Εμφανίστηκε το 2006 με το TheLastResort και ευθύς χαρακτηρίστηκε ως το «nextbigthing» του minimaltechno, ενώ άρχισε να κερδίζει ραγδαία έδαφος και ανάμεσα στο indie κοινό –με αποκορύφωμα το πρόσφατο άλμπουμ Lost. Οι δύο επικείμενες εμφανίσεις του Δανού AndersTrentemøller στη Θεσσαλονίκη (σήμερα, στο FixFactoryOfSound) και στην Αθήνα (αύριο, στο GaziMusicHall) είναι από τις πιο αναμενόμενες για το εγχώριο κοινό, κι έτσι βρήκαμε κι εμείς ευκαιρία για μια κουβέντα μαζί του…
Το Lost έχει κυκλοφορήσει εδώ και (περίπου) ένα εξάμηνο. Πώς σου φαίνεται η αποδοχή του από κοινό και κριτικούς, συγκριτικά με τα προηγούμενα άλμπουμ;
Ω, είναι τρελό! Το feedback είναι εξαιρετικό· έχει λάβει κάποιες από τις καλύτερες κριτικές που έχουν γραφτεί ποτέ για δουλειά μου κι αυτό είναι φυσικά ό,τι καλύτερο μπορεί να ελπίζει ένας καλλιτέχνης όταν κυκλοφορεί καινούργιο άλμπουμ. Για το προηγούμενο άλμπουμ (το IntoTheGreatWideYonder) τα πράγματα ήταν κάπως δυσκολότερα, με την έννοια ότι ίσως να μπέρδεψε λίγο τον κόσμο. Αλλά στο Lost τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα –χώρια που πιστεύω ότι τα τραγούδια του ήταν όντως καλύτερα!
Θα ήταν ακριβές αν λέγαμε πως το Lost βρίσκεται πιο κοντά στο indie απ’ ό,τι στη χορευτική κουλτούρα; Ήταν συνειδητή η επιλογή να αποστασιοποιηθείς από την κατεύθυνση λ.χ. του TheLastResort;
Ναι, ίσως είναι αλήθεια... Αν και υπάρχουν αρκετά ηλεκτρονικά στοιχεία και στο Lost(για την ακρίβεια, ίσως να είναι και περισσότερα απ’ όσα βρίσκεις στο IntoTheGreatWideYonder). Νομίζω πάντως πως αυτό είναι κομμάτι της φυσικής εξέλιξής μου ως μουσικός. Κατά κάποιον τρόπο αυτήν την «κατεύθυνση» στην οποία αναφέρεσαι, την απαιτούν τα ίδια τα κομμάτια: με τον τρόπο που εξελίσσονται, με το πώς φτάνουν να ακούγονται. Δεν έχω δηλαδή πλάνο όταν ξεκινώ να γράψω έναν δίσκο· μου αρέσει να τον αφήνω ανοικτό στις πιθανότητες. Η μουσική πρέπει να αφήνεται να μιλήσει από μόνη της.
Συνεργάζεσαι σ’ αυτόν τον δίσκο με αρκετούς/ες τραγουδιστές/τριες, οι περισσότεροι εκ των οποίων αφήνουν το δικό τους στίγμα (λ.χ. το τραγούδι στο οποίο συμμετέχουν οι Low ή εκείνο που τραγουδά η KazuMakino των BlondeRedhead). Κατ'αρχάς, πόσο συγκεκριμένες/αυστηρές είναι οι οδηγίες που δίνεις στους συνεργάτες σου; Και κατά δεύτερον, ποιος γράφει τους στίχους;
Όλα τα τραγούδια ήταν λίγο ως πολύ ολοκληρωμένα από τη μεριά μου, προτού τα παραδώσω στους συνεργάτες –τόσο από την άποψη της σύνθεσης, όσο και από την άποψη της παραγωγής. Το καθένα ήταν γραμμένο έχοντας στο μυαλό τη συγκεκριμένη φωνή. Γι' αυτό και είχα πολύ άγχος όταν τελικά προσέγγισα τους καλλιτέχνες που ήθελα να τα τραγουδήσουν κι ευχόμουν να δεχθούν την προτεινόμενη συνεργασία. Ευτυχώς όλοι δέχτηκαν! Ίσως γιατί αισθάνθηκαν κι εκείνοι πως το κάθε τραγούδι ήταν γραμμένο για τη δική τους φωνή. Για τους στίχους τώρα, θεωρώ πως το αποτέλεσμα είναι πιο αγνό και ειλικρινές όταν ο τραγουδιστής ή η τραγουδίστρια βάζει στο τραγούδι τις δικές του/της λέξεις. Βεβαίως, έγιναν συζητήσεις σχετικά με τη θεματολογία του εκάστοτε τραγουδιού, αλλά αφορούσε στις γενικές γραμμές. Επί του συγκεκριμένου, ήταν στην ευχέρεια του καθενός/της καθεμιάς, το τι ακριβώς θα γράψει.
Ποιες θα έλεγες πως είναι οι βασικές σου επιρροές; Και ποια απ’ αυτές σου έκανε εκείνο το κλικ ώστε να δεις την ενασχόλησή σου με τη μουσική πιο σοβαρά;
Ήμουν –και παραμένω– μεγάλος φαν των Cure. Λατρεύω τον ήχο τους και τον τρόπο με τον οποίον ο Robert Smith μπορεί να γράφει ποπ τραγούδια με σκοτεινή υπόσταση. Είμαι επηρεασμένος όμως από πολλά ακόμα συγκροτήματα: τους My Bloody Valentine, τους Jesus & Mary Chain, τους Velvet Underground, τους Portishead... Αλλά και από κάποια νεώτερα, όπως φερ’ ειπείν τους Soft Moon ή τους Diiv. Γενικά η πρώτη μεγάλη επιρροή μου ήταν οι Velvets· ειδικά εκείνο το “Venus In Furs”, σήμαινε πολλά για μένα. Δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ όσα είχα ακούσει μέχρι τότε, ήταν τόσο σέξι, τόσο υπνωτιστικό, σχεδόν μυστηριακό. Το είχα ακούσει γύρω στα 12 και με είχε συγκλονίσει βαθιά...
Λίγα είναι γνωστά για εσένα πριν το πρώτο σου άλμπουμ το 2006. Υπήρξες ενεργός σε σχήματα;
Ναι, συμμετείχα σε αρκετές ροκ μπάντες στην Κοπεγχάγη. Βέβαια ποτέ δεν κυκλοφόρησε κάτι από αυτές. Και ίσως καλύτερα, τώρα που το σκέφτομαι! Δεν ήταν και κάτι εξαιρετικό, ούτε ήμασταν αρκετά αυθεντικοί. Χρειάζεται χρόνος για να ορίσεις τον δικό σου προσωπικό ήχο...
Επιστρέφοντας πιο κοντά στο παρόν, το περασμένο καλοκαίρι σε βρήκε σε κοινή τουρνέ με τους DepecheMode. Και εκτός από την καθ’ αυτή εμπειρία της περιοδείας με ένα τέτοιο συγκρότημα, σου δόθηκε και η ευκαιρία να παίξεις σε σημαντικά μεγαλύτερους χώρους από εκείνους όπου παίζεις συνήθως. Πώςκρίνειςλοιπόντώρατοσύνολοτηςεμπειρίας;
Ήταν σίγουρα μια σημαντική εμπειρία. Οι Depeche Mode ήταν ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα όταν ήμουν έφηβος και το να βρίσκομαι ξαφνικά να παίζω στην ίδια σκηνή μαζί τους ήταν απλώς τρελό. Το να συζητάω δε με τον Martin Gore για τη δανέζικη μουσική σκηνή σ’ ένα μπαρ, μετά από μια συναυλία, ήταν απλώς σουρεαλιστικό!
Γενικώς σε τι είδους χώρους προτιμάς να εμφανίζεσαι;
Προτιμώ γενικά τα μικρά κλαμπ, διότι έχεις μεγαλύτερη αμεσότητα με το κοινό. Βέβαια το να παίζεις σε μεγάλα φεστιβάλ ή σε στάδια έχει κι αυτό το δικό του ενδιαφέρον. Είναι ωστόσο δύο τελείως διαφορετικά πράγματα...
Πώς προσαρμόζεις τα κομμάτια των δίσκων (κυρίως όσα προσανατολίζονται περισσότερο στον ηλεκτρονικό ήχο) στο φορμάτ μιας λάιβ μπάντας; Τι είδους αλλαγές χρειάζεται να γίνουν;
Προσπαθούμε να προσαρμόσουμε όλα τα κομμάτια μου στις ανάγκες και στις προτεραιότητες μιας μπάντας. Επομένως πολλά από τα τραγούδια αποκτούν μια αρκετά διαφορετική εκδοχή στα λάιβ, σε σχέση με το πώς ακούγονται στο δίσκο. Έχει πλάκα όμως! Αλλά κι ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί βλέπεις τη μουσική σου κάτω από διαφορετική προοπτική. Και μου αρέσει πολύ το να παίζω τη μουσική μου με το συγκρότημα, διότι συχνά προκύπτει ένας νέος ήχος και τα τραγούδια αποκτούν επιπλέον ενέργεια.
Κάποια άλλα σχέδια εκτός από την εκτεταμένη τουρνέ που έχετε μπροστά σας;
Όχι, προς το παρόν είναι μόνο η περιοδεία. Τώρα στην Ευρώπη, την άνοιξη στις Η.Π.Α. και σε αρκετά φεστιβάλ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού...
{youtube}Z0XwOjSpdbc{/youtube}