Μουσικός, παραγωγός, ιδιοκτήτης όχι ενός αλλά δύο δισκογραφικών labels, remixer και συνοδοιπόρος του Lindstrom, με τον οποίο και καταφέρανε να εδραιώσουν την επιστροφή του disco ήχου στα clubs, κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ο Prins Thomas είναι αν μη τι άλλο ένας άνθρωπος με πολλούς ρόλους, διαφορετικά ενδιαφέροντα και άποψη ικανή για ποικιλόμορφες συζητήσεις. Μια τέτοια επιχειρήσαμε κι εμείς να κάνουμε μαζί του ενόψει της εμφάνισης του στα μέρη μας, αυτήν την Παρασκευή, 30 Σεπτεμβρίου, στο 6 D.O.G.S...
Μιας κι έχεις κάνει όνομα μέσω των remix σου, ποιο κομμάτι θα «πείραζες» εάν μπορούσες να εξασφαλίσεις τα δικαιώματα για οποιοδήποτε τραγούδι της μουσικής ιστορίας;
Αυτή είναι μια αρκετά δύσκολη ερώτηση... Φυσικά θα ήταν συναρπαστικό να είχα το δικαίωμα να επέμβω σε ορισμένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια, αλλά πολλές φορές το να πειράξεις τέτοια θρυλικά τραγούδια είναι πολύ δύσκολο και προσθέτει ένα ιδιαίτερο βάρος στην όλη διαδικασία. Πολλές φορές δηλαδή τα mastertapes δεν ισοδυναμούν με το τελικό αποτέλεσμα του δίσκου, καθώς αρκετά ενδιαφέροντα πράγματα συμβαίνουν κατά τη συμπίεση ή σε άλλα στάδια της διαδικασίας. Ωστόσο, ήθελα πάντα μια πιο δυναμική έκδοση του “Galatea's Guitar” από τον Gabor Szabo ή του “Smiling Faces” των Temptations!
Σε ενοχλεί που το όνομα σου συνδέεται τόσο πολύ με αυτό του, επί χρόνια συνεργάτη σου, Lindstrom; Το θεωρείς αυτό περιοριστικό για σένα ως καλλιτέχνη;
Δεν με ενοχλεί τόσο, καθώς έχω επιλέξει να δημιουργώ μουσική και συλλογές μαζί του εδώ και πολλά χρόνια. Σίγουρα όταν φτιάχνεις τη δική σου μουσική θέλεις να μπορεί να σταθεί στα δικά της πόδια. Πάντως το βρίσκω πολύ πιο ενοχλητικό να με κατηγοριοποιούν ως «indie-disco» ή «nu-disco». Σε έναν τέλειο κόσμο θα έπρεπε να υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή...
Έχει υποπέσει στην αντίληψή σου τελευταία το όνομα κάποιου σχετικά άγνωστου παραγωγού που να σε εντυπωσίασε;
Ακούω ενδιαφέροντα πράγματα συνεχώς. Θα ήταν ανησυχητικό εάν δεν ήταν έτσι, μιας και διευθύνω δυο δισκογραφικά labels! Πρόσφατα με άφησε λοιπόν εντυπωσιασμένο ένας Σέρβος παραγωγός, ο Nenad Marcovich. Να περιμένετε το άλμπουμ του στις αρχές του ερχόμενου έτους από την Internasjonal!
Πώς προχωράνε αλήθεια τα πράγματα με τις εταιρίες σου, τη Full Pupp και την Internasjonal; Ποιες επερχόμενες κυκλοφορίες τους θα έπρεπε να ακούσουμε, πέραν του Nenad Marcovich;
Επικρατεί ένας κυκλοφοριακός οργασμός τελευταία και στις δύο. Με τη Full Pupp κυκλοφορούμε αυτές τις μέρες τον προσωπικό δίσκο του Marius Våreid, ετοιμάζουμε το EP των Prins Thomas Orkester και τον δεύτερο δίσκο του Blackbelt Andersen. Στην Internasjonal κυκλοφορήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα το ντεμπούτο δίσκο του Tridact, μέσα στο τρέχοντα μήνα έχουμε τον Lovelock ενώ σε κάνα-δυο μήνες έρχεται και ο δίσκος των Cage & Aviary. Και η λίστα συνεχίζεται...
Πώς και το ντεμπούτο σου πήρε τόσο καιρό μέχρι να ολοκληρωθεί; Είχε μείνει στην αναμονή λόγω διαφορετικών projects ή ήθελες να είναι όσο το δυνατόν πιο τέλειο;
Όταν τελικά αποφάσισα να ολοκληρώσω το προσωπικό μου άλμπουμ δεν μου πήρε πολύ καιρό. Απλά μέχρι τότε ήμουν τόσο πνιγμένος σε διαφορετικά projects, ώστε του έδινα συνεχώς αναβολές.
Ποιο είναι το καλύτερο μέρος για να παίζεις ως DJ, από τη μέχρι τώρα εμπειρία σου;
Παντού! Αρκεί να είναι δεκτικό το κοινό και να ανταποκρίνεται στις επιλογές όπως επίσης και να υπάρχει καλό ηχοσύστημα. Α, κι επειδή παραλίγο να το ξεχάσω, χρειάζεται πάντα κι ένα καλό ζευγάρι πικάπ!
Ποια τρία τραγούδια δεν αποτυγχάνουν ποτέ να κάνουν τον κόσμο να χορέψει στα σετ σου;
Εξαρτάται από τη διάθεση, το timing και το σκηνικό –αλλά μιας και πρέπει να κατονομάσω κάποια ας το κάνω. Πρώτη επιλογή θα ήταν οποιαδήποτε καινούργια δουλειά του Todd Terje, ο άνθρωπος είναι απλά ασταμάτητος! Δεύτερον, μια εκδοχή του "Africa" των Toto που διαθέτω και έχει εκπληκτικό μπάσο και μια dub διάθεση. Προξενεί βέβαια στους παρευρισκόμενους την επιθυμία για... φυτικά προϊόντα, αλλά είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού! Για το τέλος θα έλεγα το remix του Morgan Geist στο "Maybe Tonight" των Lovelock, το οποίο θα κυκλοφορήσω στην Internasjonal τις επόμενες ημέρες.
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ένα σετ του Lindstrom πριν μερικά χρόνια και είχα εντυπωσιαστεί από τον τρόπο που κατάφερε κι έκανε όλη την αίθουσα να χορεύει –παρά το γεγονός πως ξεκίνησε την εμφάνισή του με πολύ αργόσυρτο και μελωδικό τρόπο. Σου αρέσει και εσένα να «χτίζεις» το σετ σου, ή είσαι της άποψης ότι καλύτερα να μπαίνεις με ορμή από την αρχή;
Εξαρτάται πάντα από την περίσταση, αλλά όταν έχω αρκετό χρόνο μου αρέσει να υπάρχει μια κλιμάκωση στις εμφανίσεις μου. Εάν όμως έχω μόνο δύο ώρες για να κάνω το σετ μου, τότε θα παρακάμψω κάποια κομμάτια, αναμφισβήτητα.
Ποια είναι η γνώμη σου για το dubstep που έχει αρχίσει και ακολουθεί μια πιο club αισθητική και οδό τον τελευταίο καιρό; Σε έχει δελεάσει κάτι τέτοιο ώστε να βάλεις περισσότερα dubstep κομμάτια στα σετ σου;
Δεν ξέρω ακριβώς πώς λέγεται το κάθε υποείδος και ξέρω ότι πολλοί από τους καλλιτέχνες αυτού του χώρου απεχθάνονται τους διάφορους περίεργους χαρακτηρισμούς –όπως εγώ τον όρο nu-disco. Βρίσκω πάντως πολλά ενδιαφέροντα ακούσματα στην πιο πλούσια σε μπάσο και ρυθμικά προκλητική πλευρά αυτού του ιδιώματος. Δεν παίζω στο κοινό μου ό,τι αγοράζω αλλά ορισμένα από όσα μου αρέσουν και τα βάζω στα σετ μου περιλαμβάνουν υλικό από τον Martyn, τους Pearson Sound και τον Cosmin TRG. Υπάρχουν και άλλα βέβαια αλλά δεν συγκρατώ εύκολα τους τίτλους... Τις περισσότερες φορές λέω «πού είναι εκείνος ο δίσκος με το μπλε εξώφυλλο και το βαρύ μπάσο;»! (γέλια)
Προτιμάς να εμφανίζεσαι σε φεστιβάλ με πολύ κόσμο ή σε μικρότερους χώρους, μπροστά σε ένα πιο αφοσιωμένο και συνειδητοποιημένο κοινό;
Απολαμβάνω και τα δύο, όμως, εάν χρειαζόταν να διαλέξω, θα επέλεγα σίγουρα τον μικρό χώρο με το πιο ενημερωμένο κοινό –αρκεί να μην είναι γεμάτο με μουσάτους τύπους που φοράνε καρό πουκάμισα και ζητάνε να ακούσουν διεστραμμένη disco. Αυτό μάλλον θα το χαρακτηρίζαμε ως καταθλιπτικό «sausage party»!