Σαν πραγματικοί εργάτες, οι Clutch παράγουν μουσική υπεραξία χτίζοντας εδώ και 21 χρόνια –υπομονετικά, παλικαρίσια και αδιάκοπα– ένα απέριττο αμερικάνικο οικοδόμημα. Ο Neil Fallon, ηγετική φιγούρα και τραγουδιστής του σχήματος από το Μέριλαντ, απάντησε στις ερωτήσεις μας, με την ευκαιρία του ερχομού τους από τα μέρη μας (την ερχόμενη Τρίτη, 21 Ιουνίου, στο Gagarin)…
Aνάμεσα στους οπαδούς σας υπάρχει η αίσθηση ότι οι Clutch «τράβηξαν» την προσοχή των media σχετικά αργά. Συμφωνείς με αυτή την οπτική;
Την καταλαβαίνω αυτήν την άποψη… Για την ακρίβεια, δεν ήμασταν ποτέ οι αγαπημένοι του ροκ Τύπου. Αλλά πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι καλό! Όταν κάποια μπάντα βρίσκεται στο επίκεντρο πολύ γρήγορα, τότε αυτομάτως ο πήχης ανεβαίνει απότομα και όλοι έχουν αναντίστοιχες προσδοκίες. Είμαστε λοιπόν ευχαριστημένοι με ό,τι έχουμε μέχρι τώρα, γιατί ξέρουμε καλά πως το αποκτήσαμε πάνω στη σκηνή και πουθενά αλλού.
Βαρεθήκατε ποτέ να παίζετε σε μικρά clubs; Δηλαδή, ευχόσασταν να εμφανιστείτε σε μεγάλους συναυλιακούς χώρους;
Είναι ευκολότερο για εμάς να παίζουμε σε night clubs. Προφανώς και μας χαροποιεί αφάνταστα το να παίζουμε μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες κόσμο, αλλά σε τέτοιες περιπτώσεις το κοινό τείνει να μοιάζει με «χιόνια» τηλεόρασης. Σε ένα μικρό club, αντίθετα, όλα είναι πιο καθαρά και υπάρχει προσωπική επαφή –ακόμα κι αν ο αέρας είναι σχετικά βρωμερός...
Με το πέρασμα των χρόνων υιοθετήσατε πολλά στοιχεία από τα μπλουζ. Γιατί συνέβη αυτό;
Όλοι μας μεγαλώσαμε ακούγοντας κλασικό ροκ και metal. Οι Led Zeppelin, οι Cream, οι Black Sabbath, οι ZZ Top και οι Deep Purple συγκαταλέγονται ανάμεσα στις αγαπημένες μας μπάντες. Όταν ενηλικιωθήκαμε, κολλήσαμε με όσους μουσικούς ενέπνευσαν αυτούς που ανέφερα πριν –όπως τον Howlin’ Wolf, τον Muddy Waters, τον Hound Dog Taylor ή τον Elmore James. Όταν λοιπόν τους ανακαλύψαμς, θέλαμε να φωνάξουμε «Εύρηκα»! Το να ακούς τέτοιους καλλιτέχνες είναι σαν να ακούς την πηγή. Το σύγχρονο ροκ μπορεί να είναι σαν αντιγραφή της αντιγραφής μιας αντιγραφής. Και μπορεί να καταντήσει θαμπό και υποτονικό. Τα μπλουζ όμως δεν είναι έτσι.
Σε όλη σας την πορεία φαίνεται να γοητεύεστε ιδιαίτερα από τις διασκευές. Έχετε ασχοληθεί, για παράδειγμα, με κομμάτια, μεταξύ άλλων, των Pink Floyd, του John Coltrane και του Pappo. Πώς εξηγείται μια τέτοια έφεση; Θέτετε κάποια κριτήρια για την επιλογή των τραγουδιών που διασκευάζετε;
Πάντα πίστευα ότι το να διασκευάζεις τραγούδια είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να μαθαίνεις. Πολλοί καλλιτέχνες συνήθως κριτικάρουν τις cover bands, αλλά στο λέω ειλικρινά, είναι δύσκολο να μαθαίνεις τραγούδια άλλων συγκροτημάτων. Τώρα, όσον αφορά στα κριτήρια, πρέπει πρώτα απ’ όλα να αγαπάς το κάθε τραγούδι τόσο πολύ ώστε τελικά να το μάθεις. Και επίσης χρειάζεται να ασχοληθείς με τραγούδια των οποίων ο ήχος δεν μοιάζει τόσο με αυτόν της δικής σου μπάντας. Βέβαια, υπάρχει κι ένας κίνδυνος σε όλο αυτό: μπορεί η προσπάθειά σου να «βγάλεις» ένα τραγούδι, τελικά να το σκοτώσει στο μυαλό σου. Δοκιμάσαμε για παράδειγμα να παίξουμε το “Cross Eyed Mary” των Jethro Tull. Πλέον δεν μπορώ να ακούσω αυτό το τραγούδι χωρίς να με πιάσει ημικρανία!
Πρόσφατα περιοδεύσατε με τους Motörhead. Πες μας λίγο για αυτήν την εμπειρία και για τη συνεργασία με τον Lemmy!
Οι Motörhead αποτελούν μεγάλη έμπνευση για εμάς. Νομίζω μάλιστα ότι φέτος ήταν πολύ καλύτεροι σε σχέση με την περιοδεία που κάναμε μαζί τους το 2006. Επίσης ο Lemmy μου είπε ένα από τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή μου: του έλεγα μια μέρα ότι σταματήσαμε να παίζουμε το “Electric Worry” στις εμφανίσεις μας, γιατί το βαρεθήκαμε. Ο Lemmy με κοίταξε τότε στα μάτια, τράβηξε μια τζούρα από το τσιγάρο του και είπε: “Ace Of Spades”. Κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε… Ένιωσα λίγο χαζός για να πω την αλήθεια και κατευθείαν έβαλα το “Electric Worry” στη set list για τις συναυλίες της υπόλοιπης περιοδείας.
Θα ήθελα να προτείνεις στους αναγνώστες κάποια καινούργια μπάντα, καθώς και να μας πεις έναν δίσκο που ο καθένας θα έπρεπε να ακούσει στη ζωή του.
Μια από τις αγαπημένες μου καινούριες μπάντες είναι οι Red Fang. Τα σπάνε! Κι ένας από τους λατρεμένους μου κλασικούς δίσκους είναι το Sagan Om Ringen του Bo Hansson, που μου το σύστησαν τα παιδιά από τους Graveyard. Κυκλοφόρησε το 1970 και είναι μια μουσική αποτύπωση του Άρχοντα Των Δαχτυλιδιών του Τόλκιν. Ανεκτίμητος δίσκος!
Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι πια νεκρός. Έχεις κάποιες σκέψεις που θέλεις να μοιραστείς μαζί μας επί του θέματος;
Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν ενορχήστρωσε τον θάνατο χιλιάδων αθώων Αμερικάνων. Ήταν ένας κακομαθημένος νάρκισσος, ένα πλουσιόπαιδο στο οποίο άρεσαν η βία και οι δολοφονίες. Αλλά o Λάντεν, όπως και οι περισσότεροι αστοί, δεν ήθελε ποτέ να βρωμίσει τα χέρια του. Είναι ευκολότερο να χαχανίζεις και να επιχαίρεις όταν βλέπεις τη σφαγή που προκαλείς από μακριά, ζωντανά στην τηλεόραση. Τώρα που το σκέφτομαι, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν έμοιαζε πολύ με τον Ντικ Τσέινι…