Είναι μια βραδιά των άκρων, συνειδητοποιώ καθώς το ταξί με αφήνει στην Αχαρνών: ενώ προσπαθώ να αποτιμήσω μια αρκούντως συγκινητική βραδιά στο Mέγαρο Μουσικής με τη Μαριάννα Τόλη, την ίδια στιγμή ετοιμάζω και τα πνευματικά μου μπαγκάζια για τους Ηλεκτρικούς Μάγους. Οι οποίοι και σαφώς βρίσκονται πια στη μέση του σετ τους, όταν μπαίνω στο «θυσιαστήριο». Όχι, δεν έχω κάνει καμία μεταφορά στον χρόνο, αλλά πώς αλλιώς να δω αυτούς τους ιερείς του υγρού και πηχτού μαύρου ήχου, η δύναμη των ενισχυτών των οποίων έχει απλωθεί στο Gagarin σαν διαστημικό χταπόδι;
Ναι, μπορεί να ακούγεται κλασική περιγραφή για μια συναυλία όπου το stoner συναντά το sludge, όμως πιστέψτε με –και ρωτήστε οποιονδήποτε βρέθηκε εκείνο το βράδυ στους Electric Wizard: τα ποτενσιόμετρά τους είχαν βρει τον σωστό μεταγλωττιστή τους στο πρόσωπο (και στα δάχτυλα) του ηχολήπτη τους, Στέλιου Εφεντάκη. Κι εδώ συναντάμε τη γέφυρα γεγονότων που αρχικώς ανέφερα. Διότι, κακά τα ψέματα, είναι λάθος για 657 λόγους να καλύπτεις τέτοιες ηχητικές αποστάσεις μέσα στη νύχτα –ειδικότερα όταν για τον έναν πόλο πρέπει να κάνεις και μια κριτική αποτίμηση. Όπως και να το κάνουμε, οι Μάγοι έχουν το δώρο του παραμορφωτή, οπότε και λιώνουν τις όποιες καλές προθέσεις της κυρίας Τόλη (κι ας ευοδώθηκαν). Γι’ αυτό άλλωστε και δεν είχα επιλέξει να παρακολουθήσω επαγγελματικώς και τις δύο συναυλίες. Αλλά εκεί που απλά θα μπορούσα να απολαύσω το σετ των Άγγλων (κατά τα ¾, εξ’ αιτίας της παρουσίας του δικού μας Τάσου Δανάζογλου στη σύνθεση τα τελευταία 3 χρόνια) στο χαλαρό και με παρέα, ξεπήδησε η πιθανότητα μιας μικρής συνέντευξης, μετά το πέρας των πολεμικών διεργασιών επί σκηνής.
Τίποτα βέβαια δεν ήταν σίγουρο. Ως γνωστόν, η μπάντα έχει επιλέξει εδώ και πολλά χρόνια να είναι φειδωλή στις δηλώσεις της, εξ’ αιτίας κουταμάρας αλλοδαπών (μόνο, άραγε;) δημοσιογράφων οι οποίοι ρωτούν αποκλειστικά πια για τη σχέση των Electric Wizard με τον σατανισμό... Πόσο βαρετός (ή μήπως βλάκας;) μπορείς να γίνεις δηλαδή ως άνθρωπος, με μία και μόνη φράση. Διότι μιλάμε για ένα συγκρότημα που μπορεί να μην αποτελεί την επιτομή δημιουργικότητας και προόδου στο rock ‘n’ roll, αποκλείεται όμως να μη σε βγάλει νοκ-άουτ με τον ήχο που ξαμολάει. Κι αυτό ακριβώς αισθάνθηκα μπαίνοντας στο Gagarin και πέφτοντας πάνω στο “Black Mass”, από τον τελευταίο τους δίσκο: ήταν αυτό που θα έλεγαν οι Αμερικανοί «Ο τοίχοι έλιωναν, μαν!». Και όντως! Σαν από μεταψυχεδελικό μπετόν αρμέ κονίαμα, οι τοίχοι του κλαμπ αυτοπολτοποιούσαν τα ίδια τους τα μόρια μέσα σε μια ηχητική παραζάλη. Ο ήχος δε είχε φθάσει το κοινό σε παραισθητική ζάλη. Δεν κουνούσες το κεφάλι στον ρυθμό της μπότας, αυτά είναι παιδιαρίσματα μπροστά στα πνευμόνια και στην καρδιά που ακολουθούσαν τη δεξιά παλάμη κάθε έγχορδου της μπάντας: είτε μιλάμε για μπάσο, είτε για κιθάρα, παρήγαγαν ριφολογία που ναι μεν στους Sabbath παρέπεμπε αλλά όπως αυτοί τοποθετούνται σε έναν α-λα-Μπρίγκελ πίνακα αποκαλυπτικής δοξασίας του Μάρσαλ. Ναι, φλαμανδική σχολή και κιθάρα, σε μια παραίσθηση επιπέδου John Dyer Baizley –μήπως να τον πληρώσουν επιτέλους οι Wizard ώστε να τους κάνει ένα εξώφυλλο;
Και δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη τη βραδιά (9 Απριλίου) οι Μάγοι έκαναν κάτι που δεν είναι καθόλου (μα καθόλου, όπως έμαθα αργότερα) εγγεγραμμένο στον συναυλιακό τους κώδικα. Φωνή λαού, οργή θεού και η τετράς βρίσκεται στη σκηνή για ένα εσχατικό “Funeralopolis”, το οποίο αλλοιώνει και την τελευταία πραγματική σύζευξη χώρου και ήχου: και το τελευταίο τούβλο της Πομπηίας λιώνει κάτω από τη λάβα του κουαρτέτου. Όταν τα φώτα άναψαν, όταν τα χειροκροτήματα τελείωσαν, όταν αποκαλύφθηκαν τα εκατοντάδες τσιγάρα και τσαλαπατημένα πλαστικά ποτήρια μπύρας στο πάτωμα, φάνηκε και η απουσία του 5ου μέλους της μπάντας: του ήχου. Ένας χώρος που επέστρεψε στη γήινη υπόσταση μετά από την αλλόκοσμη μεταφορά του στο κολασμένο (αν είναι τέτοιο) Άλφα του Κενταύρου.
Θα χρειαστούν περίπου 15 λεπτά μέχρι να κουλάρουμε, να πούμε μια κουβέντα όσοι γνωστοί βρεθήκαμε εκεί και συναντιόμασταν τώρα κάτω από το ζεστό φως και αναγνωρίζαμε τα πρόσωπα ο ένας του άλλου. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη τα βραδιά είδα μέσα εκεί ανθρώπους που δεν περίμενα. Από τον Νικόλα Μαλεβίτση της Absurd Records μέχρι τον Lux, κλασική rock ‘n’ roll περσόνα της πόλης που δεν θα τον έλεγες κλασικό φαν της μπάντας αν τον έβλεπες στον δρόμο –περισσότερο του πάλαι ποτέ ψυχοβγαλτικού και μακαρίτη μπροστάρη των Σπασμών εκ Περιόδου, όπως υπονοεί και το παρατσούκλι του. Στο 16ο λεπτό είναι που νιώθω το χέρι του Στέλιου Εφεντάκη να με αρπάζει από το μπράτσο και να μου λέει «Πάμε, έχω μιλήσει με τον Justin»...
Ναι, είχε μιλήσει με τον Justin για την πιθανότητα μιας συνέντευξης αλλά, διάολε, μετά από ένα τέτοιον ορυμαγδό ο άνθρωπος μπορεί να μη θέλει. Διαψεύστηκα. Μπαίνω λοιπόν στα κλασικά καμαρίνια του Gagarin (τα μεγάλα, πάνω αριστερά) και η κατάσταση μέσα μοιάζει σαν ήσυχο guns ‘n’ roses τοπίο των καλών ημερών. Μια κοπέλα κοιμάται στον καναπέ, τα ποτά εξαφανίζονται, οι κουβέντες αναπτύσσουν συνεχώς την ύπαρξή τους και ο ιδρώτας μαζεύεται από τα χέρια και τα κεφάλια του κουαρτέτου πάνω σε λευκές πετσέτες. Οι συστάσεις γίνονται στο πιτς φυτίλι και πολύ γρήγορα τραβάω μια καρέκλα και αρχίζουμε να μιλάμε με τον Justin Oborn...
Αληθεύει ότι δεν κάνετε encore; Τι διαφοροποίησε τη (διά)θεση σας απόψε;
Πράγματι, δεν κάνουμε ποτέ encore. Το βρίσκουμε περιττό... Πιστεύω ότι ένα κλασικό μας σετ περικλείει όλη τη δύναμη που μπορούμε να δώσουμε. Πιστεύω επίσης ότι μια κλασική παράθεση 9-10 τραγουδιών των Wizard μπορεί να δώσει στον ακροατή αυτό για το οποίο ήρθε: Ένταση, χάσιμο και πάλι ένταση! (ταυτόχρονα γέλια) Απόψε όμως, ήταν διαφορετικά. Τελειώσαμε και την ώρα που χειροκροτούσαν είδα τα πρόσωπα στις μπροστινές σειρές να έχουν μια περίεργη έκφραση. Πεινούσαν για λίγο ακόμα... Δεν μπορείς να γίνεις σκληρός. Αυτός ο κόσμος σε αγαπάει. Αποφασίσαμε λοιπόν να παίξουμε λίγο ακόμα.
Αυτή η ένταση για την οποία μίλησες, αισθάνεσαι κάποιες φορές ότι έχει έρθει η ώρα να μπολιαστεί με κάτι νέο, κρατώντας όμως τον παραδοσιακό ήχο της; Θέλω να πω, θα σου ακουγόταν ανοίκειο αν κάποια στιγμή ένα κουαρτέτο εγχόρδων σάρωνε τον ήχο της μπάντας στο στούντιο; Ή πιστεύεις ότι έτσι θα μπασταρδευόταν η ηχητική σας ταυτότητα;
Ω! Μα τι λες τώρα αδελφέ! Αυτό θα ήταν θαυμάσιο! Είναι όνειρο ζωής να κάνω κάτι τέτοιο, να πάω προς μια κινηματογραφική rock ‘n’ roll ηχόστρωση. Είμαι άλλωστε φανατικός συλλέκτης και οπαδός soundtrack ηχογραφήσεων –είμαι για παράδειγμα τελειωμένος οπαδός του Morricone! Δεν το έχω εγκαταλείψει σα σχέδιο. Κάποια στιγμή θα γίνει...
Συμφωνείς όμως ότι σε πολλά συγκροτήματα (αν όχι σε όλα), όταν υπάρχει μια ισχυρή βάση οπαδών, αυτό ακριβώς εμποδίζει ενίοτε μια μπάντα να εξελιχθεί/αλλάξει –επειδή η «βάση» απαιτεί τον ίδιο και αγαπημένο ήχο;
Αυτό συνέβαινε πάντα στο rock ‘n’ roll. Και θα συμβαίνει. Αλλά πρέπει μερικές φορές να παίρνεις αποφάσεις για το μέλλον ενός συγκροτήματος και να μη δίνεις τόση μεγάλη σημασία –όχι μόνο στους οπαδούς, αλλά ούτε στην ίδια σου τη γυναίκα.
Εσύ το έχεις λύσει αυτό, με το να βρίσκεται η σύζυγός σου μέσα στη μπάντα…
Από τις έξυπνες κινήσεις που έχω κάνει στη ζωή μου! (γέλια και πάλι)…
Αληθεύει ότι ψάχνεις ακόμη και σήμερα ενισχυτές και κουτιά παραμόρφωσης τα οποία έχουν να κάνουν με τη δεκαετία του 1970 και με τον ήχο της; Τι διαφοροποιεί κατά τη γνώμη σου εκείνη τη δεκαετία, σε επίπεδο ήχου, από τις πριν και τις μετά; Και πώς συνδέεται αυτό με τους Electric Wizard;
Είναι απλό και το έχεις ακούσει πολλές φορές φαντάζομαι. Ο ήχος της λάμπας διαθέτει μια ζεστασιά και μια ηχητική που κανένα τρανζίστορ και κανένα πρόγραμμα κομπιούτερ δεν μπορεί να προσφέρει –τουλάχιστον σε ό,τι θέλουμε να βγάζουμε εμείς προς τα έξω. Προσπαθώ λοιπόν να γυρνάω πίσω. Δεν ήταν πιο καλά τα πράγματα στη δεκαετία του 1970. Απλά μερικά, που μου αρέσουν εμένα προσωπικά, ήταν διαφορετικά.
Υπάρχει όμως μια νέα γενιά συγκροτημάτων στον χώρο του stoner και γενικότερα του heavy ήχου που, για λόγους αυθεντικότητας όπως λένε, ξεκινούν και ηχογραφούν ακόμα και τον πρώτο δίσκο τους σε μπομπίνα και γενικότερα αναλογικό ήχο….
Εδώ υπάρχει μια τάση μιμητισμού, η οποία είναι λογική για έναν νεαρό στα πράγματα καλλιτέχνη. Όλοι άλλωστε κάνουμε τις μαϊμούδες σε πολλά επίπεδα της κοινωνικής ζωής μας και σε διάφορα χρονικά διαστήματα αυτής. Έρχεται ο χρόνος, όμως, και μας μαθαίνει αν κάναμε το σωστό –και δείχνει και στους υπόλοιπους αν ήμασταν οι σωστοί. Όλα κρίνονται. Από την άλλη, δεν θέλω να κρίνω τους ανθρώπους. Πρέπει να κουλάρουμε λίγο. Εκεί έξω είναι μία κόλαση και ο καθένας από εμάς πρέπει να πάψει να βγάζει αρνητικότητα με την παραμικρή αιτία.
Αποφασίζω να μην τον πρήξω άλλο. Ο Justin είναι ακόμα ιδρωμένος από το σόου που υποδειγματικά παρέδωσαν λίγη ώρα πριν οι Electric Wizard. Φοράει ακόμα εκείνο το χιλιομπαλωμένο τζιν μπουφάν –επιτομή του down in the street rock ‘n’ roll. Μιλάμε λίγο ακόμα για τις επικείμενες εμφανίσεις της μπάντας στα καλοκαιρινά ευρωπαϊκά φεστιβάλ και μετά αρχίζουμε τις μπύρες και τα τσιγάρα. Ακόμα και η κυρία Τόλη θα ένιωθε πιστεύω άνετα με αυτούς τους τύπους…
*Oi φωτογραφίες από τη συναυλία είναι του Νίκου Παλαιολόγου. Ευχαριστούμε για την παραχώρηση