημιουργία του Nocturnes; Τι ακριβώς σας τράβηξε προς τη σκέψη του συγγραφέα και προς τα όσα κατέθεσε στο σημαντικό αυτό βιβλίο;
Andreas Gerth: Μέχρι που διάβασα το The Rest Is Noise, άκουγα σύγχρονη λόγια μουσική σε μάλλον σποραδική βάση –για παράδειγμα Terry Riley ή musique concrète έργα. Αλλά αυτή η αντιπαράθεση με όλη της την ιστορική ανάπτυξη κατά τον 20ο αιώνα, μου άνοιξε έναν ολόκληρο νέο κόσμο. Ανακάλυψα δηλαδή τις στενές διασυνδέσεις μεταξύ δημιουργών με φαινομενικά διαφορετικά στυλ –για παράδειγμα, του Arnold Shönberg, του Philip Glass και του John Coltrane. Αν λοιπόν αρχίσεις να το βλέπεις έτσι, σε συνδυασμό με όσα ακόμα παραθέτει ο Ross για το ιστορικό και πολιτικό φόντο τέτοιων μουσικών, αποκτάς μια ολότελα νέα προσέγγιση στο πώς ακούς κλασικούς συνθέτες.
Τα τελευταία 2 χρόνια ασχολήθηκα λοιπόν με το ν' ακούω λόγια μουσική υπό ένα τέτοιο πρίσμα, οπότε στο μυαλό μου είχε ήδη σχηματιστεί ο ήχος του Nocturnes όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε γι' αυτό με τον Florian. Με επηρέασε επίσης πολύ ο ιδιοφυής τρόπος του Ross να σχηματίζει στο μυαλό σου ένα νοητό soundtrack καθώς μιλούσε για κομμάτια που πιθανόν αγνοούσε ο αναγνώστης του. Το βιβλίο διέθετε επίσης δυνατή ατμόσφαιρα, την οποία ήθελα να μεταφέρω και στον δίσκο, ενώ ένα τρίτο βασικό σημείο ήταν το σθένος ορισμένων συνθετικών δηλώσεων που υπήρχαν στο The Rest Is Noise, οι οποίες και ακόνισαν τη περαιτέρω σκέψη μας για το δικό μας έργο, αλλά και τα όσα είχαμε κατά νου για την παραγωγή –άσχετα με το αν εμείς κοινωνικοποιούμαστε περισσότερο στη λαϊκή μουσική ή με το αν προτιμάμε να παραμείνουμε ως κάτι σαν γανωματές όσον αφορά τη λογιότητα. Είναι ένα φανταστικό βιβλίο και το συστήνω σε όποιον έχει βαθύτερο ενδιαφέρον για τη μουσική γενικά.
Είπατε για το Nocturnes ότι ηχεί «σαν να μένεις ξύπνιος όλη νύχτα». Από τι διαθέσεις μπορεί να περάσει κανείς μέσω αυτής της κατάστασης αϋπνίας και πώς ακριβώς τις αναπαράγατε, καθώς ηχογραφούσατε;
Andreas: Ας υποθέσουμε ότι είναι νύχτα, είμαστε μόνοι και βρισκόμαστε σε μια κάπως ενδοσκοπική φάση, σε μια συνομιλία με το βαθύτερο είναι μας –κάτι σαν εκείνο το αρχαϊκό συναίσθημα που διυλίζεται στο διήγημα του Κάφκα "At Night". Πρόκειται για μια κατάσταση με τη δική της ένταση και «μαγεία», κατά την οποία μπορεί να μεταπηδήσεις από την ευφορία στην απελπισία. Καθώς άκουγα τα διάφορα στάδια της ηχογράφησής μας, συνειδητοποίησα ότι έπιανα τις λεπτότερες υφές της κατά τις νυχτερινές ώρες και ότι –παράλληλα– ανέπτυσσα μια ισχυρότερη συγκέντρωση όταν δούλευα νύχτα. Κάπως έτσι, αποφασίσαμε να αναπτύξουμε τα κομμάτια μας ως νυχτερινά.
Αρχίσαμε λοιπόν με το "Claire Obscure", χρησιμοποιώντας μια γαλλική λέξη για το σούρουπο, όταν τα αντικείμενα εμφανίζονται μαύρα μπροστά στον ακίνητο φωτεινό ουρανό, και κλείσαμε το άλμπουμ με το "Réveil Des Oiseaux". Με τη διαφορά βέβαια ότι εδώ το ξύπνημα των πτηνών δεν αντιπροσωπεύει μια εικόνα ομορφιάς και ανεμελιάς: νοούμε τα πουλιά ως αγγελιοφόρους μιας αναπόφευκτης θέλησης για ζωή, μιας ακατέργαστης ανα-ζωογόνησης που έρχεται να ενισχύσει όσα ισχυριζόμαστε για τους εαυτούς μας· είναι οι προάγγελοι των βασάνων της επόμενης ημέρας. Εκτός όλων αυτών, το τελευταίο κομμάτι του Nocturnes είναι κι ένας φόρος τιμής στον Olivier Messiaen, ο οποίος έγραψε μια σύνθεση με τον ίδιο τίτλο. Έστω κι αν ο Messiaen ήταν ένας μουσικός ορνιθολόγος κι όχι ερευνητής της αϋπνίας.
Κατά τη διάρκεια του δίσκου κινείστε σε ηλεκτρονικά είδη που και οι δύο γνωρίζετε καλά, την ίδια όμως στιγμή διακρίνω και μια ανάγκη να τεθεί κάποια νέα πρόκληση: ψάχνετε είτε για καινούργιες δημιουργικές προσεγγίσεις, είτε για τρόπους με τους οποίους θα μπορέσετε να «παίξετε» με τα δεδομένα των διαφόρων στυλ; Είναι ένα ταξίδι που νιώθετε πως ολοκληρώσατε;
Andreas: Το μπάσο είναι ξέρεις σημαντικό, το reverb είναι επίσης σημαντικό και μπαίνεις σε πειρασμό να δηλώσεις πως «τα υπόλοιπα είναι απλά θόρυβος»! Αστειεύομαι βέβαια, δεν με ενδιαφέρει προσωπικά να επανορίσω καθιερωμένα στυλ, μάλλον μάλιστα δεν ενδιαφέρομαι καν για τα ίδια τα στυλ –τα αναγνωρίζω απλά ως κατηγορίες χρήσιμες ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για ορισμένα μουσικά φαινόμενα. Ίσως γιατί έχω επηρεαστεί από πολύ διαφορετικά πράγματα στη μουσική, οπότε ψάχνω το πώς θα μπορέσω να ορίσω τη δική μου δημιουργική έκφραση. Εσύ τι λες Flow;
Florian: O Andreas ξεκίνησε να δουλεύει με συναρμολογούμενα ηλεκτρονικά συστήματα πριν περίπου 4 χρόνια. Ενώ λοιπόν φτιάχναμε το άλμπουμ με εισήγαγε κι εμένα σε αυτόν τον κόσμο, μου εξήγησε το «σύστημα» λειτουργώντας πρακτικά ως δάσκαλος και πλέον έχω μπει τόσο βαθιά στη διαδικασία ώστε προσπαθώ να δουλεύω με τέτοια συστήματα όσο γίνεται περισσότερο. Από τη δική μου επομένως σκοπιά, υπήρξε πράγματι μια καινούργια δημιουργική προσέγγιση και μιλάμε για ένα ταξίδι που μόλις ξεκίνησε. Αισθάνομαι ότι δεν έχω κάνει παρά μερικές γρατζουνιές στην επιφάνεια των δυνατοτήτων που προσφέρουν τέτοιες μηχανές. Οπότε είμαι αληθινά περίεργος για το πού θα μας πάνε οι επόμενες κοινές μας ηχογραφήσεις.
Το soundtrack του Krzysztof Komeda για το Μωρό Της Ρόζμαρι του Roman Polanski εμφανίζεται ως σταθερή αναφορά σε κείμενα σχετικά με το Nocturnes. Να φανταστώ πως σας τράβηξαν οι «στοιχειωτικές» ποιότητές του; Ή υπάρχει γενικότερη εκτίμηση για τις δουλειές του Πολωνού συνθέτη;
Florian: Προσωπικά με τραβάει πολύ η μουσική που κατέθεσε ο Komeda στα πλαίσια του Μωρού Της Ρόζμαρι. Είναι μια δουλειά που μου ήρθε συχνά στο μυαλό ενώ φτιάχναμε το Nocturnes με τον Andreas: το να νιώθεις ανασφάλεια, να φοβάσαι και να αισθάνεσαι πως κάποιος σε παρακολουθεί επίμονα από το σκοτάδι είναι νομίζω μέρος του να μένεις ξύπνιος όλο το βράδυ.
Άλλοι, μιλώντας για την πιο ηλεκτρονική πλευρά της δημιουργίας σας, βρήκαν κοινούς τόπους με τους Cluster, αλλά και με τους Future Sound Of London. Πόσο μέσα έχουν πέσει;
Andreas: Όσον αφορά στους Cluster, πιθανώς αρκετά. Αλλά όσον αφορά στους Future Sound Of London, καθόλου.
Ποιο τραγούδι ή άλμπουμ από όσα σας τράβηξαν τελευταία θεωρείτε ως «έκπληξη» που σας άρεσε;
Andreas: Ανακάλυψα πρόσφατα το Azzazin του Muslimgauze, έργο απομακρυσμένο από το συνηθισμένο του στυλ, το οποίο πραγματικά με εξέπληξε. Το θεωρώ ως σπουδαίο άλμπουμ, με αρκετές προκλήσεις και με στοιχειωμένη ατμόσφαιρα. Συνεχίζω επίσης την ενασχόλησή μου με τον Terry Riley, νομίζω πως απλά δεν τη χορταίνω τη μουσική του. Α, και πρόσφατα βρήκα ένα άλμπουμ ονόματι Happy Ending, πολύ παλιότερο από την ομώνυμη φίρμα χαρτιού υγείας, σε περίπτωση που κάποιος παρεξηγήσει. Είναι γεμάτο μουσική που συνάδει με την εξίσωση την οποία έχει προτείνει ο Emile Chioran: ότι η μουσική επικαλείται μια εσωτερική φυσική που δεν θεμελιώνεται στα άτομα, μα στα δάκρυα.
Florian: Αυτήν την περίοδο ακούω πολύ το Alghafiat των Amanar, Τουαρέγκ μουσική από τα βόρεια του Μάλι πολύ απογυμνωμένη, μα με ακαταμάχητο γκρουβ και με μερικούς ανατριχιαστικούς ρυθμούς. Είναι ένας δίσκος που σε γαληνεύει και σε ξεσηκώνει ταυτόχρονα: ούτε μία νότα του δεν φαίνεται να έχει παιχτεί πέρα από το όριο που έπρεπε. Μου αρέσει επίσης πολύ μια συλλογή διαφόρων καλλιτεχνών ονόματι Mobilisation Generale, η οποία περιέχει τζαζ τραγούδια κοινωνικής διαμαρτυρίας από τη Γαλλία της δεκαετίας του 1970. Βρήκα εκεί σπουδαία κομμάτια, και πάλι με υπέροχο γκρουβ. Τέλος δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον Scientist· φτιάχνει νομίζω το καλύτερο dub στον κόσμο αυτήν τη στιγμή, παράγοντας σταθερά δίσκους που σου φτιάχνουν τη διάθεση.
Τι (κοινά) πλάνα έχετε για το άμεσο μέλλον; Σκοπεύετε αλήθεια να παρουσιάσετε ζωντανά το Nocturnes;
Florian: Είμαστε ακόμα σε φάση που κάνουμε πολλές πρόβες, απώτερος πάντως σκοπός μας είναι να παίξουμε ζωντανά όσο γίνεται περισσότερο.